Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα
Κατά κανόνα αφήνουμε 4 χρόνια κάθε που ακούμε Λάνα ντελ Ρέη- είναι σαν να συμμετέχουμε σε Ολυμπιακούς στεναχώριας, μελαγχολίας και αυτοαναφορικότητας. Και το κα(κ)/(λ)ό είναι ότι γουστάρουμε τρελά.
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στο Did You Know That There‘s a Tunnel Under Ocean Blvd, που δημοσιεύτηκε σχεδόν έναν χρόνο πριν απ’ την αμερικανίδα αλτ ποπ φιγούρα και να μοιραστούμε τις εντυπώσεις μας απ’ το ταξίδι.
Στα περίχωρα
Ξεκινάμε με το αυτοβιογραφικό The Grants κι επίτηδες αφημένα λάθη που εμείς καραγουστάρουμε λόγω των συμβολισμών. Μουσικά είναι όξω απ’ τα χωράφια μας, αλλά υποδεχόμαστε με χαρά την υποδοχή της Λάνας, επειδή μας δείχνει τις προθέσεις της. Η gospelίζουσα εσάνς μας προκαλεί τάραχη (στην καρδιά μας να φέρνει), γιατί μας θυμίζει εκκλησία, δη νοτιοαμερικανική, αλλά αυτό είναι πρόβλημά μας, μιας και αυτούς τους χώρους τους αποφεύγουμε, μη μας πετύχει κάνα αστροπελέκι στο δόξα πατρί.
Στο Did you know that there’s a tunnel under Ocean Blvd γίνεται αντιληπτό ότι πιο Λάνα πεθαίνεις. Και (ίσως) δυστυχώς η Λάνα αυτό μπορεί να το ξέρει και το πουλάει καλά. Κι εμείς το αγοράζουμε. Πιάνο ποπ μπαλάντες, ξεγυμνωμένες απ’ τα ηλεκτρονικά στοιχεία προηγουμένων άλμπουμ, τα οποία καθιέρωσαν τη Λιάνα στο πάνθεον των sadcore ποιητών. Αλλά ας είναι, είναι Λάνα η άτιμη. Εξομολογητική, με μια ποπ ποιητικότητα, εσωτερική, λίγο ό,τι να ‘ναι, λίγο απαιτητική, που εμείς εκτιμούμε… κι ας μην ακολουθούμε ώρες-ώρες.
Το Sweet υπέροχα κινηματογραφικό, ίσως δηθενιάρικο στιχουργικά στο ρεφραίν, και ολίγον τι δίχως ξεχωριστό μουσικό χαρακτήρα. Παρόλα αυτά στέκεται ά-νε-τα σαν μουσικό χαλί σε ένα καλό ρομάντζο. Σαν άλλο έπιπλο, πιο κεντρικό… δεν μπορούμε να το εγγυηθούμε. Κρίνοντας απ’ τα σχόλια συνταξιδιωτών, κάνει και παρακάνει. Κι αυτό, στον συγκεκριμένο προορισμό, μας ικανοποιεί.
Τώρα στο A & W, γίναμε. Για την αφεντιά μας που έχουμε παγιδευτεί στη λατρεία φαντασμάτων άλλων μουσικών δεκαετιών και νεκτραναστάσεών τους, είναι συνταρακτικό να βρίσκουμε καινούρια μουσική, που μπορεί να γίνει το καινούριο μας ναρκωτικό. Δεν ξέρουμε για τι στο κέρατο ακριβώς, μιλάει η Λιάνα. Δεν έχει σημασία, χανόμαστε στον κόσμο του- τους στίχους θα τους ξαναδιαβάσουμε σίγουρα αρκετές φορές ακόμα, μια απ’ τις πολλές φορές που θα ξανακούσουμε το έπος.
Βγαίνετε στον κεντρικό δρόμο, παίρνετε κάποιον περίεργο παράδρομο, βγαίνετε σ’ ένα αξιόπιστο αδιέξοδο, στριφογυρνάτε κι αναρωτιέστε, πού στον λύκο βρίσκεστε; Δύο τραγούδια, σε ένα, και για μιας που πάσχουμε από επίμονη Διάσπαση Ενδιαφέροντος δεν είναι λίγο να γουστάρουμε κάθε δευτερόλεπτο από εφτά λεπτά τραγούδι και βάλε. Η Λίνα μας κάνει και ακούμε ακόμη και τραπικιώτικα μπιτάκια. Αν και υπό την παρότρυνση ενός παραγωγού (Jack Antonoff) ύποπτα αντιπαθέστατου στα διαδικτυακά σφαγεία.
Ένα τραγούδι που έχει κι όλα τα γύρω-γύρω. Που δηλαδή μάλλον εκφράζει και μερίδα γυναικών και των εμπειριών τους των πιο σκοτεινών, πιο καθημερινών και ήσυχων, άρα πραγματικά πολύτιμων. Κι όλα αυτά ενώ μπορεί άνετα να παιχτεί σε μπαράκι το άσμα (αν οι μπάρμεν είχαν κάκαλα). Όχι και μικρό επίτευγμα.
Επισκεπτόμαστε το Judah Smith Ιnterlude: τι φάση χριστιανικό φολκ sadcore? What the frick, που θα ‘λεγε κι η γιαγιά μου, αν ήξερε αγγλικά. Είναι κυριολεκτικά κήρυγμα χριστιανού κήρυκα που ακολουθεί η Λένα. Τόσο αλλόκοτο, που στην όλη φάση του άλμπουμ ταιριάζει κουτί!
Στο κέντρο
Πλησιάζοντας στο downtown αυτής της καλόγουστα, επιτηδευμένα κακοφωτισμένης κωμόπολης, περνάμε απ’ το Candy Necklace όπου κουβαλάει την ατμόσφαιρα στις πλάτες της η χροιά της Λένης. Προς το τέλος αναδεικνύεται το ντουέτο, με τον πρώην νο. 2 του Στέφανου Κολμπέρ, Γιάννη Μπατίστ.
Στο Jon Batiste Ιnterlude και ακόμα κι ο πιο άπιστος Θωμάς καταλαβαίνει, ότι είναι λίγο «Η Φωνή», η Λιάνα. Αυτός ο αυτοσχεδιασμός είναι σαν να ζωντανεύει μια φωτογραφία και να ζεις για λίγο μέσα της. Μπορεί να μην είναι μια τέλεια φωτογραφία αλλά έζησες σ’ αυτήν.
Οκ, σχεδόν ό,τι αγγίζει η Ελιάνα είναι χρυσός, παγωμένος και φανταχτερός αλλά γι’ εμάς που δεν είμαστε και πολύ των βραδύκαυστων μπαλάντων το Kintsugi απλώς υπάρχει. Το ίδιο και το Fingertips, φανερώνει τις ιμπρεσιονιστικές διαθέσεις της Ηλιάνας, που διαφέρουν αισθητά σε σχέση με τα άλλα μεγαλουργήματά της, μουσικά τουλάχιστον. Μπορεί να είμαστε χαζοκαταναλωτές αλλά εμείς την αγοράζουμε τη μαυρίλα της Λιλιάνας, με την αυτοαναφορικότητα και την κυκλικότητά της. Οι προθέσεις μπορεί να είναι εξαίρετες αλλά μάλλον το συγκεκριμένο τραγούδι αποτελεί το πιο αδύναμο του ταξιδιού, για τα γούστα μας, πάντα.
Το Paris, Texas είναι ένα τέλειο, πανέμορφο, καταστροφικό βαλς. Τώρα γιατί είναι στη μέση του άλμπουμ κι όχι στο τέλος… άγνωστες οι βουλές της Κυρίας. Μα κι εκεί που βρίσκεται μια χαρά λάμπει, ωσάν αυθεντικό διαμάντι.
Εξαντλώντας το κέντρο της ενδοχώρας έχουμε το Grandfather please stand on the shoulders of my father while he‘s deep–sea fishing: υπέροχα κινηματογραφικό, μα ίσως όχι τόσο για Α’ ρόλο. Απ’ την άλλη, μάλλον θα στοιχηματίζαμε ότι στην κατάλληλη ψυχική αδιαθεσία μπορεί να το πετύχει το πλήγμα του.
Γενικά, τα τραγούδια έχουν από πίσω τους ενδιαφέρουσες ιστορίες, όπως ο κάθε σωστός τόπος. Για αυτούς που λατρεύουν τα παρασκήνια, χωρίς την άθλια κίτρινη απόχρωσή τους, μπορεί και να παρουσιάσουν εφάμιλλο ενδιαφέρον με το ίδιο το άλμπουμ.
Προς την έξοδο
Η εισαγωγή του Let the Light in μας θυμίζει λίγο και Beatles… και το αστείο είναι ότι έχει και αναφορά στους σκαθάρους. Η παραγωγή και η ενορχήστρωση είναι επαρκέστατες κομπάρσες στην ανυπέρβλητη πρωταγωνίστρια φωνή της Ελένης και ακόμη και τέτοια, κάπως μουσικά αδιάφορα κομμάτια, έχουν ένα τάδε λαμπύρισμα.
Τη θυμάστε την Andy McDowell; 7 κηδείες κι 2 γάμοι, ή κάτι τέτοιο. Για την κόρη της, τη μικρή, είναι γραμμένο το τραγούδι. Margaret, είναι η σύζυγος του κύριου παραγωγού του άλμπουμ και το όνομα του ευχάριστου άσματος.
Στο Fishtail έχουμε ακόμη ένα λιγότερο ηλεκτρικό τραγούδι, για πιο γυμνά γούστα. Αν και αυτό φορτώνει στο ρεφραίν, ενώ στο Peppers, κλασσική, αυτοκαταστροφική Λενιώ, σε σημείο που δεν ξέρουμε αν παίζει την παράσταση για τον εαυτό της ή για τους υπόλοιπους. Είναι η αλήθεια ότι δε δώσαμε τη δέουσα προσοχή στους στίχους, σε αντίθεση με την προσοχή και τον θαυμασμό που δώσαμε πριν από λίγα χρόνια στην περιδιάβαση μας στο βάναυσα όμορφο NFR!.
Ενδιαφέρον που τα πιο «επιθετικά» κομμάτια βρίσκονται στο τέλος του άλμπουμ.
Κλείνουμε το ταξίδι με Taco Truck x VB που περιλαμβάνει και demo μορφή του Venice Bitch, λες και χρειαζόταν να θυμηθούμε πόσο άρτιο ήταν.
ΕΝ ΚΑΤΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ: NFR! δεν είναι, ούτε Born to Die. Δεν είναι κάτι που θα ακούγαμε κάθε μέρα και δεν πρέπει ένα τέτοιο άλμπουμ να το ακούει κάθε μέρα κανείς, όχι λόγω ποιότητας (εννοείται) αλλά λόγω περιεχομένου. Η άποψη ενός απειρομικροσκοπικού κόκκου άμμου είναι όμως ότι αυτό το άλμπουμ κάνει τον κόσμο λίγο πιο όμορφο γιατί φέρνει στην ποπ μουσική μια αφήγηση με λογοτεχνικότητα, μελωδικότητα και προσωπικότητα.
Ίσως είμαστε λίγο σφηνωμένε πατάτες και την έχουμε ψηλά για συγκεκριμένους λόγους τη Λάνα. Μα είναι πλέον κοντά στα 40, δε γίνεται να γράφει 15 χρόνια τα ίδια τραγούδια. Θενκ γκαντ, και γι’ αυτήν (θα υποθέσουμε) και για μας.
Είναι το άλμπουμ που μάλλον δε θα ψάξουμε, ένα ευχάριστο μεσημέρι Σαββάτου, μετά από ένα γεμάτο γεύμα με μπριζόλες. Η θεματική είναι τρομερά ενδιαφέρουσα λόγω του προσωπικού χαρακτήρα ή της περσόνας που κρύβεται αλλά η παρουσία των απλοϊκών συνθέσεων και των υπερβολικά, συχνά, ξεγυμνωμένων ενορχηστρώσεων μας απομακρύνει λιγάκι. Αλλά αν αρχίσει να παίζει κι είμαστε σε φάση, γίνεται ο καλύτερός μας φίλος, ξεκάθαρα. Γιατί μες τη θλίψη και την ειλικρίνεια και τον λαβύρινθο των συναισθηματικών εξαρτήσεών μας, μας κάνει να νιώθουμε την ίδια ευφορία, που ένιωθε η Εφορία όταν έκανε κατάσχεση τα ακίνητα του Gatsby.