Ο Κάνιο και η Νέντα μοιράζονται μια σχέση που χαρακτηρίζεται από #παιχνίδια εξουσίας. Εκείνος #δεσποτικός και #άγριος, εκείνη #φοβισμένη και σχεδόν #υποταγμένη.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Και μόνο που θα έβλεπα μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ήταν αρκετό για να φτάσω με μεγάλη ανυπομονησία και πολλή διάθεση περίπου μισή ώρα πριν την έναρξη της όπερας ‘I Pagliacci’.
Μπαίνοντας στο χώρο που φιλοξενεί τα τελευταία έξι χρόνια το Φεστιβάλ Επταπυργίου, ανατρίχιασα. Η ιστορία αυτού του χώρου και η ενέργειά του προσκαλούν κάθε επισκέπτη να φανταστεί, να θυμηθεί και να συγκρίνει το τότε με το τώρα. Ένας χώρος που κράτησε μέσα του τόσο πόνο, έχει πλέον μετατραπεί σε ένα χώρο που αγκαλιάζει τον πολιτισμό και τον χαρίζει απλόχερα στο κοινό.
Είχα βρει τη θέση μου και περιεργαζόμουν, γεμάτη από ενδιαφέρον, τα πάντα γύρω μου. Είχα και ένιωθα τη λαχτάρα ενός μικρού παιδιού που θα ανακάλυπτε έναν κόσμο που θα αντίκριζε για πρώτη φορά. Και το αστείο είναι πως δεν ερχόμουν σε αυτό το χώρο για πρώτη φορά. Ούτε θα έβλεπα μια παραγωγή του Φεστιβάλ Επταπυργίου για πρώτη φορά. Θα είχα όμως την ευκαιρία να απολαύσω μια όπερα που πραγματευόταν ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ, τη βία και τον πόνο σε μια συντροφική σχέση.
Η δράση
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά έπιασα τον εαυτό μου να παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον όλα όσα διαδραματιζόντουσαν στη σκηνή. Με το που εμφανίστηκε ο Πρόλογος, άρχισα να ζεσταίνομαι και να συνδέομαι με την ιστορία που θα εκτυλισσόταν. Σε κάποια στιγμή λέει ‘ο συγγραφέας μας προσπάθησε να σας δείξει μια στιγμή της ζωής. Έγνοια του είναι μοναχά πως ο καλλιτέχνης είναι κι αυτός άνθρωπος και άρα για τους ανθρώπους πρέπει να γράψει. Κι απ΄ την αλήθεια λοιπόν εμπνεύστηκε΄. Ήξερα ήδη πως αυτό που θα έβλεπα ήταν εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή κι αυτό από μόνο του ήταν πολύ δυνατό. Άλλωστε δεν υπάρχει καλύτερος σεναριογράφος από την ίδια τη ζωή.
Οι πρωταγωνιστές ύφαιναν τη δική τους ιστορία επί σκηνής. Κι όσο η ιστορία τους γραφόταν, ξυπνούσαν αναμνήσεις και σάλευαν παράλληλες ιστορίες κάτω στο κοινό. Αναρωτιόμουν για όλες αυτές τις γυναίκες που έχουν υπάρξει ή υπάρχουν ακόμη στη θέση της Νέντα. Μα και για τους άντρες που βρέθηκαν στη θέση του Κάνιο. Οι δυο τους μοιραζόντουσαν μια σχέση που χαρακτηριζόταν από παιχνίδια εξουσίας και δύναμης. Εκείνος δεσποτικός, άγριος, εγωκεντρικός. Εκείνη φοβισμένη, σχεδόν υποταγμένη και πρόθυμη να παίξει το παιχνίδι του. Εκείνος είχε μια ξεχωριστή θέση στην τοπική κοινωνία και του ήταν δύσκολο να ανεχθεί προσβλητικές συμπεριφορές που θα αφαιρούσαν κάτι από το κύρος του. Εκείνη πάλι με βαθιά ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αφέθηκε στην αγκαλιά του Σίλβιο. ΄Νέντα, εσύ καθορίζεις τη μοίρα μου’, θα της πει κι εκείνη τον ερωτεύεται ακόμα περισσότερο. ‘Τι θα απογίνω όταν φύγεις από εδώ;, τη ρωτάει κι εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι πως η αγάπη γίνεται συχνά εγωϊστική. Τι να σημαίνει όμως για τη Νέντα αυτός ο έρωτας; Λες και είναι ο μόνος τρόπος για να αντέξει την καταπίεση του Κάνιο. Λες και είναι η μόνη οδός για να νιώσει πραγματικά επιθυμητή. Λες και είναι το οξυγόνο που χρειάζεται για να παραμείνει ζωντανή.
Κι όσο σκέφτομαι όλα αυτά, φέρνω στο μυαλό μου αμέτρητες γυναίκες που υποφέρουν στο όνομα της αγάπης. Γυναίκες που ανέχονται συμπεριφορές υποτιμητικές, κακοποιητικές και βάναυσες γιατί νιώθουν και κυρίως πιστεύουν ότι αυτό αξίζουν. Γυναίκες που είναι έτοιμες να ακολουθήσουν το δικό τους Σίλβιο μόνο και μόνο για να γλυτώσουν από τη φυλακή στην οποία ζουν. Κι αν τελικά το μόνο που κάνει η πρωταγωνίστρια είναι να δομεί σχέσεις εξάρτησης καισυνεξάρτησης; Πόσο τυχαίο είναι ότι επενδύει σε άντρες που αποδεικνύονται κτητικοί και που δείχνουν ότι τη χρειάζονται στη ζωή τους; Από τη μια ο Κάνιο είναι ελεγκτικός και κρατά τη Νέντα δίπλα του με εκφοβισμό και υποτίμηση. Από την άλλη ο Σίλβιο είναι χειριστικός στην προσπάθειά του να την πείσει να φύγει μαζί του. ‘Αν πραγματικά δεν αγάπησες τον Κάνιο ποτέ, αν είναι αλήθεια ότι μισείς τη ζωή την πλανόδια και τη δουλειά που κάνεις, αν αυτή η τεράστια αγάπη που μου λες δεν είναι ψεύτικη, απόψε έλα να το σκάσουμε μαζί, φύγε μαζί μου’, την παρακινεί.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήτανη σκηνή στην οποία ο Κάνιο μαθαίνει τα πάντα και συναντά τη Νέντα. Τυφλωμένος από οργή, πληγωμένος από την προδοσία. Μια προδοσία που με το που την ανακαλύπτει, νιώθει να χάνει την αξία του. Νιώθει να παραμερίζεται. Νιώθει εξαπατημένος. Είναι εξαπατημένος. Εξαπατημένος και πληγωμένος. Κι αυτός ο πόνος τον κάνει ξανά άγριο. Άγριο και βίαιο. Άγριο, βίαιο και εκδικητικό. Χάνει τον έλεγχο και δεν το αντέχει. Ντρέπεται, νιώθει ανίσχυρος και επιθυμεί να εκδικηθεί προκειμένου να πάρει ξανά στα χέρια του τον έλεγχο και επομένως τη χαμένη του αξία. Και μόνο τότε, θα φωνάξει ‘η κωμωδία τελείωσε’.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η Νεντα εμφανίζεται με τη μορφή μιας μαριονέτας. Γροθιά στο στομάχι αυτή η εικόνα. Δίνει ουσιαστικά τη συγκατάθεσή της σε αυτό που ζει με τον Κάνιο. Του επιτρέπει να της φέρεται όπως της φέρεται χωρίς να αντιστέκεται. Έτσι όπως συμβαίνει με τα περισσότερα θύματα βίας. Δίνουν στο θύτη τους όλη την εξουσία. Υπάκουες, παθητικές και σχεδόν αόρατες. Μέχρι να αποφασίσουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Αν το αποφασίσουν ποτέ.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήτανη εξής: ‘Τόσο άγριο δεν σε θεωρούσα ποτέ’. Τι μεγάλη αλήθεια! Ήταν η ώρα της αλήθειας. Η Νέντα έβλεπε επιτέλους καθαρά. Κατάλαβε ποιον είχε δίπλα της. Κατάλαβε ποιον είχε επιλέξει. Έβλεπε το θύτη της με καθαρό βλέμμα. Κι η καθαρότητα του βλέμματός της ήταν τόση που της έδωσε δύναμη. Τέτοια δύναμη που δεν πρόδωσε ούτε για μια στιγμή τον αγαπημένο της παρά την επιμονή του Κάνιο να μάθει το όνομά του.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν αυτός της Νέντα. Μια γυναίκα που αν και παρουσιάζεται δειλή, στο τέλος αποδεικνύεται πιο γενναία από όλους. Μια γυναίκα που παραμένει πιστή στον έρωτά της για τον Σίλβιο και που δεν διστάζει να φτάσει ως το τέλος για να μην τον προδώσει. Μια γυναίκα που αγάπησε πιότερο από όσο αγαπήθηκε. Μια γυναίκα που ήταν μόνη και έμεινε ως το τέλος μόνη.
Το κλείσιμο
Τα χειροκροτήματα των υπολοίπων μου θύμισαν ότι η παράσταση είχε πράγματι τελειώσει. Είχα ταξιδέψει μαζί μετους πρωταγωνιστές και ένα κομμάτι μου δεν ήθελε να τελειώσει. Ή επιθυμούσε ένα διαφορετικό τέλος. Όπως συμβαίνει με την ίδια τη ζωή. Δεν τελειώνουν όλα όπως θα θέλαμε να τελειώνουν και αυτό είναι το ενδιαφέρον με τη ζωή.
Τελικά αυτός ο χώρος χωρούσε πολύ πόνο, σκεφτόμουν βγαίνοντας έξω. Τον πόνο του παρελθόντος και τον πόνο της ιστορίας που ζήσαμε μέσα από αυτήν την παράσταση. Και τον πόνο των δικών μας σκέψεων ή αναμνήσεων που ανακατεύτηκαν και έγιναν ένα με όλα όσα παρακολουθήσαμε.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήτανπολύ δυνατή. Συγκλονισμένη από αυτό που είδα και άκουσα, προβληματισμένη από τις σκέψεις που έκανα και εντυπωσιασμένη, για άλλη μια φορά, από την ανθεκτικότητα που χαρακτηρίζει εμάς τους ανθρώπους. ‘Γέλα παλιάτσο’, σκέφτηκα αποχαιρετώντας αυτή τη βραδιά που θα μου μείνει αξέχαστη για πολύ καιρό.
Υ.Γ. Αν και δεν συνηθίζω να αναφέρομαι στους συντελεστές μιας παράστασης, δεν θα μπορούσα να μην ευχαριστήσω και από εδώ – το έκανα ήδη από κοντά – τον αγαπημένο μου και ιδιαιτέρως ταλαντούχο σκηνοθέτη Αθανάσιο Κολαλά για όλο αυτό που ετοίμασε και μας κέρασε. Όσο για την Άννα Μυκωνίου, την πρόεδρο του Κέντρου Πολιτισμού, τα λόγια είναι φτωχά για να περιγράψουν την ευγνωμοσύνη που νιώθω απέναντι στο έργο της, ένα έργο που μοιράζεται μαζίμας, αλλά και στην ψυχή που βάζει για να υπάρχει ο πολιτισμός και να φτάνει ακόμα και σε χώρους όπως αυτόν που φιλοξενεί και φέτος το Φεστιβάλ Επταπυργίου.