Soundtrack: ένα ακόμη προωθητικό εργαλείο στη διάθεση της μουσικής βιομηχανίας. Από τον Ματθαίο Οικονόμου
Με αφορμή τα Όσκαρ, επιχειρούμε μια σύντομη ανάλυση του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει ένα soundtrack στην καριέρα ενός τραγουδιστή.
,
Το soundtrack αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τοποθέτησης μουσικής (musicplacement) αλλά και το απαύγασμα της συνεργασίας μεταξύ δύο ιδιαίτερα δημοφιλών ειδών τέχνης. Η συμβολή της μουσικής σε μια ταινία έχει μελετηθεί επισταμένως στη διεθνή βιβλιογραφία και αφορά κυρίως την έβδομη τέχνη και πολύ λιγότερο την παρούσα στήλη. Εν συντομία, η βιομηχανία του κινηματογράφου στοχεύει στη δημιουργία ιστοριών ικανών να ψυχαγωγήσουν με τρόπο επικερδή το κοινό και η χρήση της μουσικής ισχυροποιεί την συναισθηματική επίδραση αυτών των ιστοριών και βοηθά σημαντικά στην προσέλκυση της προσοχής των θεατών. Επίσης, συνδέει τις πολυάριθμες σκηνές μεταξύ τους και διευκολύνει την ομαλοποίηση της αφηγηματικής ροής μιας ταινίας, κάτι που οδηγεί και πάλι με τη σειρά του στην ικανοποίηση και την καθήλωση της προσοχής. Τα οφέλη, ωστόσο, από αυτή την καλλιτεχνική σύμπραξη μπορούν να είναι αμοιβαία.
Πιο συγκεκριμένα, ο κινηματογράφος συνιστά ένα πρώτης τάξεως προωθητικό εργαλείο για μουσικά κομμάτια και καλλιτέχνες καθώς εκατομμύρια θεατές μπορούν να ακούσουν καθημερινά τα τραγούδια που επενδύουν μουσικά μια ταινία. Μάλιστα, πολλές φορές οι θεατές αυτοί δεν χρειάζεται να παρακολουθήσουν καν ολόκληρη την ταινία αφού μπορούν να πάρουν μια ικανοποιητική γεύση από το τρέιλερ το οποίο επίσης «ντύνεται» μουσικά με το εκάστοτε soundtrack. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία στο μουσικό προϊόν του καλλιτέχνη να προσεγγίσει χωρίς αντίτιμο μάζες κοινού που μέσω διαφήμισης θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρό να προσεγγιστούν. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με blockbusters ή τις λεγόμενες εμπορικές ταινίες αλλά και με κινηματογραφικά προϊόντα που διαγράφουν αξιοσημείωτη πορεία στα αντίστοιχα βραβεία, οι πιθανότητες για δημοσιότητα, «κατανάλωση» και επιτυχία των μουσικών κομματιών που χρησιμοποιούνται αυξάνονται σημαντικά. Και αυτό διότι αφενός ο κάθε θεατής παρακολουθώντας μια ταινία μπορεί να ακούσει ένα κομμάτι και να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αυτό και τον καλλιτέχνη που το ερμηνεύει καταλήγοντας σε εκδήλωση καταναλωτικής συμπεριφοράς προς το συμφέρον του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Αφετέρου, έχει παρατηρηθεί η τάση των φανατικών θαυμαστών μιας ταινίας να επιδίδονται στην αγορά οποιουδήποτε προϊόντος σχετίζεται με αυτήν συμπεριλαμβανομένης και της μουσικής επένδυσης της. Και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις τα οφέλη για τους εκπροσώπους της μουσικής βιομηχανίας είναι προφανή. Να προστεθεί πως με ανάλογο τρόπο λειτουργεί και η τοποθέτηση μουσικής σε τηλεοπτικές σειρές καθώς αυτές συνιστούν επίσης προϊόντα μυθοπλασίας όπως και οι ταινίες.
Ας δούμε όμως ορισμένα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Η σειρά ταινιών “Twilight” αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση ανάδειξης ταλέντων σε stars διεθνούς φήμης. Οι Paramore αν και είχαν ήδη στο ενεργητικό τους ένα χρυσό στην Αγγλία και ένα πλατινένιο στις ΗΠΑ άλμπουμ, κατάφεραν να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί το 2008 με το “Decode” κατακτώντας θέσεις στα charts χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Γαλλία και η Νέα Ζηλανδία αλλά και αποσπώντας υποψηφιότητα Grammy στην κατηγορία “Best Song Written for a Motion Picture, Television or Other Visual Media”. Ομοίως, οι Muse με το “Neutron Star Collision (Love is Forever)” του “The Twilight Saga: Eclipse” απέκτησαν νέο κοινό προερχόμενο από τους κόλπους θαυμαστών των βιβλίων και της κινηματογραφικής τους μεταφοράς, κάτι που οδήγησε μάλιστα στην αντίδραση των αρχικών fans που έβλεπαν το αγαπημένο τους συγκρότημα να αποκτά μια πιο mainstream απόχρωση. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει το θρυλικό “My Heart Will Go On” του εξίσου θρυλικού «Τιτανικού». Παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο επιτυχημένο κομμάτι της Σελίν Ντιόν και ένα από τα πιο επιτυχημένα singles όλων των εποχών και σίγουρα η εμπορική απήχηση της ταινίας (αρχικές εισπράξεις ύψους $1.84 δισεκατομμυρίων) έπαιξε το ρόλο της σε αυτό. Τέλος, οι «50 Αποχρώσεις του Γκρι», παρά την δριμεία κριτική που έχουν δεχτεί, κατάφεραν να αναδείξουν επιτυχημένα soundtracks με την Έλι Γκούλντινγκ και τον “The Weeknd” να αποσπούν υποψηφιότητες στις «Χρυσές Σφαίρες» και τα «Όσκαρ» αντίστοιχα για τα τραγούδια “Love Me Like You Do” και “Earned It”. Και το φαινόμενο επαναλαμβάνεται και πάλι με το soundtrack/album των «50 Πιο Σκοτεινών Αποχρώσεων του Γκρι» να κάνει το ντεμπούτο του στην πρώτη θέση του “Billboard 200 Chart”, κατόρθωμα που οφείλεται όχι μόνο στους μουσικούς αστέρες που συμμετέχουν σε αυτό (Τέιλορ Σουίφτ, Σία, Νίκι Μινάζ κ.α.) αλλά και στους πολυάριθμους φανατικούς θαυμαστές του κυρίου Γκρέυ και της δεσποινίδος Στιλ που έσπευσαν να το αποκτήσουν από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας του.
Με τη μουσική βιομηχανία, λοιπόν, να πριονίζει ολοένα και περισσότερο τους προϋπολογισμούς της και τους καλλιτέχνες να ψάχνουν εναγωνίως τρόπους να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους, συνειδητοποιούμε τις ευκαιρίες που μπορεί να επιφυλάσσει μια ενδεχόμενη συνεργασία με τον χώρο της έβδομης τέχνης σε ότι αφορά την τοποθέτηση μουσικής. Δείτε και τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ που βρέθηκε φέτος ξαφνικά με υποψηφιότητα για Όσκαρ χάρη στο υπερεκτιμημένο “Can’t Stop the Feeling”!
Φωτογραφικό υλικό