Με αφορμή την εξαιρετική συναυλία Ξαρχάκου – Πρωτοψάλτη στο θέατρο Γης. Είδαμε, ακούσαμε & σχολιάζουμε + βίντεο.
Γενικώς με τις συναυλίες δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Πλέον όσο μπορώ τις αποφεύγω κρατώντας αναμνήσεις από το παρελθόν, που φεύγοντας ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που κατά τη διάρκεια επιστροφής στο σπίτι τραγουδούσα ότι θυμόμουν από τη συναυλία ενώ κοιμόμουν ευτυχισμένος που βρέθηκα και εγώ εκεί. Δόξα το Θεό, έχω δει τους περισσότερους και τους «μεγαλύτερους». Οι εποχές όμως άλλαξαν, οι απαιτήσεις και οι ευκολίες πολλαπλασιάστηκαν και τα χρόνια πέρασαν. Όπως προσαρμόστηκαν και οι συναυλίες στις ανάγκες των καιρών μας. Μικρά σχήματα, μέτριος ως κακός ήχος, συρρικνωμένες αναπόφευκτα και οι παραγωγές. Και οι περισσότεροι που περιοδεύουν κάθε καλοκαίρι όλα αυτά τα χρόνια οι ίδιοι και οι ίδιοι… Πόσες φορές δηλαδή να δεις τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να τραγουδά τον Κουρσάρο; Πόσες φορές να ανέβεις στο Δάσος για να ακούσεις τον Σωκράτη Μάλαμα; Τι καινούριο θα σου προσφέρει ο Διονύσης Σαββόπουλος; Αλλα και η νέα κουλτουρέ γενιά δεν πάει πίσω. Όσα χρόνια διαφοράς έχουν από τους προηγούμενους, τόσες ίσως και περισσότερες θα είναι οι πιάτσες που θα κλείσουν ανά την επικράτεια: Μποφίλιου, Ζουγανέλλη, Μαραβέγιας και το λαϊκό είδωλο που λέγεται Γιάννης Χαρούλης. Αντίθετα το λαϊκό/ποπ που τόσο κατηγορούμε μπορεί να πορεύεται σε άλλους χώρους αλλά σε αυτά τα τεράστια κέντρα που εμφανίζονται είναι σα να δίνουν συναυλίες σε χιλιάδες θεατές.
Φτάνοντας λοιπόν αργοπορημένα την περασμένη Παρασκευή σαν ένα από τεράστιο τσαμπί σταφύλι ξεχείλιζε ο κόσμος στο θέατρο Γης. Σκέψεις πως γίνεται να τιγκάρει ένας τεράστιος τέτοιος χώρος εν έτη οικονομικής κρίσης πλέον δεν με απασχολούν αλλά δεν φεύγουν και από το μυαλό μου. Όμως ποιο είναι το ζητούμενο για τον κάθε θεατή που πηγαίνει να παρακολουθήσει μια μουσική εκδήλωση; Η πιο εύκολη απάντηση είναι να ξεδώσει και να περάσει ωραία. Η πιο δύσκολη… να τραγουδήσει σίγουρα φάλτσα παρέα με εκατοντάδες, να πιει τις μπύρες του και να καπνίζει αρειμανίως, να καλαμπουρίζει αδιαφορώντας για τους γύρω του, να φλερτάρει και να χειροκροτά σα χαζός σε κάθε τραγούδι…
Μα είναι αυτό συναυλίες με καλλιτεχνικό στίγμα; Για τον μέσω έλληνα αυτό είναι συναυλίες. Δυο ώρες από τη ζωή του χαλαρά και μετά έχει ο Θεός…
Και είναι προγράμματα αυτά που παρουσιάζουν οι εκάστοτε καλλιτέχνες; Για τους περισσότερους τραγουδιστάδες, του έντεχνου μιλώ, να παρουσιάσουν το εγώ τους, τη σπουδαία καριέρα τους, να επιδείξουν κραυγαλέα τις φωνητικές τους ικανότητες, να παρασυρθούν με ευκολία στις παραγγελιές του κόσμου και στο τέλος να φωτογραφηθούν με τις ώρες.
Είχα χρόνια να τους δω…
Τελευταία φορά που είδα τον Ξαρχάκο να διευθύνει ήταν στη θεατρική παράσταση του ΚΘΒΕ «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», επιμελώς απέφυγα την Πρωτοψάλτη… και η παρουσία μου στη «συνάντησή» τους οφειλόταν κατά κύριο λόγο στον πρώτο. Δεν είναι αιχμή για την πρώην Υπουργό Πολιτισμού! Ειλικρινά σέβομαι την πορεία της, είναι από τα λίγα δημόσια πρόσωπα που κράτησε μια στάση ζωής με αξιοπρέπεια, αποδεικνύοντας όλα αυτά τα χρόνια και πόσο σημαντική καλλίτεχνις είναι. Λίγο όμως η ευκολία των σουξέ τραγουδιών της με έκαναν πάντα πίσω στις συναυλίες της. Δεν αντέχω δηλαδή να ακούω το «Να μπορούσα στα σύννεφα να `χα εγώ βενζινάδικο» και να γίνεται της Πόπης… Αντίθετα για τον Σταύρο Ξαρχάκο υπάρχει πάντα δέος. Η σπουδαιότητα μέσω των τραγουδιών του μου προκαλούσε σεβασμό και θαυμασμό. Δεν πρόκειται για άλλον έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες που έβγαλε αυτός ο τόπος, είναι ανάμεσα στους τρεις κορυφαίους.
Ποια λοιπόν η έκπληξη του πλήθους όταν στη βραδιά θα βρίσκονται δυο από τους κορυφαίους της μουσικής σκηνής; Ασε που για πάρτη τους άξιζαν να έχουν αυτή την αγάπη του κόσμου την οποία λίγο μετά ανταπέδωσαν γενναιόδωρα.
Όπου σε ένα σφιχτό πρόγραμμα κυριάρχησαν αποκλειστικά τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και κανένα μα κανένα από τη δισκογραφία της Άλκηστης…
Τραγούδια από κινηματογραφικές επιτυχίες της δεκαετίας του 60’, από το «Ρεμπέτικο» αργότερα και επιλεκτικά κάποια πιο «πρόσφατα». Όλα διαμάντια. Όμως όσο εκφραστική και παθιασμένη ήταν η παρουσία του μεγάλου μουσικοσυνθέτη πάνω στη σκηνή του θεάτρου να διευθύνει την ορχήστρα του, άλλο τόσο αξιοθαύμαστη ήταν προσήλωση της Πρωτοψάλτη απέναντί του. Ένιωθες σα να βρίσκεται ένας δάσκαλος με τη μαθήτρια του μετά από πολύμηνες πρόβες και για πρώτη φορά έπαιζαν μπροστά σε κοινό. Κυριολεκτικά τον κοιτούσε στα μάτια και ζούσε μέσα από τις κινήσεις των χεριών του. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα μια «αυστηρή» εμφάνιση των δυο καλλιτεχνών όπου η μουσική και τα τραγούδια ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος, μιας συναυλίας απόλυτης ακρόασης που δεν συναισθανόμαστε συχνά. Εδώ δεν χωρούσαν ούτε γελάκια, ούτε φιοριτούρες, ούτε νεύματα να κατακτήσουμε το κοινό, αλλά ούτε ευκολίες. Αν το κερδίσουμε θα είναι γιατί τους παρουσιάσαμε ένα πρόγραμμα που αποτελούνταν από εκπληκτικά ελληνικά τραγούδια, εξαιρετικά ενορχηστρωμένα, από μια ορχήστρα που μετρούσε και τη λεπτομέρεια και από έναν «δύσκολο» συνθέτη που σπάνια χαμογελά, δύσκολα χαιρετά και ακόμη πιο δύσκολα επικοινωνεί την παρουσία του. Μα και από μια ερμηνεύτρια που είχε το σθένος να υπηρετήσει τη μορφή, το πνεύμα και την ψυχή αυτού του σπουδαίου ανθρώπου.
Από την άλλη το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου όσο και αν ευελπιστούσε σε μια από τα ίδια, ήρθε αντιμέτωπο με ένα μουσικό τοίχο που με τους κανόνες του επέβαλλε προσήλωση χωρίς να είμαι βέβαιος αν το κατάπιαν και εύκολα.
Να λοιπόν ένας σοβαρός λόγος να δεις σπουδαίες –ελληνικές-συναυλίες. Οταν σοβαροί, μετρημένοι καλλιτέχνες, παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα συναισθημάτων ακόμη και αν αυτοί πραγματοποιούνται σε ανοιχτούς μεγάλους χώρους.. Μπράβο τους.
, . . .
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ
Φωτογραφικό υλικό