Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα
Κι όλο περιμένω, σε παιχνίδι που μοιάζει χαμένο.
Η διαγνωστική ομάδα
Για το τραγούδι-διάγνωση συνεργάστηκε δυνατή ομάδα. Νίκος Αντωνιάδης στους στίχους, Νίκος Αντωνιάδης στην μουσική, The Strangers στην εκτέλεση (με Νίκο Αντωνιάδη στα φωνητικά).
Δηλώνω πλήρη και χωρίς ενοχές αμάθεια για το ελληνικό ροκ (;) συγκρότημα Strangers και την ψυχή πίσω από το τραγούδι, Νίκο Αντωνιάδη. Για τον τελευταίο μονάχα γνωρίζω ότι πέθανε πριν από περίπου μια δεκαετία αφήνοντας όμως παρακαταθήκη, τουλάχιστον ένα κόσμημα-μελέτη της αδιαπραγμάτευτης ωμότητας και βάναυσης σκληράδας των εραστών.
Παίρνω μες το βράδυ, στο σκοτάδι…
Όταν σ’ έχουν στο περίμενε σε τέτοιες καταστάσεις, μ’ έναν υπέροχα προβλέψιμο και μη-αναστρέψιμο τρόπο, δε νιώθεις καθόλου ότι είσαι σε κάποια γωνιά. Νιώθεις ότι είσαι το κυρίως πρόγραμμα της αποψινής διασκέδασης στο γ’ διαλογής τσίρκο της ζωής- το κυρίως πιάτο στο περιοδεύον θιασάκι των λαίμαργων, καλλωπισμένων αρπακτικών- το δύσθυμο κερασάκι σε μια μπαγιάτικη τούρτα που θα καταλήξει στο απύθμενο στομάχι της λήθης. Είναι σαν οι προβολείς να ‘χουν πέσει πάνω στην ψυχολογική σου καράφλα κι ο ιππότης με το λευκό άτι να ‘χει μεταμορφωθεί σε αλητάμπουρας απάνω σε γαϊδούρι από το (δήθεν) πουθενά. Η πασιφανής αδιαφορία του και η τόσο, μα τόσο, μα τόσο συνηθισμένη του φύση που αναβλύζει απ’ τις υπολογιστικές, μακιαβελικές του πράξεις, σου ‘χουν πατήσει τέτοιο σκαμπίλι που έχουν εκσφενδονίσει τα ροζ γυαλάκια που έλεγχαν τα κοντράστ και τις ατέλειες και τώρα μένει η μουντάδα (με τη γεύση) της τρομακτικά άχρωμης πραγματικότητας.
Αλλά είναι αυθεντική ηδονή να είσαι ο δυνατός στις σχέσεις ή καλύτερα, να σε έχουν χρίσει τέτοιο. Υπάρχουν οι πρωταγωνιστές και τα κορόιδα. Αυτοί που τρώνε με τα χρυσά κουτάλια, γιατί έτσι, και αυτοί που τους τα χαρίζουν, γιατί, επίσης, έτσι. Τι απόλαυση να μπορείς να καταστρέφεις βραδιές, χρονιές, ζωές (ει δυνατόν) κατά το δοκούν! Να τον στήνεις τον άλλον σε ένα αθώο ραντεβουδάκι και να νιώθει ότι στην πραγματικότητα τον στήνεις στον τοίχο. Αν μπορούσα να εμφιαλώσω δάκρυα εραστών και να τα πουλάω όσο-όσο, θα έψαχνα τόκους για επιχειρηματικά δάνεια να ξεκινήσω ποτοποιία. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από ροζ φουντωτά συννεφάκια που έχουν ξεφουσκώσει μετά από ένα επιτήδειο, επιδεικτικό κλώτσο κι από μέσα τους πετάγονται φρεσκοακονισμένα ξυραφάκια κι όποιον πάρει ο χάρος.
Εν τω μεταξύ, και να σημειωθεί στα πρακτικά: ποιος βγαίνει εννιά η ώρα ραντεβού με το αίσθημα; Τι φάση, εννιά; Την επομένη γράφουν κάνα επαναληπτικό τεστ στην Οικιακή Οικονομία και πρέπει να είναι σπίτι από νωρίς; Ή έχουν κάποιο εγερτήριο, γιατί είναι τίποτες θαλαμοφύλακες κάτω στα τεθωρακισμένα της Κομοτηνής; Έχω δει γυμνασιόπαιδα να βγαίνουν με το bae τους την ώρα που γυρίζω απ’ τους συλλόγους ψυχαγωγίας ΚΑΠΗ που συχνάζω και μας λέει (με αδυσώπητη επαναληπτικότητα) ο τραγουδιστής των Strangers ότι την έχει να περιμένει στις 9! Οκέι, να δεχτώ νύχτες και ωράρια για τους εραστές δεν υπάρχουν, μιας και οι δικές τους μονάδες μέτρησης είναι η μεταξύ τους σωματική απόσταση (ποιος τη λογαριάζει την πνευματική- και καλά κάνει) αλλά εννιά η ώρα είναι, τύπου, να πάμε να δούμε την Πανάθα σε κάνα καφενείο θανάτου να τρώει κάνα τρίμπαλο στο Μίλκο Καπ. Πολύ αντισεξουάλ ώρα, δε συναινώ.
Hazy shade of winter
Εμένα, μια φορά, η παγωνιά μου αρέσει, γιατί η χειμερινή μου κολεξιόν είναι φωτιά και οι παππούδες μου μού άφησαν περιουσία να καίω στο πετρέλαιο θέρμανσης. Τώρα, γιατί σε κάθε έργο τέχνης μεταφράζονται ο χειμώνας και το κρύο σαν ανυπόφορη απουσία και θανάσιμο χάσμα, άγνωστον. Το καλοκαίρι δηλαδή που βράζουμε σαν τα κοτόπουλα πιο ερωτικά είναι; Γιατί, ως γνωστόν, όταν έχει 38 βαθμούς Κελσίου, όλοι σκέφτονται πώς θα μπαλαμπουντιαστούν καταλλήλως κι όχι που είναι η πλησιέστερη φιάλη οξυγόνου μήπως και γλυτώσουν μια κολασμένη (με λάθος τρόπο) ατμόσφαιρα. Για να μην αρχίσω για την άνοιξη που εκτός απ’ τα λουλουδάκια και τα πουλάκια ξυπνάνε και τα φιδάκια μαζί κι επειδή μερικοί είμαστε φύσει φοβητσιάρηδες βγάζουμε άθελά μας κορόνες στην απρόσμενη θέαση τους και μας κοιτάει κι ο γύρω κόσμος και κάνει τον σταυρό του. Καλά, και για τα φθινόπωρο, ας μη μιλήσουμε καν. Αυτοί που το προτιμούν πρέπει να ‘χουν δώσει ένα κάρο λεφτά για ψυχανάλυση. Ή θα ‘πρεπε.
“Γιατί κι αυτή πολλά μου έχει κάνει κι ήρθε η σειρά της, κι αυτό πάλι δε φτάνει”. Μακάρι να υπήρχε Πανεπιστήμιο της Ζωής, να ‘μπαινε αυτό το τραγούδι στο syllabus. Μακάρι! Τα πάντα είναι εμπόριο. Δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι συναλλάξιμο στο ανθρώπινο είδος, απλά δεν υφίσταται. Δε νοείται πράξη/σκέψη/ιδέα/κίνηση/ακινησία που να μην έχει καταγραφεί σε αναλυτικότατο λογαριασμό που αργά ή γρήγορα θα σου πετάξουν στα μούτρα να αποπληρώσεις μέχρι το τελευταίο σεντ του σεντ. Κι αν είναι τίμιος ο εραστής, όπως στο συγκεκριμένο άσμα, θα σε τιμήσει με τη γελοία, χαμερπή ευθύτητά του λέγοντας “Μία σου και μία μου” περιμένοντας αντίστοιχης χρηματιστηριακής αξίας απόκριση. Βεντέτα παντού. Αυτό είναι το ευτυχές σενάριο μάλιστα. Το κακό το timeline είναι όταν έχεις να κάνεις με κάτι πραγματικά πρόστυχα πιθηκοειδή (μια πρόχειρη αντιεπιστημονική μου εκτίμηση θα τα υπολόγιζε σε 75% του ζωντανού πληθυσμού) που περιμένουν να φέρουν τη λυπητερή την κατάλληλη χρονική στιγμή που θα ‘χεις ξεμείνει από ρευστό και γονηπετής και άφραγκος θα πρέπει να δανείζεσαι και να υποθηκεύεις αξιοπρέπειες κι ευτυχίες, μήπως και αποπληρώσεις το εμπόρευμα που αγόρασες. Μία σου και μία μου. Το ανθρώπινο ψυματιστήριο (ψυχολογικό+χρηματιστήριο). Δεν πειράζει αν η λέξη ακούγεται (και είναι) γελοία- το ίδιο είναι και η έννοια που περιγράφει.
Όλα πληρώνονται, όταν όλα έχουν τιμή. Όταν όλα αγοράζονται κι εξοφλούνται, όλα δύνανται να γίνουν προϊόντα αγοραπωλησίας, με διαπραγματεύσεις άρρητες και σκληρές, που διαρκούν σε ορισμένες περιστάσεις ζωές ολόκληρες (ο θεός να τις κάνει). Γι’ αυτό κιόλας κατά βάθος, ή και κατά επιφάνεια για να ‘μαστε ακριβέστεροι, επιβραβεύεται η συναισθηματική νοικοκυροσύνη, η οικονομία αισθημάτων, η φειδωλή χρήση των πνευματικών αποθεμάτων, αφού μάλλον στη συντριπτική πλειονότητα του ανθρώπινου μαφιόζικου δικαίου, πρόκειται για πηγές μη ανανεώσιμης ενέργειας. Τα ένα χέρι στύβει τ’ άλλο και τα δυο το σούρουπο μιας ύπαρξης που είναι καταδικασμένη να λοξοκοιτάει την τσέπη του διπλανού, υπολογίζοντας τι μπορεί να τσακώσει και τι να αποσπάσει με το χαμηλότερο δυνατό τίμημα, γιατί έτσι είναι καλωδιωμένος ο εγκέφαλος μας, ωχού!
Το τζαμπέ δεν πέθανε, γιατί δεν υπήρξε ποτέ. Όποιος ψάχνει για ανιδιοτέλεια, αυθεντικότητα και πρωτοτυπία, ας το ρίξει στα άρλεκιν και στα κατοικίδια. Τα μεν δεν απογοητεύουν τα δε δεν απαντάνε.
Νευρωτικός στοχαστής για τον έρωτα και τίποτα άλλο
-Αυτά τα υπέροχα ρυάκια μετάνοιας απ’ τα μάτια, που ξεχνιούνται μ’ ένα γλυκόλογο, για ν’ ακολουθήσουν άλλα τόσα αλμυρόλογα και κυβερνητικές αναλύσεις με τους φίλους, πολύ έκτακτα τα βρίσκω.
-Σου το ‘πα μια και δυο και τρεις κι εφτά κι οχτώ και δέκα. Τα σημειώνω, μη νομίζεις…
-Πόσο να κοστίζει άραγε ένας ειλικρινής (ποικιλοτρόπως) έρωτας; Και πόσοι, έχουν το απαραίτητο κασέρι;