Αν χρειάζεται καυτή προσωπικότητα και δεν φτάνει η θερμοκρασία του ίδιου του αισθήματος, ας μείνουν όλοι ν’ αγναντεύουν το άπειρο καβάλα στο απελπιστικά σίγουρο παγόβουνό τους.
Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα
Η διαγνωστική ομάδα
Για το τραγούδι-διάγνωση συνεργάστηκε δυνατή ομάδα. Κώστας Καφάσης στα φωνητικά, στίχοι και μουσική Κώστας Ψυχογιός.
Ομολογώ πως δεν γνωρίζω πολλά για τους δημιουργούς. Κι όταν λέω πολλά, εννοώ τίποτα. Και γιατί δηλαδή πρέπει να ξέρουμε τα πάντα για όλους- φτάνει να ανακαλύπτουμε τα magnumopusesτους και να τα εκτιμάμε ως τέτοια. Αλλά όσον αφορά το ίδιο το τραγούδι, ας αναφέρουμε ότι το απέρριψαν Νταλάρας και Κόκοτας μέχρι να φτάσει στα (διστακτικά) χέρια του Καφάση. Και για να την κάνουμε φουλinfotainment τηφάση, να αναφέρουμε ότι ο Κώστας Καφάσης ονειρευόταν να γίνει θεατρίνος (δικά του λόγια) και κατάφερε να συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά του ’70 «Η γειτονιά μας», βεβαίως βεβαίως. Ο Κώστας Ψυχογιός απ’ την άλλη μάλλον θα ‘θελε να ασχοληθεί εξ’ αρχής με τη μουσική, κρίνοντας απ’ τα εφτά εκατομμύρια τραγούδια του, που ερμήνευσαν απ’ τη Μαίρη Λίντα και την Πόλυ Πάνου μέχρι τους Νίκο Ξανθόπουλο και Γιώργο Ταλιούρη.
Το να μπορείςν’ αγαπάς άδολα, ανυπολόγιστα και κοσμογονικά μάλλον έχει άμεση σχέση με την αντοχή σου στην ταπείνωση. Θεωρητικά σου είναι αδιάφορο αν ο άλλος γελάει, κοροϊδεύει ή λοιδορεί την αγάπη σου, μιας και ξέρεις ότι εσύ είσαι ο πλούσιοςαπλώς … σε συνάλλαγμα που δεν κυκλοφορεί. Άλλωστε, το γέλιο μπορεί να ξερνιέται ακριβώς επειδή η κυρία (ή κύριος, whatever) έρχεται σε δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας τη δική του έλλειψη απέναντι σε κάτι το αληθινό, το ασμίλευτο κι ανυποχώρητο. Ήοκ, απλώςshe’s not that into youκαιπροχωράς. Κουτσαίνοντας. Αλλά κι ο γέλωτας που προκάλεσες κάτι είναι, μπρος την πολική αδιαφορία που λούζει κάθε καταραμένο μη-εραστή τα βράδια.
Φυσικά, να σημειώσουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα των καψουροτράγουδων έβερ, χρησιμοποιούν τη λέξη αγάπη (ή τα παράγωγά της), γιατί είναι μάλλον πιο εύκολη στη ρίμα σε σχέση με τον έρωτα. Βέβαια, η σχέση που έχουν έρωτας κι αγάπη είναι η ίδια που έχουν Αριστερά κι ενωτικό πνεύμα. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Εν κατακλείδι, πρόκειται για δύο σχεδόν τελείως διαφορετικές έννοιες που συναντιούνται κάπου κοντά στο πουθενά.
Τους περαστικούς δεν τους κοιτάμε πάνω από δυο δευτερόλεπτα- και πολύ σε μπάνισε, αν με ρωτάς. Πρόβλημά σου αν την έκανες Σταρ του Σινεμά των ονείρων σου κι αυτή απλώς υπόγραψε την καταδίκη σου με τον αξιέπαινο καγχασμό της. Σκέψου, πως το ευχάριστο είναι ότι η τροφική αλυσίδα δε σταματά στο αητούς κι αυτό πρέπει να δίνει θάρρητα στους ειδωλολάτρες πάσης φύσεως, αν όχι για αποκαθήλωση, έστω για μια χαμερπή proxy εκδίκηση. Απαλύνεται ο καημός; Με την καμία. Αλλά όταν βλέπεις το δάσος από μακριά, αναγνωρίζεις την ταπεινότητα του δέντρου απ’ το οποίο σκόπευες να κρεμαστείς και αν τα καταφέρεις, μειδιάζεις με την κατάντια σου.
Οι αλήτες, να σημειώσουμε, είναι πολλές φορές τα καλύτερα παιδιά και τα πιο παρεξηγημένα. Το περιθώριο τους ποτίζει γάργαρο, δηλητηριώδες νερό και τους κάνει ν’ αποκτούν ανοχή σ’ όλα αυτά που οι συνηθισμένοι τρέμουν- και καλά κάνουν γιατί στον πύργο τουJengaπου έχουν χτίσει για πραγματικότητα, ένα φύσημα ή μάλλον, ένα βλέμμα είναι ικανό να φέρει καταστροφές και… γέλια.
Καθόλου ταυτότητα, όχι λίγη- αν χρειάζονται ταυτότητες στην αγάπη, ας μένουν τα δυο μέρη πάντα άνισα. Αν χρειάζεται καυτή προσωπικότητα και δεν φτάνει η θερμοκρασία του ίδιου του αισθήματος, ας μείνουν όλοι ν’ αγναντεύουν το άπειρο καβάλα στο παγόβουνό τους.
Απ’ την άλλη, πολύ καλά κάνει η Μαίρη η Κανιάτογλου που χαχανίζει σαν ύαινα μόλις βλέπει τον φρεσκοξυρισμένο σαν νεοσύλλεκτο στην Αυλώνα, Φώτη Τσίπουρα. Κι απ’ την παράλλη πολύ καλά κάνει ο άλλος που της λέει εγώ σ’ αγάπησα και ολίγον τι έκανες εξάσκηση στις κλακέτες πάνω στην πρόθυμη καρδιά μου. Καλά, δεν τα ‘πε έτσι, στο περίπου. Για τη σφαλιάρα, επειδή είμαστε 2024, δεν νιώθω και τόσο άνετα- θα προτιμούσα μια ροχάλα στα μούτρα, αλλά αυτό στερείται κινηματογραφικού τακτ.
Τέλος πάντων, ας το παραδεχτούμε- η μισή ηδονή στον έρωτα είναι η ταπείνωση και η χορογραφία επί φλεγόμενου θυμικού ανάμεσα σε μια κακώς νοημένη ολοκλήρωση και σε μια κακώς βιωμένη απόρριψη. Όλα τ’ άλλα είναι φανφάρες και χολυγουντιανά σαπούνια, μήπως και ξεπλύνουμε τα ανεξίτηλα υπαρξιακά μας.
Τελικά, τα πράγματα καταλήγουν στο ότι θες τον άλλον να τον έχεις του χεριού σου- κι ακριβώς επειδή τα χέρια τα χρησιμοποιείς σαν θηρευτής ακόμη και η ταπείνωση λειτουργεί θριαμβευτικά σαν placeboπου αναπληρώνει το χαμένο ιδεατό. Ο PersonalJesusδε συγχωράει ούτε θυσιάζεται, σε αλητάκια κι φθηνές προσωπικότητες του λόγου σου.
Φτάνει όμως πια με τα λουλουδένια και τα συννεφάτα και τα ευνουχισμένα συναισθήματα μαζικής παραγωγής. Ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινα είναι φθαρτά και διεφθαρμένα, γι’ αυτό είναι και πανάξια. Χωρίς το ανυπόφορο της απόρριψης και της γελοιοποίησης πώς θα θριαμβεύσει ιδρωμένη και κατάκοπη η εκπλήρωση.
Κι ας μη γελιόμαστε: από αγάπη δεν πεθαίνεις. Από αγάπη μάλλον ζεις για κάποιον. Όλα τ’ άλλα είναι φαντασιοπληξίες βάρδων με εφηβικά σκιρτήματα, Dj’sκαι βρώμικα πατώματα.
Νευρωτικός στοχαστής για τον έρωτα και τίποτα άλλο
-Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει με τα σοβαρά, χωρίς να πληγώνει τους άλλους (ει δυνατόν).
-Κάθε ξόανο δύναται να ερωτευτεί, οι τολμηροί αγαπάνε, οι ανίκανοι παρακολουθούν τη ζωή θεωρητικολογώντας.
-Όπως είπε κι ένα πραγματικό Θηρίο: Στο σκοτάδι φαίνονται όλα αλλιώς, παραδείγματος χάριν η σκιά του ποντικού μοιάζει στον τοίχο με λιοντάρι.
-Μαρία-Αγγελική, γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα.
Υστερόγραφο
Αυτό το τραγούδι το αφιερώνω στη Μαρία-Αγγελική, φίλη της μεγάλης μου αδερφής. Που όταν πήγαινα γυμνάσιο κι αυτή λύκειο, σε μια ξεκάθαρη στιγμή παραφροσύνης που ακόμα με στοιχειώνει επιμελώς, της πρότεινα να βγούμε κι αυτή γέλασε, με χάιδεψε γούτσου-γούτσου-γούτσου στα μαλλιά λες κι ήμουν κάνα κοπρόσκυλο της γειτονιάς που τάιζε, και μετά αρνήθηκε ευγενέστατα και φιλικά.
Μαρία-Αγγελική, όπου και να ‘σαι, ελπίζω να ‘σαι καλά και… να πέθανες. Σ’ ευχαριστώ κιόλας, που μου έδωσες έναsneakpeak της ερωτικής μου ζωής.
Υστερόγραφο 2
Ενθυμούμενος τη Μαρία-Αγγελική έκατσα στο πιάνο μου, αναλογιζόμενος το αέναο kickboxingπου παίζω με την τύχη μου. Θυμήθηκα πως σ’ έναν άλλο συνάδελφο, τονΦχανζ Λιστ, πετούσαν οι θαυμάστριες εσώρουχα. Εγώ θαυμάστριες δεν έχω, αλλά έχω εσώρουχα. Οπότε μου πετούσα σωβρακοφανέλες.
Μ’ έναν μαγικό τρόπο, όταν νιώθω χάλια, με κάνω να νιώθω χειρότερα.
Καλό κακοκαίρι. Αν θέλετε.