«ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ»: Κατευόδιο στον μοναχικό καβαλάρη της νιότης μας… Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου.

14658 Views
«ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ»: Κατευόδιο στον μοναχικό καβαλάρη της νιότης μας… Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου. «ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ»: Κατευόδιο στον μοναχικό καβαλάρη της νιότης μας… Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου.

«ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ»: Κατευόδιο στον μοναχικό καβαλάρη της νιότης μας… Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου. 

       Ίσως εκεί ψηλά, σε ένα αποτραβηγμένο σαλούν ονειρικό, τώρα δένει τη Ντόλυ στο πρώτο διαθέσιμο σύννεφο και ξαποσταίνει πίνοντας μπύρα… με στριφτό τσιγάρο κρεμασμένο στο μισό χαμόγελο, ατενίζοντας μελαγχολικά το γαλήνιο άπειρο… η τελευταία στάση στην περιπλάνηση του μοναχικού καβαλάρη ανάμεσα σε ερήμους και οάσεις και με τη χαίτη να ανεμίζει ελεύθερα κάτω από αθέατο καουμπόικο καπέλο… Θα πιει την πρώτη κερασμένη μπύρα σιωπηλός στην είσοδο και μετά θα πάει να βρει τα φιλαράκια… τα εκλεκτά φιλαράκια για να στήσουν ένα επουράνιο πάρτυ που θα αφήσει εποχή στον Παράδεισο! Και «κάτι νύχτες με φεγγάρι» καλοκαιρινές, γεμάτες μοσχοβολιά από αγιόκλημα και γιασεμί,  θα δω τα μυστικά βεγγαλικά να ξεμυτίζουν από το στερέωμα και θα ξέρω ότι ο Λουκιανός εκεί πάνω κάνει πάλι το θαύμα του… δεν αποκλείεται να ακούσω στην απόλυτη σιωπή και τον απόηχο του πιάνου…
 
       Μαγική, ανατρεπτική δεκαετία του ’70 και τούτος ο περίεργος τύπος με τη γκρίζα χαίτη, το μελαγχολικό βλέμμα και το στραβό χαμόγελο, που άφησε παραπεταμένο το πτυχίο  αρχιτέκτονα και έσκασε μύτη στο μουσικό στίβο, έμοιαζε εντελώς διαφορετικό «φρούτο». Χαλαρός, άνετος, αποτραβηγμένος, ακριβοθώρητος, λακωνικός,  σε μια εποχή αμετροέπειας και προκλητικής εξωστρέφειας που το σταριλίκι έχτιζε και γκρέμιζε είδωλα εν ριπή οφθαλμού, ο «Λούκι Λουκ» μπέρδευε…η παραπλανητική εντύπωση ενός σνομπ με στυλάκι αντιστάρ, θαρρείς συνόδευε την αύρα του μοναχικού δημιουργού και χρειάστηκε η κατάθεση ενός ογκώδους, ευφυούς στη λιτότητά του έργου και η συνέπεια ενός ολόκληρου βίου για να πιστοποιήσει το ήθος ως αυθεντική στάση ζωής. Και τη σεμνότητα ως διακριτικό των αληθινά σπουδαίων- καταξιωμένων «εν τοις πράγμασι».
  
       Έπειτα… έπαιζε περίεργες «τζαζέ» μουσικές με ένα απίθανο μελωδικό και ρυθμικό μπλέξιμο, τόσο απλό και τόσο εμπνευσμένο, που σε τράβαγαν –κυριολεκτικά- από το αυτί κι αυτό ζητούσε «τράβα με κι άλλο, κι άλλο»… Το μέσα σου ξεσηκωνόταν, αναθάρρευε, χαμογελούσε, συνόδευε ενστικτώδικα και ρυθμικά και την ίδια στιγμή γλύκαινε σα σιρόπι χυμένο στα πατώματα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο τύπος τραγουδούσε επιπλέον με ιδιόρυθμο σαρκασμό και περίεργους στίχους. Απρόβλεπτους, αιρετικούς,  ενίοτε κυνικούς, ξορκίζοντας με χιούμορ διαβολικό, βαριές αλήθειες. Αποδομώντας με μελετημένα «χτυπήματα κάτω από τη ζώνη» τον καθωσπρεπισμό των «πολιτικά ορθών» και προσφέροντας σε μια γενιά ένα ολοκαίνουργιο όχημα έκφρασης… λαμπερό, σπινθηροβόλο, πνευματώδες κάτω από επιφανειακή «αφέλεια», ανατρεπτικό και ανεβαστικό και νοσταλγικό μαζί, έτοιμο να σαρώσει κατεστημένα εγχώρια ακούσματα. Αν το κατάφερε- μάρτυρας η νιότη μας. Κι όχι μόνο… η ανατριχίλα για τα «καλύτερά μας χρόνια που φεύγουν ώρα με την ώρα βιαστικά…» θα είναι εσαεί παρούσα μέχρι το νευρικό σύστημα να πάψει να αντιδρά σε μαγικά ερεθίσματα.
 
       Και μετά ήρθαν μουσικές για ταινίες, για θέατρο, και δεν μπορώ να φανταστώ τον εμβληματικό «Θίασο» του Αγγελόπουλου με άλλη μουσική από αυτήν του Κηλαηδόνη και καμιά παράσταση του ιστορικού «Ελεύθερου Θεάτρου» που ευτύχησα να δω δυο φορές, θα ήταν ίδια χωρίς το δικό του μουσικό ένδυμα… άσε που έμελλε μια «Μαίρη Παναγιωταρά» με την παρθενική της μουσική εμφάνιση  να αναδειχθεί σε καθολικό «ύμνο»… δίπλα στα αξεπέραστα «Θερινά σινεμά», τον «Ύμνο των μαύρων σκυλιών», το «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ»,  «Θα κάτσω σπίτι»,  «Κολλήγα γιος» και μια μεγάλη παρέα τραγουδιών, τυπωμένων ανεξίτηλα σε  καλά φυλαγμένη γωνιά της καρδιάς για να θυμίζουν μια χαμένη αθωότητα και να τείνουν το χέρι στα δύσκολα. Όχι, δεν ήμουν το ’83 μία από τις 100.000 κόσμου στο «Πάρτυ της Βουλιαγμένης». Το είδα στην οθόνη από μακριά, έτριβα τα μάτια στο πρωτοφανές μουσικό πανηγύρι που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ ξανά και έλιωνα από ζηλεια για αυτούς που αξιώθηκαν να ζήσουν ένα ιστορικό, ελληνικό Γούντστοκ με την αφρόκρεμα της εγχώριας σκηνής πάνω στα κύματα… Μου στοίχισε πολύ τότε, γιατί αν φανταζόμουν αυτό που είδα και άκουσα, θα μπορούσα να το παλέψω και  να λέω μέσα μου «ήμουν κι εγώ εκεί»… Η παρηγοριά του δίσκου δεν ήταν ποτέ αρκετή.
 
       Από χθες νιώθω ορφανεμένη, έτσι απλά. Για την απώλεια ενός καλλιτέχνη που θαύμασα βαθιά και όχι μόνο για το σπάνιο καλλιτεχνικό του έργο, έντονα σταμπαρισμένο από  σφραγίδα μοναδική. Αυτό έτσι κι αλλιώς εξασφαλίζει στους σπουδαίους την αθανασία. Μου λείπει η παρήγορη αίσθηση ότι κάπου εκεί έξω στον υπαρκτό, ρεαλιστικό κόσμο, τον κάθε άλλο παρά «αγγελικά πλασμένο», υπήρχε ένας μοναχικός καβαλάρης με το ήθος, το πνεύμα, την ποιότητα, τη «λαλίστατη σιωπή» του Λουκιανού… Που αποφάσισε αίφνης να αλλάξει πορεία για ένα κόσμο ιδεατό- πιστοποιημένα «αγγελικό» με ελεύθερους καβαλάρηδες και πια η γλυκιά μελαγχολία εδώ κάτω δεν έχει την ίδια γεύση, είναι πικρή- κινίνο…
 
       Στο καλό αγαπημένε και αν θυμηθείς παίξε στο πάρτυ σου εκεί στα σύννεφα μια μελωδία παραπάνω για όσους σε αγαπήσαμε πολύ… μια τελευταία παραγγελιά… θα την ακούσουμε- να ‘σαι σίγουρος και το χειροκρότημα της καρδιάς θα φτάσει ψηλά να σε ζεστάνει…
 
#Κουλτουρόσουπα  #kulturosupa  #Μουσικομανία  #ΠίτσαΣτασινοπούλου  #Αφιέρωμα  #ΛουκιανόςΚηλαηδόνης  #ΣτηΜνήμηΤουΛουκιανούΚηλαηδόνη

Φωτογραφικό υλικό





Με ετικέτα: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Αρθρογραφος

Πίτσα Στασινοπούλου
Πίτσα Στασινοπούλου

Γραψε το σχολιο σου

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί. Υπογραμμίζονται τα υποχρεωτικά πεδία *

Γραψε το σχολιο σου στο Facebook

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

τελευταιες αναρτησεις

ΘΕΑΤΡΟΜΑΝΙΑ

Περισσότερη θεατρομανία
ΣΙΝΕΜΑΝΙΑ

Περισσότερη Σινεμανία
ΜΟΥΣΙΚΟΜΑΝΙΑ

Περισσότερη Μουσικόμανία
ΤΕΧΝΗ - ΒΙΒΛΙΟ

Περισσότερα Τέχνη Βιβλίο
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Περισσότερη Θεσσαλονίκη

Περισσότερα Της «K» το κάγκελο

Περισσότερη Παράξενη ζωή