250 Χρόνια από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Φέτος η χρονιά είναι αφιερωμένη στα 250 χρόνια από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Σε όλο τον κόσμο είχαν προγραμματιστεί ποικίλες ζωντανές και διαδικτυακές μουσικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις για να τιμήσουν το διαχρονικό έργο του μεγάλου Γερμανού συνθέτη. Η σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο Μπετόβεν έχει αποτελέσει σπουδή, πηγή έμπνευσης και επιρροή για κάθε μουσικό του κόσμου, που έχει μελετήσει την κλασική μουσική. Πότε όμως έζησε αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης και γιατί συνεχίζει να μας επηρεάζει ακόμα και σήμερα; Ποια ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που τον καταξίωσαν;
.

.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννήθηκε το 1770 στη Βόννη, πρωτεύουσα του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, περιοχή που ανήκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία γέννησης του, αλλά υπολογίζεται κοντά στις 17 Δεκεμβρίου, οπότε και βαπτίστηκε. Η κλίση του και το ταλέντο του στη μουσική, φανερώθηκαν ήδη από νεαρή ηλικία ενώ οι πρώτοι του δάσκαλοι ήταν ο πατέρας Γιόχαν βαν Μπετόβεν και ο Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε. Το 1783 σε ηλικία 13 ετών δημοσιεύονται οι πρώτες τρεις σονάτες του για πιάνο προς τιμήν του Εκλέκτορα Μαξιμίλιαν Φρέντερικ, ο οποίος εντυπωσιασμένος αποφασίζει να στηρίξει τον Μπετόβεν στις μουσικές σπουδές του. Επιθυμία του ήταν να μαθητεύσει δίπλα στον Μότσαρτ, κάτι που δεν έγινε γιατί ο τελευταίος πέθανε λίγο πριν προλάβει ο Μπετόβεν να μεταβεί στη Βιέννη για τις σπουδές του, όμως δε γνωρίζουμε αν είχαν καταφέρει να συναντηθούν νωρίτερα. Στα τέλη του 1792 ο Μπετόβεν μετακομίζει στη Βιέννη και μαθητεύει δίπλα στο Γιόζεφ Χάυντν. Όταν αποφάσισε να παραμείνει στη Βιέννη η οικονομική βοήθεια από τον Εκλέκτορα έπαψε, όμως μέσα σ’ ένα χρόνο είχε διαδοθεί τόσο η φήμη του ως ένας βιρτουόζος πιανίστας που πολλοί επιφανείς τον στήριξαν οικονομικά. Έως και το 1995 δεν δημοσίευσε κάποιο δικό του συνθετικό έργο, αλλά επιδόθηκε στη βέλτιστη εκτέλεση έργων στο πιάνο.

Η μουσική του ωρίμανση και καταξίωση ήρθε με τις πρεμιέρες των πρώτων συμφωνιών του, της 1ης και της 2ης Συμφωνίας, οι οποίες έβαλαν το όνομά του δίπλα σε αυτά του Μότσαρτ και του Χάυντν. Άλλα έργα που γράφει εκείνη την περίοδο είναι σονάτες για πιάνο με κορυφαία την Παθητική και η σύνθεση Septet, τα οποία αποθεώνονται. Η δεύτερη καλλιτεχνική περίοδος του Μπετόβεν ξεκινά κάπου στα 1802 και αποτελεί την πιο δημιουργική. Η αναγνωρισιμότητά του εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη και καθιερώνεται ως συνθέτης και πιανίστας. Αυτήν την περίοδο αποκτά τη δική του συνθετική ταυτότητα και ξεκινά με την σύνθεση της 3ης ή Ηρωικής Συμφωνίας. Επιπλέον, συνθέτει τη μοναδική του όπερα, Φιντέλιο. Πολλά από τα θέματά του έχουν επιρροές και αναφορές στη Γαλλική Επανάσταση. Ακόμα, σε αυτό το χρονικό διάστημα ολοκληρώνει την 4η , 5η ή Συμφωνία του Πεπρωμένου, 6η ή Ποιμενική Συμφωνία, γράφει την 7η και 8η , συνθέτει τρία τελευταία κονσέρτα για πιάνο, το μοναδικό κονσέρτο για βιολί, πέντε κονσέρτα εγχόρδων και έξι σονάτες για πιάνο.
1
Το τραγικότερο γεγονός στη ζωή του Μπετόβεν αποτέλεσε η κώφωση του. Φαίνεται ότι η ακοή του άρχισε να μειώνεται από την ηλικία των 26 ετών το 1796 και το 1820 θεωρείται ότι ήταν εντελώς κωφός. Το πρόβλημα αυτό τον στεναχωρούσε και τον προβλημάτιζε πολύ, όμως δεν τον εμπόδισε από την αστείρευτη δημιουργία του. Έτσι, λοιπόν, από το 1816 περιορίζει τις κοινωνικές εκδηλώσεις, αποσύρεται από τη διεύθυνση ορχήστρας αλλά συνεχίζει να επιδίδεται στη σύνθεση. Τα έργα που προκύπτουν από αυτό το γεγονός και μετά χαρακτηρίζονται από μεγαλοπρέπεια, πνευματικό βάθος και η δομή τους είναι πιο αφηρημένη. Αποκορύφωμα της τρίτης και τελευταίας δημιουργικής περιόδου του Μπετόβεν αποτέλεσε η ολοκλήρωση της 9ης Συμφωνίας που παρουσιάστηκε το 1824. Σε αυτό το έργο λέγεται ότι ο συνθέτης διηύθυνε φαινομενικά την ορχήστρα, ενώ από πίσω του υπήρχε άλλος αρχιμουσικός που διηύθυνε πραγματικά και στο τέλος επειδή δεν άκουγε το χειροκρότημα του κοινού τον βοήθησε να γυρίσει για να το δει. Στην 9η Συμφωνία, λοιπόν, ο Μπετόβεν καινοτομεί καθώς χρησιμοποιεί χορωδία και τέσσερις σολίστ για την ερμηνεία του μελοποιημένου ποιήματος Ωδή στη Χαρά του Σίλερ. Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής, ενώ πολλές οργανώσεις την έχουν χρησιμοποιήσει ως ύμνο. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι στο έργο ο συνθέτης έχει γράψει νότες για κάποια όργανα (π.χ. κόρνο) τις οποίες δεν έχουν. Αυτό πιθανόν συνέβη εξαιτίας της απώλειας της ακοής του. Επιπλέον, σε αυτήν την τελευταία του περίοδο ο Μπετόβεν γράφει έξι κονσέρτα εγχόρδων, έξι σονάτες για πιάνο και τη Μίσα Σόλεμνις ( Επίσημη Λειτουργία) ένα έργο θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής.

Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται, τα αφτιά του πονούν ενώ ταυτόχρονα εμφανίζει στομαχικές διαταραχές. Το 1826 παθαίνει υδρωπικία και στις 26 Μαρτίου 1827 αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στη Βιέννη ένας τιτάνας της παγκόσμιας κλασικής μουσικής. Η κηδεία του έγινε στις 29 Μαρτίου με κάθε επισημότητα, μάλιστα ένας από τους λαμπαδηφόρους ήταν και ο Φρανς Σούμπερτ.
Ο Μπετόβεν λέγεται ότι ήταν έντονη προσωπικότητα με δυνατά, δύσκολα χαρακτηριστικά αλλά και ξεχωριστή ευαισθησία, όπως αποτυπώνεται και στις συνθέσεις του. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η δύσκολη προσωπική ζωή, οι θρίαμβοι, οι ήττες, το αλκοόλ, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες έφτιαξαν ένα χαρακτήρα υπερήφανο, που δεν ήθελε όμως τις κολακείες, πεισματάρη, εγωιστή και αφοσιωμένο στη δουλειά του που ήξερε ωστόσο να κάνει την αυστηρή αυτοκριτική του. Μέσα από τον πλούτο των μελωδιών του ο Μπετόβεν κατάφερε να καταξιωθεί σύντομα και να διεγείρει τα εσωτερικά συναισθήματα των ανθρώπων της εποχής τουαλλά και ανά τους αιώνες. Οι μουσικές του είναι δυναμικές, απαλές, εσωτερικές, τραγικές, έντονα συναισθηματικές. Ο ίδιος προτιμούσε να γράφει τη μουσική που ήθελε, όποτε το ένιωθε και το ήθελε, χωρίς να κατέχει κάποια έμμισθη θέση που θα απαιτούσε την κατά παραγγελία συγγραφή.
.

.
Τέλος, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν κατάφερε μέσα από το διαχρονικό έργο του να αποκτήσει μια θέση στο πάνθεον των συνθετών της κλασικής μουσικής. Ο Μπετόβεν αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ της κλασικής εποχής και του Ρομαντισμού. Έγραψε 9 συμφωνίες, 5 κονσέρτα για πιάνο, 1 κονσέρτο για βιολί, 32 σονάτες για πιάνο, 16 κουαρτέτα εγχόρδων, μια Λειτουργία, μία όπερα. Απέδειξε ότι το τραγικό γεγονός της κώφωσής του δεν τον εμπόδισε από αυτό που ήταν ταγμένος να κάνει, να συνθέτει μουσική που να μιλά στην ψυχή κάθε ακροατή ξεχωριστά.
.
Φωτογραφικό υλικό