Πήγε, είδε, άκουσε και σχολιάζει η Ρένα Καλπάκη.
Αντικρίζοντας τους βαρείς πολυελαίους και το χρυσό καναπέ στην είσοδο του StageLive, αυθόρμητα μου ήρθε να ρωτήσω στην παραλαβή της πρόσκλησής μου, «Εδώ εμφανίζεται ο Παπακωνσταντίνου, έτσι;». Το μόνο σχετικό με το πρόσφατο Φεστιβάλ της ΚΝΕ όπου συμμετείχε, ήταν τα κόκκινα χαλιά. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου όμως, όπως και η Γιώτα Νέγκα, έχουν ένα ευρύ κοινό, άλλωστε κάπου έπρεπε να φορέσουν και τις γόβες τους τα κορίτσια, ήταν και η πρεμιέρα των εμφανίσεών τους, Σάββατο βράδυ, ας προχωρήσουμε εις τα ενδότερα…
Δεύτερη σκέψη όταν μπήκα στην αίθουσα ήταν, «επιτέλους, η Κουλτουρόσουπα πάει και μπουζούκια!». Ο χώρος είναι γεμάτος με τραπέζια, το μπαρ σχεδόν ανύπαρκτο με λιγοστή θέα στη σκηνή, για όποιον το σκέφτεται ως εναλλακτική λύση για να αποφύγει τα 150€/φιάλη. Όλα αυτά βέβαια μαζί με τους δεκάδες πολυελαίους δημιουργούν μια πιο grande ατμόσφαιρα δικαιολογώντας ένα ανάλογο dress code. Τι δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό το σκηνικό; Μα φυσικά οι φωτογράφοι, έτοιμοι να σε απαθανατίσουν σόλο ή με παρέα τη στιγμή που θα τραγουδάς το «Μαλαματένια λόγια»…
Λίγο μετά τις 11 οι δύο καλλιτέχνες βγήκαν στη σκηνή με μία οχταμελή, αν μέτρησα καλά, ορχήστρα, η οποία βέβαια το πρώτο δίωρο περίπου την έβγαλε πολύ ξεκούραστα- το γιατί θα φανεί σε λίγο. Στο κοινό τους πρόγραμμα ο Βασίλης με τη Γιώτα «ζέσταναν» το κοινό με κυρίως κλασικά έντεχνα τραγούδια. Φαντάζομαι βέβαια, πόσο θα σκιάχτηκε η κοπέλα που είπε να φορέσει τις καινούριες της λεοπάρ γόβες στο άκουσμα των στίχων «καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία και να’ σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά»! Κακά τα ψέματα, με μια φιάλη σπέσιαλ, πούρο στο χέρι και το φωτογράφο να σου λέει να πάρεις πόζα, τι να σου πει τώρα και ο Κινδύνης, «στου βούρκου μέσα τα νερά, ποια γλώσσα μου μιλάνε, αυτοί που μου ζητάνε να χαμηλώσω τα φτερά;»…
Η συνέχεια ανήκει στο Βασίλη να μας τρελάνει με τη φωνάρα του και τη χαρακτηριστική του εκφραστικότητα. Εδώ η ορχήστρα είναι που ξεκουράζεται, αφού η ενορχήστρωση είναι κάτι περισσότερο από λιτή. Δεν νομίζω ότι κάποιος περιμένει να ακούσει κάτι διαφορετικό. Το ίδιο ρεπερτόριο εδώ και δεκαετίες με κάποιες εναλλαγές. Και φυσικά, με τα γνωστού ύφους πολιτικοποιημένα σχόλια, όχι τόσο αιχμηρά πλέον, και όπως και στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, μιλώντας για Μνημόνια και επερχόμενες επενδύσεις, θεώρησε σωστό να ζητήσει «συγνώμη» από τους νέους εκ μέρους των ανθρώπων της γενιάς του, που έφεραν τον τόπο σ’αυτό το χάλι, προλογίζοντας το «Φοβάμαι».
Βέβαια, ο Βασίλης δεν έχει να «φοβάται» πλέον κάτι, είναι και αυτός ένας «δημόσιος υπάλληλος» του ελληνικού τραγουδιού, βολεμένος, αφού μπορεί και μπράβο του, να εξαργυρώνει ακόμη ακριβά παμπάλαια πλέον τραγούδια. Γιατί δλδ οι «δίπλα» που έχουν 180€/φιάλη, καλύτερα τα λένε; Σε καμία περίπτωση. Αν μη τι άλλο, ο Βασίλης είναι και σε ηλικία συνταξιοδότησης, συμμετείχε και σε ένα «9:05», και αφού του «δίνουν» να σηκώνει ακόμη το λάβαρο της Αριστεράς στα σχετικά Φεστιβάλ, «τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες»;…
Τη σκυτάλη παίρνει στη συνέχεια η Γιώτα που με τη γλυκύτητά της ανεβάζει το κέφι στα ύψη με παλιά λαϊκά κυρίως και την ορχήστρα με τα γκάζια στο φουλ. Κι εδώ φυσικά δεν περιμένεις κάτι καινούριο ή διαφορετικό να ακούσεις, έστω έναν «πειραματισμό» βρε παιδί μου. Ακόμη μία επανάληψη του «Στην Υγειά μας βρε παιδιά», νόμιζες θα βγει από κάπου ο Σπύρος στη σκηνήκαι οι φωτογράφοι έχουν ξαμοληθεί να μοιράσουν τις φωτογραφίες τώρα που είναι όλοι στα πάνω τους!
Κι έτσι ευχάριστα οι ώρες περνούν, υπό το φως των πολυελαίων παρελαύνουν τραγούδια, ιδεολογίες, συναισθήματα, αναμνήσεις. Τραγούδια για τα οποία κάποτε οι νέοι μάλωναν με τους γονείς τους για να ακούσουν, «ψάχνουν απ’ τα 19» την ταυτότητά τους για «τα χαιρετίσματα στην εξουσία» που δε δώθηκαν ποτέ. Όμως, πολύ το αναλύεις βρε κοπελιά, άντε βάλε ένα παγάκι ακόμη στο ποτήρι και τη Δευτέρα έχουμε δουλειά…
Φωτογραφικό υλικό