Η διαδρομή, τα τραγούδια, το κυνηγητό με τη Χούντα και τα απίθανα επαγγέλματα της επιβίωσης – Η περιπετειώδης γνωριμία με τον Πατσιφά της «Λύρα» και το απρόβλεπτο «Φορτηγό» του. Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεπανάληπτη κληρονομιά που καθόρισε το ελληνικό τραγούδι.
Ο «Νιόνιος» ήταν ένας άνθρωπος που… ήρθε από μακριά κι αυτό το ένιωθες κάθε φορά που σου κουβαλούσε τα τραγούδια του. Σου ζωγράφιζε την εποχή, στην έβαζε στο κάδρο, κι όσο την κοιτούσες ένιωθες τη γροθιά στο στομάχι. Ο Σαββόπουλος ήταν για καιρό το τελευταίο καταφύγιο ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που οι περισσότεροι περιφέραμε εν κρυπτώ. Μας παραπλάνησε με εκείνο το παράξενο καπέλο, τις ομπρέλες και τις τρέλες του. Σαν να μας υποσχέθηκε το ανέφικτο: ότι δεν θα μεγαλώσει και δεν θα σοβαρευτεί ποτέ. Ούτε πως θα πεθάνει. Από χθες όμως διέψευσε και αυτή την τελευταία ουτοπία και μας άφησε φτωχότερους.
Η «Προκλητική» Γενιά του ’67
– Γιατί φόρεσες αυτό το γελοίο καπέλο; – Για να προκαλώ γέλιο. – Γιατί ντύνεσαι έτσι; – Έτσι είμαι ωραίος. Εσείς οι άλλοι είστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Ίδια ρούχα, ίδιες χειρονομίες. Ποιος σας κούρδισε έτσι;
Μάρτιο του ’67, ο 23χρονος Διονύσης Σαββόπουλος, επιθετικά ειλικρινής και με τη σουρεαλιστική και προκλητική διάθεση μιας γενιάς που ανακάλυπτε τη φιλοσοφία του ροκ εν τη γενέσει του, έπαιζε με τις ερωτήσεις που του έκανε ο Δημήτρης Γκιώνης για τη «Δημοκρατική Αλλαγή». Τέσσερις μήνες είχαν περάσει από την κυκλοφορία του «Φορτηγού» και τέσσερα χρόνια από τότε που με ένα τέτοιο είχε κατεβεί στην Αθήνα. Το στίγμα του το είχε δώσει εξαρχής: είχε έρθει για να ξεκουρδίσει την ομοιομορφία με τα τραγούδια και την «άναρχη φωνή» του. Το επόμενο διάστημα θα αποδείκνυε κι ό,τι είχε σαφώς υπαινιχθεί από τον πρώτο του δίσκο: τα τραγούδια του δεν ήταν ούτε ακριβώς ροκ ούτε ακριβώς «νέο κύμα», αλλά κάτι που χρειαζόταν το ονοματεπώνυμό του για να αποτελέσει κατηγορία: Διονύσης Σαββόπουλος.
Δεν χρειάστηκε να περάσουν εξήντα σχεδόν χρόνια παρουσίας στην ελληνική μουσική σκηνή για να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελεί ένα είδος μόνος του, και μάλιστα από αυτά που επηρέασαν την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, γεφυρώνοντας το «έντεχνο» με το ροκ και εισάγοντας έναν λόγο βαθιά ποιητικό, πολιτικό, αλλά και σουρεαλιστικά χιουμοριστικό.
Τα Πρώτα Χρόνια στη Θεσσαλονίκη και η «Αλητεία» της Αθήνας
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 στη Θεσσαλονίκη κι εκεί έζησε μέχρι τα 19 του. «Στο διάστημα αυτό», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «επιχείρησα να μάθω μουσική, αλλά δεν τα κατάφερα (…) μάλλον γιατί εκ φύσεως μού είναι δύσκολο να μελετήσω οτιδήποτε συστηματικά, δηλαδή χωρίς συναίσθημα…». Τα πρώτα του ακούσματα είναι από το ραδιόφωνο, λαϊκά, ελαφρά, απ’ όλα. «Μετά που αγοράσαμε πικ-απ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα…».
Αποφοιτώντας το ’62 από το Γυμνάσιο και μπαίνοντας στη Νομική, είχε ανακαλύψει την ποίηση («Ξεκινάω από τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη…»). Και την πολιτική: «Έζησα με πάρα πολύ μεγάλη ένταση το πολιτικό κλίμα της εποχής. Πτώση Καραμανλή, δολοφονία του Λαμπράκη, άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία. Αλλά μετά από κάθε διαδήλωση επέστρεφα σπίτι μου και λιγοθυμούσα, διότι, κατά βάθος, δεν ήμουν για αυτά… Τελικά δεν ήταν δυνατόν να αποφύγω να φτάσω στο σημείο εκείνο στο οποίο φτάνει κάθε “απροσάρμοστο” παιδί, δηλαδή: εγκατάλειψη πατρικής στέγης, αδιαφορία για επαγγελματική τακτοποίηση, ωτοστόπ, Αθήνα, αλητεία…».
Και νάτο το φορτηγό με το οποίο φτάνει στην Αθήνα. Πρώτο βράδυ, και με τις μοναδικές του 100 δραχμές στην τσέπη πάει στον Τσιτσάνη για να τις ξοδέψει ακούγοντας την «Αρχόντισσα». Ζητάει δουλειά στο «Παρκ» από τον Μάνο Λοΐζο, ο οποίος δεν μπορεί να του εξασφαλίσει, αλλά τον φιλοξενεί για καιρό στο σπίτι του στον Ταύρο. Ο Λοΐζος ή ο Μαμαγκάκης τον περιμαζεύουν όταν «ξεμένει». Για να ζήσει αναγκάζεται να δοκιμαστεί σε διάφορα επαγγέλματα: από γκαρσόνι και μπογιατζής μέχρι γυμνό μοντέλο, στην τάξη του Γιώργου Μαυροΐδη στην ΑΣΚΤ, αλλά και δημοσιογράφος στον «Ελεύθερο Τύπο» του Καβαφάκη.
Η «Μαϊμού» και ο Πατσιφάς: Η γέννηση του «Φορτηγού»
Πρωτοεμφανίζεται σε ένα κινηματοθέατρο στο Κερατσίνι και λίγο αργότερα στη «Στοά», κοντά στη Μαρία Φαραντούρη. Η ιστορική γνωριμία με τον Αλέκο Πατσιφά της «Lyra» το 1965 γίνεται με την προτροπή του Μαμαγκάκη. Η ακρόαση είναι επεισοδιακή: «Ο Πατσιφάς δεν με ήθελε με κανέναν τρόπο, επειδή κοτζάμ εκδότη τον αποκαλούσα “κύριε εργοδότα” και επειδή στην ακρόαση είχα τραγουδήσει τόσο εκκωφαντικά και εφιαλτικά τη “Μαϊμού” που σηκώθηκε όλη η Κριεζώτου στο πόδι και ήρθε η αστυνομία μπας και γίνεται έγκλημα…!».
Πάντως, Φεβρουάριο του ’65 βγαίνει από τη «Lyra» ο πρώτος του δίσκος με τέσσερα τραγούδια. Νοέμβριο του 1966 βγαίνει το «Φορτηγό» με το εμβληματικό εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Περιλαμβάνει 12 τραγούδια (5 είχαν κοπεί από τη λογοκρισία και κυκλοφόρησαν αργότερα), μεταξύ των οποίων: «Η Συννεφούλα», «Το Δέντρο», «Βιετνάμ γιε-γιε» και «Οι παλιοί μας φίλοι».
Οι Σκοτεινές Ημέρες της Χούντας και η Αντίσταση
Η Χούντα των Συνταγματαρχών βρίσκει τον Σαββόπουλο στην πρώτη γραμμή της αντίστασης με τα τραγούδια του, κάτι που πληρώνει ακριβά. Φυλακίζεται στην Ασφάλεια και υφίσταται βασανιστήρια (φάλαγγα, προπηλακισμοί). Η μουσική του, όμως, συνεχίζει να λειτουργεί ως καταφύγιο και κριτική ματιά.
Μετά το «Φορτηγό», κυκλοφορεί το «Περιβόλι του Τρελλού» (1969), ένας δίσκος-σταθμός που ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και θεωρείται από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνικής ροκ σκηνής. Ακολουθούν ο «Μπάλλος» (1971), που κινείται σε πιο παραδοσιακούς και βαλκανικούς ρυθμούς, και το «Βρώμικο Ψωμί» (1972), με τραγούδια όπως «Ζεϊμπέκικο» και «Θαλασσογραφία», που καθιερώνουν τον Σαββόπουλο ως τον κορυφαίο εκφραστή της γενιάς του.
Η Μεταπολίτευση, οι Μεγάλες Παραστάσεις και η Τέχνη της Σκηνής
Με την πτώση της Χούντας, ο Σαββόπουλος γίνεται το σύμβολο μιας εποχής. Κυκλοφορεί η «Δεκέμβρης του ’73» (1974), ένας δίσκος που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης.
Ο Σαββόπουλος δεν ήταν μόνο τραγουδοποιός, ήταν και ένας οραματιστής της σκηνής. Οι παραστάσεις του, όπως το θρυλικό «Αχαρνής» (1977), σε συνεργασία με τον Λευτέρη Βογιατζή, και η «Σαββόπουλος – Εδώ» (1983), ήταν καλλιτεχνικά γεγονότα. Ήταν ο πρώτος που έφερε τη λογική του rock show στο ελληνικό θέατρο, συνδυάζοντας μουσική, ποίηση, πολιτική σάτιρα και περφόρμανς.
Συνέχισε την πορεία του με δίσκους που άφησαν εποχή, όπως:
- «Η Ρεζέρβα» (1979)
- «Τραπεζάκια Έξω» (1983)
- «Ζουμ» (1987)
- «Το Κούρεμα» (1989)
- «Μητρόπολη» (1995)
Το έργο του εκτείνεται και στο θέατρο, όπου έγραψε μουσική και συμμετείχε σε παραστάσεις, ενώ υπήρξε και ραδιοφωνικός παραγωγός («Το Πάρκο»). Η πολυσχιδής του προσωπικότητα και η διαρκής αναζήτηση τον έκαναν έναν καλλιτέχνη που δεν σταμάτησε ποτέ να εκπλήσσει.
Είχε περάσει χρόνια από τότε που έλεγε: «Ξεκινάς για μια εκδρομή που το τέλος της δεν έχει καμία σχέση με ό,τι φαντάστηκες…». Και χθες αυτή η «εκδρομή του Νιόνιου» τελείωσε. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός και ερμηνευτής, άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της Τρίτης (21/10), σε ηλικία 81 ετών, στο Νοσοκομείο «Υγεία» όπου νοσηλευόταν. Η κληρονομιά του, ωστόσο, παραμένει ζωντανή, ως ένα αιώνιο «Φορτηγό» που συνεχίζει να ταξιδεύει στην ελληνική μουσική.








