Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Σε μία βραδιά γεμάτη συγκίνηση, μνήμες και μουσική ευγένεια, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη άνοιξε την καρδιά της και την αγκαλιά της στη Βίκυ Μοσχολιού, σε ένα αφιέρωμα που ξεπέρασε τις προσδοκίες και παρέδωσε μαθήματα σκηνικής αλήθειας στο κατάμεστο Επταπύργιο.
Η Πρωτοψάλτη, πιστή στη σκηνική της συνέπεια, απέδειξε για ακόμη μια φορά πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μεγάλη φωνή: είναι ένα σύνολο ψυχικής γενναιοδωρίας, μουσικής ακρίβειας και εκρηκτικής θεατρικότητας. Ερμηνεύοντας με σεβασμό, σχεδόν με δέος, τα τραγούδια της Βίκυς Μοσχολιού, δεν επιχείρησε να μιμηθεί ή να υποκαταστήσει· αντιθέτως, τα φίλτραρε μέσα από τη δική της εμπειρία και αισθητική, χτίζοντας έτσι έναν διάλογο ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Η φωνή της, αναλλοίωτη, καθαρή, με εκείνη τη γνώριμη χροιά που ισορροπεί ανάμεσα στο πάθος και τη στιβαρότητα, έδωσε νέα πνοή σε τραγούδια που όλοι αγαπήσαμε, χωρίς να τα απομακρύνει από την αυθεντική τους αύρα.
Στο πλάι της, η Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Θεσσαλονίκης φρόντισε με διακριτικότητα και ακρίβεια τη μουσική πλαισίωση του προγράμματος, προσφέροντας έναν ήχο ζεστό και συμπαγή, χωρίς καμία διάθεση επίδειξης, αλλά με απόλυτο σεβασμό στο υλικό και την ερμηνεία. Υποδειγματικά συγχρονισμένη, με ξεκάθαρο σεβασμό στο υλικό και απόλυτη αίσθηση του μέτρου. Τίποτα περιττό, τίποτα φλύαρο· κάθε νότα έμπαινε με ακρίβεια, σαν να ακολουθούσε την εσωτερική ανάσα των στίχων. Η χημεία τους με την ερμηνεύτρια δεν έκρυβε μονάχα πρόβα και τεχνική: φανέρωνε συνύπαρξη.
Ο χώρος του Φεστιβάλ Επταπυργίου αναδείχθηκε για ακόμη μία φορά ιδανικός: λιτός, επιβλητικός και άρρηκτα δεμένος με τη μνήμη, λειτούργησε σαν φυσική προέκταση του αφιερώματος.
Η βραδιά δεν στηρίχθηκε σε εντυπωσιασμούς, αλλά σε ουσία: μικρές αφηγήσεις για τη Μοσχολιού, προσωπικά βιώματα, σιωπές γεμάτες νόημα και μουσικές παύσεις που επέτρεπαν στο κοινό να αναπνεύσει, να θυμηθεί, να νιώσει.
Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη δεν απέδωσε απλώς τραγούδια· απέδωσε την ψυχή μιας άλλης μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, όπως μονάχα μια αληθινή καλλιτέχνις μπορεί. Και το κοινό – συντονισμένο, συμμετοχικό, συγκινημένο – την ακολούθησε μέχρι τέλους, ευγνωμονώντας για μια εμπειρία που δεν ήταν μόνο συναυλία, αλλά τελετουργία.
Ένα αφιέρωμα που δικαίωσε το όνομά του. Ένα βράδυ που θα μείνει.
Φωτογραφίες Κέντρο Πολιτισμού ΠΚΜ