Το τρελό Σαββατιάτικο ξεφάντωμα στην καρδιά της Αποκριάς, περιλάμβανε… πυτζάμα, καναπέ- το πλέον λοιδωρημένο έπιπλο του σπιτιού- και αντικριστή οθόνη. Τσουγκρίζοντας το τσαγάκι μου στην υγειά του Σπύρου Παπαδόπουλου και της απρόβλεπτης παρέας του. Πώς λέμε «φωτιά στα Σαββατόβραδα» και «ζειν επικινδύνως»; Αυτό. Είναι αλήθεια ότι δεν είχα ιδέα περί της συγκεκριμένης εκπομπής και των καλεσμένων της και υπέθετα ότι μάλλον θα δω κανένα μασκέ πάρτυ και στράβωνα, όμως όχι, ευτυχώς απέφυγαν τη κλισαδούρα – γενικώς και ειδικώς, άσχετα που κάποιο αδιόρατα και υπόγεια «μασκέ» υπονοούμενο, είχα την αίσθηση ότι διέτρεχε τη βραδιά… Με πρωταγωνίστρια την Πάολα.
Που καθώς άνοιξα τη συσκευή μια ώρα μετά την έναρξη της εκπομπής, την είδα γκρο πλαν στην οθόνη να τραγουδά και στη συνέχεια κατάλαβα ότι επρόκειτο για το τιμώμενο πρόσωπο, εκ δεξιών του παρουσιαστή. Χωρίς να είναι η πρώτη φορά που τη καλεί, αν και όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Και πολύ καλά κάνει και το εννοώ. Θαυμάζω μάλιστα σε παρόμοιες περιπτώσεις, την αποκήρυξη της όποιας «ταμπέλας», του όποιου κομπλεξισμού ή δηθενιάς, την κατάργηση των φτιαχτών «συνόρων» στην οικουμενικότητα της μουσικής, ως τέχνη ενιαία και αδιαίρετη με καλές και κακές δημιουργίες, χωρίς περαιτέρω στάμπα. Εν προκειμένω λειτουργεί το κριτήριο της αυθεντικότητας και ναι, η Πάολα είναι μια αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια με εξαιρετική φωνή.
Παρότι ουδέποτε με απασχόλησε ως εκπρόσωπος ενός είδους που απεχθάνομαι, ακούγοντάς την στην παρούσα εκπομπή – αλλά και σε προηγούμενη- ομολογώ ότι η ερμηνεία της διαθέτει την τραγουδιστική στόφα παλιών και σπουδαίων λαϊκών τραγουδιστριών… Μια φωνή καταρχάς τεχνικά άψογη, αλλά αυτό είναι το λιγότερο, διότι από τεχνικά άψογες φωνές «να φαν κι οι κότες»… Το σπουδαίο σ’ αυτήν είναι η χαρακτηριστική χροιά, ο γεμάτος όγκος, οι θαυμάσιες χαμηλές, μα κυρίως ο αυθεντικός λυγμός κι η ευαισθησία από «μέσα»… Κι όλα αυτά μαζεμένα, ελάχιστες άρτιες κατά τα άλλα φωνές τα διαθέτουν, διότι ΔΕΝ διδάσκονται, ή τα έχεις ως φυσικό δώρο ή δεν τα έχεις… Και η αισθαντική φωνή της Πάολα τα έχει, καταφέρνοντας να αγγίζει, είτε τραγουδά βαριά λαϊκά, είτε έντεχνα, είτε ροκ, είτε παραδοσιακά… Γιατί πέρα από φωνή- φωνάρα, βάζει και ψυχή- ψυχάρα. Αυθεντική από μέσα, όχι φτιαχτή απ’ έξω για την «περφόρμανς».
Και εδώ μου γεννιέται η απορία. Εφόσον καλή μου Πάολα, και κάθε αντίστοιχη «Πάολα» προικισμένη με φωνή και ψυχή, αξιωθήκατε δώρα που δεν λαχαίνουν στον κάθε τυχάρπαστο διασκεδαστή, πώς σας πάει η καρδιά να τα ξεπουλάτε σε φτηνιάρικους πάγκους λαϊκής; Πώς γίνεται να έχετε συναίσθηση του ταλέντου σας και συνειδητά να το υποτιμάτε σε έσχατο βαθμό; Πώς γίνεται από τη μια να τραγουδάς με τόση ευαισθησία την «Όμορφη πόλη» και το ίδιο βράδυ στη μπουζουκοπίστα να «διασκεδάζεις» κάφρους με βλαχομπαρόκ σουξέ του πεταμού; Σε ποιο από τα δύο είσαι ΕΣΥ και ΠΩΣ θα με πείσεις; Δέχομαι σε ένα βαθμό ως κατανοητό επιχείρημα «για το χρήμα», παρότι είναι γνωστό ότι οι μεγάλες καριέρες γι αυτούς που λόγω προσόντων τις αξίζουν, χτίζονται κυρίως με τα «όχι». Τα αλόγιστα «ναι» συνήθως «χτίζουν» μεγάλες τσέπες. Καθόλου άσχημα, αλλά και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος, κομμάτι δύσκολο…
Κι επανέρχομαι στο κρίσιμο ερώτημα… «Ποιο από τα δύο σου πρόσωπα (κάθε) Πάολα μπορώ να εμπιστευτώ;» Ασφαλώς υπάρχουν πολυσχιδείς προσωπικότητες στην τέχνη με πολλαπλές καλλιτεχνικές εκφράσεις, ωστόσο προς ΕΝΙΑΙΑ κατεύθυνση, με αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Διότι άλλο πολυσύνθετη προσωπικότητα, κι άλλο διχασμένη. Η τακτική του «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», πέρα από σύγχυση, ουδόλως εξυπηρετεί σε κάτι. Το να έχεις επιλέξει καλώς ή κακώς να υπηρετείς ένα συγκεκριμένο χώρο σε βαθμό να έχεις ταυτιστεί μαζί του, όταν κάποια στιγμή σου έρχεται φλασιά να μεταπηδήσεις ευκαιριακά σε διαμετρικά αντίθετο, όσο άριστα κι αν καταφέρεις το «πήδημα», είναι λογικό να μπερδεύεις, να προκαλείς ερωτηματικά, να δυσκολεύεσαι να πείσεις… Και καθόλου δεν εννοώ τις αστείες ταμπέλες περί «έντεχνου» και «εμπορικού», το ξεκαθάρισα αρχικά. Εννοώ (σχηματικά) τις «καλές» και «κακές» δημιουργίες, ως μόνες διακρίσεις στην τέχνη, με ό,τι αυτονόητα συνεπάγεται το «καλό» και «κακό».
Διότι η Πάολα επέλεξε να υπηρετεί επαγγελματικά τα φτηνά, πιασάρικα σουξεδάκια στην κατηγορία των καψουροτράγουδων, που βεβαίως έχουν το κοινό τους. Δικαίωμά της απόλυτα σεβαστό, όπως εκατοντάδες αντίστοιχοι-ες, έστω κι αν καταδικάζει μια σπουδαία φωνή και ερμηνεία στην ευτέλεια. Όταν λοιπόν επιχειρεί να περάσει στην απέναντι όχθη των μεγάλων τραγουδιών, είναι δεδομένο ότι τα αντικειμενικά ερμηνευτικά προσόντα της θα τη βγάλουν ασπροπρόσωπη, όμως… θα κουβαλά πάντα μαζί της την ταυτότητα που για χρόνια τη συνοδεύει και δεν μπορεί σε μια νύχτα να μεταλλαχτεί… μια ταυτότητα που «δομήθηκε» σε χώρο χαρακτηρισμένο από ευκολίες, φτήνιες, χαβαλέ, ναρκισσισμό, καλλιτεχνική ελαφράδα, ενίοτε μουσική χυδαιότητα, ανύπαρκτο καλλιτεχνικό ήθος και λοιπά «ηθικοπλαστικά»… μια ταυτότητα που παραμένει σταθερή επιλογή της και ένα τυχαίο «τσαλαβούτημα» σε «άλλα νερά» ως πειραματισμός μέσω μιας εκπομπής, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τον όποιο εξαγνισμό… Μου θυμίζει την περίπτωση Ρουβά και το «Άξιον εστί»…
Διότι το θέμα δεν εξαντλείται στην λιγότερο ή περισσότερο καλή ερμηνεία ενός αποδεδειγμένα ταλαντούχου τραγουδιστή – τραγουδίστριας, είναι βαθύτερο. Έχει να κάνει με την αντίφαση δύο διαμετρικά αντίθετων κόσμων, όπου η μουσική είναι εν προκειμένω το πρόσχημα. Από τη μια ο κόσμος της ευτέλειας- εκφρασμένης σε τραγούδια- τσίχλες, και από την άλλη ο κόσμος της αυθεντικής δημιουργίας – εκφρασμένης σε τραγούδια- διαμάντια. Κι ανάμεσα ο ερμηνευτής. Που καλείται να επιλέξει ρεπερτόριο ή αλλιώς με «ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει». Έχοντας προφανώς κάθε δικαίωμα να αλλάξει στην πορεία την αρχική του επιλογή, όχι όμως να πορεύεται σταθερά με τα δύο πόδια στην βολική βάρκα που φέρνει χρήμα και δόξα και όταν του καπνίσει ή τον πιάνουν ενοχές ή θέλει να αποδείξει κάτι ή νιώθει καταπίεση, ή δεν ξέρω τί άλλο, να βάζει το ένα πόδι στην άλλη βάρκα και μετά πίσω πάλι στην ασφάλεια της δικής του. Ούτε έντιμο είναι, ούτε βοηθά το βιογραφικό του, όσο κι αν βαυκαλίζεται.
Άκουγα την Πάολα και απολάμβανα τις ερμηνείες σπουδαίων τραγουδιών, παράλληλα όμως την έβλεπα… με την κλασική νοοτροπία- συμπεριφορά των μπουζοκομάγαζων στα χορευτικά τραγούδια… με το «άγχος» να διασκεδάσει όλους τους θαμώνες… με τις ατάκες, κινήσεις και αφιερώσεις πίστας… με την ολόσωμη προκλητική, κακόγουστη φόρμα να διαγράφει και το εσώρουχο κι αναρωτιόμουν: αφού κοπέλα μου όμορφη διαθέτεις φωνάρα, γιατί νιώθεις την ανάγκη ντε και καλά να πλασάρεις και κορμάρα;;;; Σε αυτή την εκπομπή και με αυτό το ρεπερτόριο;;; Έχεις κάθε βράδυ όλες τις μπουζουκοπίστες να το κάνεις αφού γουστάρεις, αν και θα ‘πρεπε να αφήσεις να το κάνουν αυτές που «από φωνή κορμάρα»… Στα λέω για να καταλάβεις ότι η ρημάδα ταυτότητα που λέγαμε, κάποτε γίνεται δεύτερο πετσί, δεν ξεκολλάει εύκολα η άτιμη κι η «φορεμένη» μοιάζει με μασκάρεμα… Και ότι τα μεγάλα τραγούδια που ερμηνεύεις με ψυχή και μπράβο σου, έχουν ήθος που ο οικείος χώρος σου δεν διαθέτει. Κι αυτό είναι το μεγάλο κρίμα για ταλέντα σαν το αυθεντικό δικό σου. Η λάθος επιλογή. Με αγάπη και πάσα επιφύλαξη….
Φωτογραφικό υλικό