Βλέπεις τα πόδια που, τελικά, πρόθυμα θα επιθυμούσες να σε ποδοπατήσουν αντί για τα γεμάτα καρφιά πόδια της αντίδρασής της, δηλαδή την απόρριψη και την αδιαφορία. Και δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς τα βράδια, κάνοντας τον μεγαλύτερο θόρυβο τις πιο ήσυχες νύχτες της φαντασίας σου.
Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα
Σαν Σταρ Του Σινεμά (Ν. Ζιώγαλας)
Η διαγνωστική ομάδα
Για το τραγούδι-διάγνωση συνεργάστηκε δυνατή ομάδα. Νίκος Ζιώγαλας στα φωνητικά, στίχοι Νίκος Ζιώγαλας, μουσική Ζιώγαλας Νίκος.
Για τον Νίκο Ζιώγαλα με αφορά μονάχα ότι έγραψε αυτό το φοβερό τραγούδι και τίποτα άλλο. Με την καλή έννοια βέβαια, καλά να είναι ο άνθρωπος. Που απ’ τις αδέσποτες φορές που τον πέτυχα σε μουσικές εκπομπές φαίνεται και πολύ ωραίος τύπος. Κατά τ’ άλλα το τραγούδι ανήκει στο πρώτο του άλμπουμ «Το Τζάμπο», εκδοθέν την ίδια χρονιά που μεσουρανούσε η Επιστροφή στο Μέλλον και We were the world, we were the children. Είναι ένα γαμάτο ροκ τραγούδι, που δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με τα «παρεξηγημένα ελαφροπόπ» άσματα που θα επανεξέταζε δήθεν η στήλη. Ας είναι, έχει κι αυτό ανεξερεύνητα βάθη.
Τελευταία έμαθα την ιστορία από πίσω. Απλή, καθημερινή, συνηθισμένη, δηλαδή τριπλά υπέροχη. Υπάρχει στα ίντερνετς, ψάχτε την. Το νεροζούμι είναι ο real life μπάρμαν (τότε) Ζιώγαλας τρώει ένα ξυγυρισμένο χι απ’ τη σερβιτόρα του μαγαζιού, γυρίζει σπίτι και γράφει το τραγούδι. Τίποτα το φαντεζί, γι’ αυτό και τρομερά γοητευτικό. Μυστήρια πράγματα όμως. Οι μπαρμανάδες που εγώ ξέρω –πώς να το θέσω πρόστυχα- κάνουν συλλογή από φουστάνια… Κάνουν πολλές οριζόντιες χορογραφίες τα βράδια. Είναι πτυχιούχοι σε πολλές ξένες γλώσσες. Οκ το κόβω, γιατί κι εγώ ψιλοαηδίασα.
Λόγω αγιάτρευτης αγάπης για το τραγούδι, το έχουμε επανεκτελέσει με την μπάντα μου και αυτό. Εμείς φλωρομέταλ παίζουμε. Φλωρ, εκ του γαλλικού fleur (λουλούδι) και μέταλ, εκ του μέταλ. Πού πήγε το μυαλό σας;
Lemonade
Τι να ‘ναι αυτό που σε αναστατώνει, τα μπούτια της είναι, σορυκιόλας… Πρώτα πέφτουνε τα μάτια, για να τρέχει η καρδιά. Και να ψάχνει βραδιάτικα σε ποιο εφημερεύον θα κάνουμε ρεβεγιόν. Ξεκάθαρα Pretty girls make graves, που ‘λεγε κι ο Άγιος Morrissey και ξεκαθαρότερα Η ομορφιά είναι η σπουδαιότερη ιδιοφυΐα, γιατί δε χρειάζεται εξηγήσεις, που ‘λεγε κι ο μπαμπάς του, ο Άγιος Όσκαρ ο Άγριος, ο Μπουντρουμοτιμωρημένος. Αλλά νομίζω είναι κάτι χειρότερο που σε αναστατώνει. Γιατί κάθε πανίβλακας μπορεί να απολέσει και τα λιγοστά, ημιανάπτυκτα εγκεφαλικά του κύτταρα, χαζεύοντας ένα θηλαστικό το οποίο λες κι ο Θεός πέρασε μερικούς αιώνες έχοντας μανιώδες χόμπι να το διακοσμεί. Το κακό είναι όταν δεν είναι η ομορφιά ο μαγνήτης αλλά το ρημαδο-αν. Οι προοπτικές που δεν πραγματώθηκαν.
Ίσως να μην είναι τόσο τα αξιοζήλευτα ομολογουμένως πόδια της ως φυσική ύπαρξη. Αλλά τα πόδια της αντίδρασής της που πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, δε σ’ αφήνουν σε ησυχία. Έχεις πόσο καιρό ξενοίκιαστο room to let την καρδιά σου. Ησυχία, τάξη, αλφαδιά, λευκή κατάρα, ανία, βαρεμάρα. Και τσουπ εμφανίζεται Αυτή! Κι εσύ φαγώνεσαι να την κάνεις ένοικο, σώνει και ντε. Και να σου που κόβει βόλτες κάθε βράδυ με τα τακούνια της. Και να που μιλάει δυνατά κάθε μεσημέρι στο τηλέφωνο. Και να που γελάει ακόμη πιο δυνατά κάθε απόγευμα. Και να που εξασκείται στην εκμάθηση κλακετών κάθε χάραμα. Και το χειρότερο: δε σου χρωστάει καν νοίκι, γιατί εσύ της το παραχώρησες δωρεάν το τσαρδί! Η δόλια ούτε καν σου ζήτησε την τρώγλη που ‘χεις για καρδιά. Έχει ήδη (ε, βέβαια, η μοίρα των νικητών). Αφού έκανες airbnb το αχούρι σου, τώρα λούσου τον επόμενο απολύτως αδιάφορο ένοικο, ο οποίος είναι και φουλ απρόθυμος να μετακομίσει φουλ τάιμ. Και κλαψούριζε ήσυχα στο κρεβάτι, μην ενοχλείς και τους γείτονες.
Κλακ-κλακ λοιπόν κατεβαίνει αυτή τα σκαλιά και ο χρόνος παίρνει αυτές τις ηλίθιες μουτσούνες που σου φαίνονται χρόνια, μα είναι μια στιγμή. Κανονικά, στα σκαλιά θα ‘πρεπε να βάλεις μια στρατηγικά τοποθετημένη μπανανόφλουδα, να φάει μια κουτρουβάλα που θα τη μνημονεύει χρόνια, η ανεπρόκοπη! Που δεν υποχωρεί στα advances σου! Αλλά έχουμε κι ένα επίπεδο, κυρία μου. Σε αντίθεση με σένα που το μόνο που ξες είναι να κλέβεις. Εντυπώσεις, μυαλά, συγκαλά. Μεταξύ μας ποια πόδια και ποια σκαλιά… Όταν βρίσκεις υποψήφιο αμόρε, σου αρέσει ακόμα και ο τρόπος που ανοιγοκλείνουν τα ρουθούνια του όταν φτερνίζεται. Βρίσκεις χαριτωμένο τον τρόπο που ροκανίζει σαν τρωκτικό τα πατατάκια. Ακόμη κι ο ρυθμός που ανασαίνει σαν ασθματικός καπνιστής απ’ τα 12, σου φαίνεται μελωδικός και τον προτιμάς κι απ’ τα πιο αγαπημένα σου τραγούδια.
Βλέπεις τα πόδια που, τελικά, πρόθυμα θα επιθυμούσες να σε ποδοπατήσουν αντί για τα γεμάτα καρφιά πόδια της αντίδρασής της, δηλαδή την απόρριψη και την αδιαφορία. Και δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς τα βράδια, κάνοντας τον μεγαλύτερο θόρυβο τις πιο ήσυχες νύχτες της φαντασίας σου. Αυτές που ξαπλώνοντας ξέρεις ότι ενώ τα πάντα είναι καλά, τίποτα δεν είναι. Γιατί κάτι λείπει. Κάποια. Την ίδια ώρα που ξαπλώνεις και φαντάζεσαι και αναρωτιέσαι τι πήγε λάθος, αυτηνής τα πόδια μπλέκονται με αλλουνού. Κι αυτό το κουβάρι, γεννά το δικό σου συναισθηματικό κουβάρι. Μυαλά κουβάρια γενικά η φάση! Εσύ πας και σκεπάζεσαι το πάπλωμα και αυτή πάει και σκεπάζεται αυτόν…
There’s a new sheriff in town and she doesn’t give a f@ck. Έχεις παραδώσει κάθε ψήγμα ελέγχου στην παραμικρή της κίνηση και τι να κάνεις, να κάτσεις να μαλώσεις; Δεν τη κοιτάς, τιμωρείσαι. Την κοιτάς, τιμωρείσαι χειρότερα. Ανελέητη είναι και δίχως να το πάρει χαμπάρι, η καψερή. Το κακό δεν είναι ότι έχεις γίνει μαριονέτα της και το ξέρεις (και το ξέρει). Το κακό είναι ότι δεν την ενδιαφέρει καν να παίξει μαζί σου. Μαζί σου όλο πέφτω χαμηλά, και φοβάμαι ο πόθος είναι το καλύτερο εργαλείο για να φτυαρίσεις χαμηλότερα.
Και πες το αφεντικό θα αποζημιωθεί για τη ζημιά. Θα στα βγάλει απ’ τον μισθό, άλλο που δεν ήθελε… Εσένα ποιος θα σε αποζημιώσει, για τα γης μαδιάμ που έκανες μοναχός στο κεφάλι σου; Γιατί όταν πας οργισμένος στο γραφείο της Ζωής για να επιστρέψεις τα λεμόνια που ποτέ δεν παρήγγειλες, τυχερός θα ‘σαι αν σε διαολοστείλει απλώς, παίρνοντάς τα πίσω και αφήνοντάς σε ντιπ νηστικό. Σε μερικούς η ζωή δίνει λεμόνια και σ’ άλλους ανοίγει αλυσίδα ρεστοράν με 350 αστέρια μισελέν και 800 βραβευμένες σεφ, με άλλους τόσους ευνούχους παραγιούς και εξυπηρέτηση όλο το 24ωρο. Όποιος δεν πίνει λεμονάδα λοιπόν, καλή τύχη- θα τη χρειαστεί. Σε σας τους τυχερούς του αστείρευτου φαγοποτιού- διάρροια.
Ταινία φαντασίας
Όσοι έχετε πει. Έστω και μια φορά. Στη ζωή σας. Σε βλέπω φιλικά… Να πεθάνετε. Σόρρυ, αλλά την κατάρα μου. Δεν είμαι σαββατογεννημένο, αλλά δε πειράζει. Τη στέλνω κι άμα φτάσει kudos στην ταχυδρομική. Τεταρτογεννημένο μεσημέρι είμαι, παρεμπιπτόντως. Και σε περίπτωση που κάποιοι έξυπνοι αναρωτιέστε- ναι, στους 9 μήνες γεννήθηκα. Μαντεύω την ειλικρινή σας έκπληξη (και πού να με γνωρίζατε δια ζώσης… εφταμηνίτικο και αν). Παρεκβαίνω. Και καλά κάνω! Αλλά παρεκβαίνω.
Δε θέλω φίλους, δέσποινά μου- έχουν καταληφθεί οι θέσεις από τα πλέον ακατάλληλα άτομα. Κάτι πόκεμον με συναισθηματική νοημοσύνη κομοδίνου και κανονική νοημοσύνη φίκου και είμαι παραδόξως υπερπλήρης σ’ αυτόν τον τομέα. Έγκωσα στους φίλους, κανείται, που λένε κι οι φίλοι μας οι Πόντιοι. Φιλιά στον Πόντο που ξέρω ότι μας παρακολουθεί ανελλιπώς. Για άλλο πόστο επικοινωνήσαμε μαζί σας, νεαρά. Για άλλες ευθύνες σας ανοίξαμε τα καταραμένα τα φύλλα, που τρίζουν κι ανοίγουν όλο και πιο απελπισμένα. Τέτοιο βιογραφικό είναι για άλλες θέσεις (να τολμήσω να πω στάσεις ή το εκχυδαΐζω ανεπανόρθωτα;), δεν το καταλαβαίνετε; Τόσο κακό είναι πια; Τι θα πει σε βλέπω φιλικά; Ξανακοίτα. Είμαστε καλύτερα φίλοι– τρίχες είμαστε. Μιας καραφλής, κούφιας κεφαλής, ενός κωματώδους πτώματος.
Μα κι εσύ, χριστιανέ μου- τι το θέλεις να τη βλέπεις ερωτικά; Δεν το βλέπεις το παγόβουνο της αδιαφορίας της, ρε καπετάνιο; Τα θέλει κι εσένα ο πισινούλης του μυαλού σου.
Και πού καταλήγουμε; Αν θέλουμε να ‘μαστε συνεπείς με την παραδοξότητα της ζωής και δη των νΕυΡΩΤΙΚΩΝ ιστοριών, πουθενά. Κανείς δεν έχει δίκιο ή άδικο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο σ’ ένα σύμπαν που μας καταράστηκε με συνείδηση, σκέψεις και συναισθήματα. Αν υπάρχει Θεός, σίγουρα έχει black humor, έτσι όπως μας τσάκισε δίνοντάς μας τη δυνατότητα να φανταζόμαστε και να θέλουμε. Τη δυνατότητα να κρίνουμε τι είναι όμορφο και τι όχι. Καλά, όχι σ’ όλους. Υπάρχουν και κάποιοι που τους αρέσουν οι ταινίες του Λάνθιμου, ας πούμε. (Γιώργο, σε πειράζω, γιατί σε λατρεύω και σε ζηλεύω κι επειδή έχεις αναπνεύσει τον ίδιο αέρα με την Έμμα Στόουν).
Την αγαπώ τη θολούρα των νΕυΡΩΤΙΚΩΝ ιστορίων γιατί δε μπορείς ποτέ να κατηγορήσεις κανέναν. Ξυπνά ο ένας μια ωραία νυχτιά, ξε-ερωτεύεται, μην τον είδατε τον Παναγή. Βγαίνει η άλλη μια άλλη νυχτιά, βλέπει έναν τρίτο που της γυαλίζει (και τέταρτο, μη σας πω) και μην την είδατε την Παναγιώταινα. Αν κι εδώ που τα λέμε η σύγχρονη ιδέα γύρω απ’ το φλερτ είναι, σε ακραία πλαίσια η εξής: είμαι άντρας, αν πλησιάσω καμιά τσούπρα σε κάνα κλαμπ, μπορεί να γίνω viral, οπότε μου αρέσουν οι φωτογραφίες σου στο insta, παρ’ τη μελιτζάνα μου στα inbox. Θερμοκήπια έχουν καταντήσει μερικών τα dm.
Πρέπει κιόλας να μπορούμε να δούμε τη ζωή κι απ’ την πλευρά των ηττημένων. Πω, τι τρέλες λέω τώρα! Τι οργιώδεις φαντασιοπληξίες ξερνάει το ακατοίκητό μου! Η ιστορία έτσι κι αλλιώς γράφεται απ’ τους νικητές. Και απ’ τους συνηθισμένους, θα προσθέσω και θα επιμείνω. Και απ’ τους συνηθισμένους.
Αλλά κάτι ήξερα που μικρός ήθελα ο Tom να πιάσει τον Jerry. Σωστά στενοχωριόμουν για τον Wile E. το κογιότ, που δε μπορούσε ποτέ να κατασπαράξει τον Roadrunner (κατά κόσμον Μπιπ-Μπιπ). Μάλλον ψυχανεμιζόμουν το κάστινγκ που επεφύλασσε η ζωή για την αφεντιά μου και είπα να δείξω συναδελφική αλληλεγγύη στα έτερα καρτούν.
Όπως και να ‘χει όμως, είμαι της άποψης να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο. Απλώς νομίζω στο δικό μου τράβηξε κάχλα η σερβιτόρα και δεν ξέρω τι της έκανα, μωρέ, της μαλακιshμένης.
Αλλά και η άλλη η καημένη (επανερχόμαστε στο κυρίως πιάτο), τι φταίει κι αυτή να μην έρχεται απ’ τη δουλειά. Γενικά η όλη φάση είναι φαλκονέρα, γιατί παντού θύματα ξεφυτρώνουν. Εσύ, που δεινοπαθείς όταν τη βλέπεις και θυμάσαι ότι έκανε την καρδιά σου σαν εκείνες τις μπαλίτσες που ζουλάμε για το άγχος. Αυτή που σκέφτεται ότι πάλι πρέπει να φέρεται με συγκεκριμένο τρόπο γιατί αλλιώς θα την σταυρώσεις και θα ‘ρθει κι ο πρόθυμος περίγυρος από πίσω στο happening. Ο μόνος που φταίει είναι αυτό που μερικοί απεικονίζουν ως φτερωτό μωρό με τόξα και βέλη. Καλύτερα αναπαράσταση θα ‘ταν ένας σαδιστής τοξικομανής με δηλητηριασμένες σφαίρες και εφηβικό χιούμορ. Ή αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, η φύση είναι που θέλει να διαιωνιστεί και βρίσκει τρόπο.
Γέλα, κυρία μου
Όπως λέει ο Dwight Snoot το να χαμογελάς είναι σημάδι αδυναμίας. Γιατί δείχνεις τα δόντια σου στους άλλους. Το κακό είναι όταν χαμογελάει Αυτή, άθελά της ξεσκίζει τη σάρκα κάθε άμυνάς σου. Έχει το απύθμενο θράσος να είναι ανεπιτήδευτα κι απρόσιτα ελκυστική και κάθε της ματιά να είναι ένα τρομοπακέτο στην καθωσπρέπει βαρετή ψυχοσύνθεσή σου. Επίσης, έχει το χούι να χαμογελάει με αστεία άλλων πιθήκων κι όχι τα δικά σου, πράγμα σφόδρα αξιοκατάκριτο.
Είναι επώδυνο να ξες ότι χαμογελάει σε άλλον πιο έντονα, πιο πηγαία, πιο εγκάρδια. Το να βγαίνεις δεύτερος συνέχεια είναι ένα επίτευγμα που ίσως να ‘ναι χειρότερο κι απ’ το να βγαίνεις τελευταίος. Ειδικά όταν τρόπαιο είναι μισό δευτερόλεπτο της συμφωνίας του γέλιου Της. Μα τι χολοσκάς, μερικοί δε βλέπουν καν βάθρο, οπότε εις αύριον… τα χειρότερα. Έτσι κι αλλιώς, τι να λένε, βλακείες θα λένε. Βέβαια για αυτές τις βλακείες ζουν τα νοήμονα όντα αλλά κάπως πρέπει να παρηγορηθείς κι εσύ που την βλέπεις μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει να σ’ έχει γραμμένο σε κάποια υποδήματα, που ‘χει ξεχάσει κι αυτή ποια.
Θυμάμαι ένα αστείο (δηλαδή πραγματική ιστορία) που ένας αποφάσισε μετά από καιρό να μιλήσει στην βασανίστριά του, που δούλευε ακριβώς απέναντί του, και τη νύχτα που πλησίασε την είδε να τραβάει ένα περιποιημένο γλωσσόφιλο στον γκόμενο. Μάλιστα αυτός που μου εκμυστηρεύτηκε το συμβάν (τραγικό για κείνον, κωμικό για μένα) μου είπε ότι θα βεβηλώσει τον τάφο μου, αν πω πουθενά το όλο σκετς. Λες και δε θα το έβλεπα σαν τσάλεντζ…
Μπουνιές εννοείται δε θα παίξετε. Αλλά μπορείς να την καταγγείλεις για άγριο ξυλοδαρμό των ονείρων σου. Για κακοποίηση των ανήλικων προσδοκιών σου. Παρόλα αυτά, αν έβγαινε το τραγούδι με στίχο «κάτι με σπρώχνει να σου ρίξω μια μπουνιά» από άντρα, δεκαετία (20)20s’, ο δημιουργός θα ‘κανε speedrun στο παιχνίδι Cancelled: Song Edition. Ανόητοι που τα ελάχιστα εγκεφαλικά τους κύτταρα παίζουν συγκρουόμενα μεταξύ τους, θα εστίαζαν στο σκοτάδι που καλύπτει ολόκληρο το μυαλό τους (όχι και καμιά συνταρακτική επιφάνεια) και σαν άλλοι νάρκισσοι ιεροδικαστές θα προσπαθούσαν να φτάσουν σε οργασμό ερμηνεύοντας την ειλικρινή απόγνωση του πρωταγωνιστή για την παντελή αδυναμία του μπροστά στο τρένο της πραγματικότητας ως τις γνωστές άνοστες καραμέλες που πιπιλάνε ανηλεώς.
Εν κατακλείδι, είναι συγκινητικά βασανιστικό να πρέπει να βλέπεις κάποιον που στην πραγματικότητα is just not into you. Ενώ στη φαντασία στο έχετε ήδη ταξιδέψει μαζί χρόνια μπροστά. Γι’ αυτό που ξανακαταλήγουμε: μέχρι να βρούμε φάρμακο ή για τη φαντασία ή για την πραγματικότητα, το καλύτερο φάρμακο δεν είναι ο έρωτας αλλά τα ψυχοφάρμακα.
Νευρωτικός στοχαστής για τον έρωτα και τίποτα άλλο
– Ο έρωτας δεν είναι ψυχεδέλεια. Ψυχεβδέλεια είναι.
-Μερικοί της καρδιάς τα επεισόδια, αναγκάζονται να τα δουν στην τιβί γιατί αλλιώς δε θα τα δουν πουθενά, ποτέ.
-Ο στίχος κλειδί και αντικλείδι και κλειδαριά μαζί, από άλλο κομψοτέχνημα: Μη μου πεις τίποτα, μοναχός μου σ’ αγάπησα. Μοναχός θα υποφέρω.
– Γιώργο, ξέρω ότι διαβάζεις. Στείλε, ρε ψυχή, το τηλέφωνο της Έμμα. Κι εγώ θα βάλω τον Κυνόδοντα σε προτζέκτορα στην πλησιέστερη εκκλησία. Μετά το κατηχητικό.
Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ την ταινία που ακόμη απογοητεύομαι που δε μου άρεσε όσο άρεσε στους άλλους, La La Land (2016).