.
Πήγε, είδε, άκουσε και σχολιάζει ο Νίκος Παπαδόπουλος.
.
Το αστικό για τα Χίλια Δέντρα, την γραμμή που οδηγεί στο Σέιχ Σου και το Θέατρο Δάσους ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτο από την στάση της Καμάρας. Οι φίλοι και οι φίλες του Σωκράτη Μάλαμα συνωστίστηκαν την Τετάρτη που μας άφησε (11/9/2019) στα σπλάχνα μιας κινούμενης μηχανής που θα τους οδηγούσε ωστόσο σύντομα στα κύματα μιας διαχρονικής μουσικής μυσταγωγίας. Ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν η πρώτη τους φορά.
Το Θέατρο Δάσους γεμάτο. Ευτυχώς, φίλοι μας κράτησαν θέσεις. Παντού άνθρωποι που, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να φοβίζει τον αγαπημένο τραγουδοποιό σε ένα από τα καινούργια του τραγούδια, ανέβηκαν εσκεμμένα το καλντερίμι μιας οικείας καλλιτεχνικής μέθης για να ξυπνήσουν το αγρίμι ‘’που θυμάται και στενάζει, που ξεχνάει και γελά’’ [1]. Ο δημοφιλής καλλιτέχνης με την ιδιαίτερη σφραγίδα στα μουσικά πεπραγμένα της ελληνικής δισκογραφίας καλωσόρισε ενθουσιασμένος το κοινό. Φαινόταν και ήταν πραγματικά χαρούμενος. Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε αμέσως τις γνώριμες αισθαντικές, μελωδικές αφηγήσεις του. Από κάτω και τριγύρω, κορμιά που όλα τα ζητούν και νόες που δεν ισιώνουν[2] μοιάζουν να βρήκαν την στεριά τους.
Το μικρόφωνο περνάει περιστασιακά στα χέρια της ταλαντούχας Ιουλίας Καραπατάκη, που ενθουσίασε τους Θεσσαλονικείς με κορυφαία στιγμή την ερμηνεία του αγαπητού ‘’Να βάλω τα μεταξωτά’’ (στίχοι: Γιάννης Τσατσόπουλος, μουσική: Σωκράτης Μάλαμας, πρώτη εκτέλεση: Μελίνα Κανά). Εκείνο το βράδυ το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει επιπλέον τον γιο του τραγουδιστή, Πέτρο Μάλαμα, που παρουσίασε δύο δικά του κομμάτια αλλά και τον Φώτη Σιώτα, που έπαιξε επίσης βιολί και βιόλα. Στα υπόλοιπα όργανα απολαύσαμε τους Λάππα Δημήτρη ( κιθάρα, μπουζούκι, τζουράς), Μαγνήσαλη Νίκο (τύμπανα), Ταπάκη Κυριάκο (λαούτο, μπουζούκι) και Παραουλάκη Νίκο (Νευ). Ειδική μνεία αξίζει ο Λαζαρίδης Χρήστος στα φώτα καθώς αποτύπωνε και μια διαφορετική εικόνα στα δέντρα, στον ουρανό, στη σκηνή αλλά και πάνω στους ίδιους τους θεατές σε κάθε ξεχωριστό άκουσμα. Υπεύθυνοι για τον ήχο ήταν οι Καργιωτάκης Τίτος και Ηλιόπουλος Παναγιώτης ενώ στη συνολική παραγωγή συναντήσαμε την NovelVox.
Ο Μάλαμας και το βράδυ αυτό θυμήθηκε στίχους που δεν ήθελε να ξεχαστούν, τραγούδησε νέους που θα ενσωματωθούν με το πέρασμα του χρόνου, αν δεν έχει ήδη γίνει αυτό, στα θυμικά σχήματα και ρομαντικά ασυνείδητα των πιστών του ακροατών, αποχαιρέτισε τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ,που ‘’σηκώθηκε κι έφυγε’’, με τον δικό του μουσικό τρόπο και γενικά αποζημίωσε όλα εκείνα τα αγόρια και κορίτσια που άξιζε εν τέλει να αναμένουν καρτερικά την δεύτερη ή και τρίτη κινούμενη μηχανή μέχρι να χωρέσουν. Να χωρέσουν τελικά στο φαντασιακό του μουσικού αυτού ποιητή και των συνεργατών του που άλλοτε είναι γεμάτο εορτάζοντες ‘’φεγγίτες, σώματα που σμίγουν’’[3]και άλλοτε ‘’κουπιά σε μαύρα χάλια, που μόλις πέσουν στο νερό λιώνουν σαν παξιμάδια’’. [4]
Αυτό που κράτησα φεύγοντας από την πρώτη μου συναυλία στο Μάλαμα ήταν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η φωνή του, που με έκανε να αναρωτιέμαι αν ψάχνοντας να βρω από πού προέρχεται, πράττω σωστά που κοιτάζω ευθεία ή αν θα έπρεπε αντιθέτως να κοιτάζω ψηλά, πίσω μου, μέσα μου, παντού. Το δεύτερο είναι οι φίλοι και οι φίλες του, που έτσι όπως ήταν μαζεμένοι μπροστά στη σκηνή έμοιαζαν από ψηλά σαν κρατήρες που ατμίζουν. Χωρίς να ξέρει κανείς αν η έκρηξή τους προηγήθηκε ή έπεται.
.
Φωτογραφικό υλικό