Θυμάστε τι λέγαμε στο προηγούμενο άρθρο; Ότι μετά από μια σεζόν γεμάτη ξενύχτια σε livestage και μουσικές σκηνές, περίμενα την πρώτη υπαίθρια συναυλία, μήπως και γυρίσω σπίτι άκαπνος και σε ανθρώπινη ώρα; Nope. Η βροχούλα και το ντοπαρισμένο ακούραστο των Θανάση και Μάλαμα φρόντισαν να έρθω και πάλι φάτσα με τον γαλατά. Κι όσο για το “άκαπνος”… Yes, I am (sterdam).
Η φώτο είναι μεγάλο τρόπαιο, και θα καταλάβετε γιατί.
Βράδυ 4ης Ιουνίου στο μεγάλο πολιτιστικό γεγονός, και το ερώτημα είναι πολύ απλό: Πώς θα βγάλεις αξιοπρεπές στιγμιότυπο της συναυλίας, να τη δώσεις στην αρχισυνταξία; Το μπούγιο, οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ύποπτες αναθυμιάσεις θυμίζουν τόσο πολύ Woodstock (το ορίτζιναλ, όχι την ελληνική μούφα του ‘84), που σε λίγο θα βάζουμε στοίχημα, πόσες γυναίκες θα γεννήσουν μέσα στο Θέατρο Γης (οχτώ είχαν γεννήσει στο Woodstock). Ακόμη και στην πρώτη “τελευταία” συναυλία των Πυξ Λαξ, πιο άνετα πήγαινες για μπύρα και επέστρεφες στο σημείο σου. Tα δε live του Χατζηγιάννη στις δόξες του ( – Έχουμε όλοι κινητό κοσμοτέεε;;; – Ναιιιιι!) θυμίζουν σχολικές γιορτές δημοτικού μπροστά στον προχτεσινό Αρμαγεδδώνα.
Εγκλωβισμένος στην αρένα, που θυμίζει 78Ν στην Καμάρα. Πενήντα αδιάβατα μέτρα με χωρίζουν από τη σκηνή και από έναν περιέργως νηφάλιο Μάλαμα. Πάλι καλά. Τελευταία φορά που τον είχα ακούσει ήταν το 2009 στο Δάσους, και εκτός του ότι χρειαζόμουν το Gran Telescopio Canarias για να παρακολουθήσω ευκρινώς τη συναυλία, ήταν και λίγο περίεργη η κατάστασή του (η τότε opening line του Σωκράτη: “Καλησπέρα. Ένα ζουζούνι κόβει βόλτες στον λαιμό της κιθάρας μου. Να το διώξω ή να το αφήσω;”). Άλλοι καιροί. Τότε ο Χαρούλης ήταν ακόμα part-time καλλιτέχνης, τα σανδάλια και το μαύρο βερνίκι νυχιών στα πόδια ήταν ακόμα σχετικώς Κνίτικα, και η φάση Ραστώνη-Ανδρομέδα-Βαβυλώνα δεν είχε γίνει ακόμα (τόσο πολύ) συνταγματικός θεσμός. Στατιστικά, τα μικρά άκουγαν ακόμα κάτι Ονιράμα και κάτι Μύρωνες Στρατήδες.
Έχει την πλάκα της η μαζική στροφή από τις αγάπες, τις καρδιές και τους ουρανούς στον βουκολικό στίχο του Θανάση, βγαλμένο ντιρέκτ από τα ΚΝΛ του Γυμνασίου. Κοίτα να δεις, όμως. Κοίτα πέραση που έχουν τα χωριά, τα πηγάδια, τα αγρίμια, τα ζητιανόξυλα, οι ηλιόπετρες και οι αποσπερίτες στα μεγαλοαστάκια, που η μόνη τους επαφή με τη φύση είναι ο φοσμπά, που λένε και οι Λοκομόντο.
Να δεις που, για τον αντίστροφο λόγο, ο Δεληβοριάς θα μπορούσε να κάνει θραύση στην επαρχία.
Έπιασε βροχή, δροσιά μου και γιορτή…

Ψιχαλίζει. Οι μουσικοί τα μαζεύουν. Απαράδεκτο για πράκτορες. Εδώ στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων το 2008 οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν κοτζάμ weather modification techniques. Το Πεκίνο μούλιαζε, αλλά το στάδιο της τελετής ήταν πένα. Αλλά κλασσικά, εμείς δεν μαθαίνουμε ποτέ από τη σοφία των άλλων. Εγώ πάντως κάτι έμαθα. Έμαθα ότι έπρεπε να γεράσω για να καταλάβω την πραγματική αξία του “μαξιλαράκι, παιδιά”.
Η βροχή μας καθυστερεί, αλλά δεν μας το χαλάει. Ο καιρός στεγνώνει γρήγορα. Ο Μάλαμας βγαίνει και αποδίδει τη θεία εύνοια σε “κάποια μαύρη γάτα στο backstage, την οποία παρακάλεσα να σταματήσει τη βροχή, κι έτσι έγινε. Τελικά μια μαύρη γάτα πάντα χρειάζεται”.
Μαύρο να ‘ναι, κι ό,τι να ‘ναι, Σωκράτη.
Προς τον μεγάλο στόχο
Τα τσιφτετέλια του Μάλαμα είναι λίγο φέικ, σαν βουλγάρικη κόκα-κόλα. Αλλά ότι αρέσουν, αρέσουν. Κι όσο παίζουν “τα παιδιά μες στην πλατεία”, εγώ μέσα στο μπούγιο, λυσσασμένος για αξιοπρεπή φωτο της συναυλίας, και με επίγνωση της ευθύνης του να είσαι Κουλτουροσουπάς, προχωράω τετραγωνάκια με την κάμερα ανά χείρας, ώσπου να γίνω από πιόνι, βασίλισσα. Ο Μάλαμας το βιολί του, αν και βασικά είναι πιο μπάσος από κοντραμπάσο: Της σιωπής, κήπος, όλα ζουν αν τα θυμάσαι. Εγώ, αργά αλλά σταθερά. Σκουντάω και ποδοπατάω ευτυχείς, λυπημένους και πότες. Σόρρυ παιδιά, ο σκοπός είναι ιερός. Κλικ. Ξανά κλικ. Αυτό ήταν. Μεταξύ αερικού και φεϊρούζ, πήραμε αυτό που θέλαμε. Ναι αλλά φτάσαμε υπερβολικά κοντά. Και είναι η πλεον ακατάλληλη στιγμή για να παίξει το “Γράμμα”. Τη στρουμφίσαμε. Πανικός, αναμμένοι πυρσοί και μπουκάλες νερό που ποτίζουν περιστροφικά εμένα (και την κάμερα), λες και είναι μπεκάκια.
Ντάξ, υπάρχουν και χειρότερα. Φαντάζεσαι να ήμουν στον άλλον Παπακωνσταντίνου, και να είχε φτάσει η ώρα του στίχου “κάποια ζεστή βραδιά σ’ ένα μπλουζάδικο”;
Άτακτη υποχώρηση, πάνω που η Καραπατάκη βάζει τα μεταξωτά. Είμαι και πάλι safe. Πάνω στην ώρα. Γιατί το επόμενο τραγούδι είναι “Στις χαραυγές ξεχνιέμαι”. Τη γλίτωσα στο τσακ. Τώρα μπορείτε να χτυπιέστε ελεύθερα. Άσε τα ψέματα. Πεχλιβάνης, αποσπερίτης. Μιλώ για σένα. Παρατηρώ περιέργως μαζικές αποχωρήσεις την ώρα της “Πριγκιπέσσας”.
Το γιατί είναι μάλλον προφανές.
Στο διά ταύτα

Μπράβο τους, που κράτησαν τόσες ώρες. Μπράβο, που παίξανε όλες τις σουπάρες τους, για να χαρεί ο κόσμος. Μπράβο, που εμφανίστηκαν γήινοι, χωρίς ψευτοσεμνότητες, αλλά και χωρίς πονηρές ματιές στο κοινό, τύπου “Κοπελιά, μετά έλα από το καμαρίνι μου”. Μπράβο, που δώσανε πολύ (μα πάρα, πάρα πολύ) χρόνο συμμετοχής στην Ιουλία Καραπατάκη. Και μπράβο της, που πήρε μόνο μπράβο… αν και βέβαια η Μελίνα Κανά θα αργήσει πολύ να ξεχαστεί, όταν με το κακό αποφασίσει να βγει στη σύνταξη. Σούμα, μια συναυλία must. Τι άλλο να πεις πιο απλά, που λένε κι οι Πυξ Λαξ; Και ποιος είμαι εγώ, να γράψω κάτι διαφορετικό;
Άwιστα, τwία.
Φωτογραφικό υλικό