Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα
Το έκτο «Ετοιμάζω ταξίδι, μοναχά για πάρτη μου» ξεκινάει και το ίδιο το ταξίδι μας στην καινούρια κωμόπολη (που φιλοδοξεί να γίνει μητρόπολη) των Pearl Jam. Συγκεκριμένα θα επισκεφτούμε τη νεοαναγερθείσα περιοχή, ονόματι Dark Matter που αναδύθηκε στην επιφάνεια του μουσικού σύμπαντος σχεδόν ούτε δύο βδομάδες πριν!
Στα περίχωρα
Φτάνουμε στη νέα δμιουργία των Αμερικανών ρόκερ υποδεχόμενοι απ’ το Scared of Fear. Και τι υπέροχο ραδιοφιλικό ξεκίνημα με χαρακτηριστικό εντιβεντερρίσια εκφορά κι ένα μουσικό περιβάλλον που μας θυμίζει γιατί αγαπάμε το mainstream Seattle των 90s’. Εμάς, μας γεμίζουν με θετικότητα αυτοί οι τύποι. Κι αυτό ίσως να το υποτιμάμε βλακωδέστατα περιοδικά ενώ δεν πρέπει. Να περιδιαβαίνει κανείς τους λαβυρίνθους της ζωής μουτρωμένος και συναισθηματικά στουπωμένος, βάζοντάς τα με την ανικανότητα της υπαρξιακής πολεοδομίας, εύκολο είναι. Να αναγνωρίζει το κατάμαυρο και να το διακοσμεί με ασυνέπεια, κέφι και επιμονή, είναι κατόρθωμα. Όσον αφορά τα του ταξιδιού: αν το ‘χουμε πει μια, θα το ‘χουμε πει, καμιά εκατό φορές- η αρχή δεν είναι απλώς το ήμισυ, είναι το (σχεδόν) όλον των πάντων. Και είναι μια αρχή που θυμίζει παλιούς καλούς Pearl Jam, στο φλέγον και απαιτητικό τώρα.
Από κοντά και το React, Respond. Ζωντανό classic rock, με θρύμματα πανκ ροκ συμπεριφοράς. Που μάλλον συνθέτουν και την ταυτότητα των Pearl Jam. Μέχρι στιγμής 2/2 θα ψάχναμε τα τραγούδια, μετά από τρακάρισμα στο ραδιόφωνο με αυτά. Για όσα δεν άρεσαν στον Κομπέιν και σία (σόλο και πιο “εμπορικοποιημένος” ήχος), γι’ αυτό τους αγαπάμε εμείς, οι πιο χαρντ ροκ προσανατολισμένοι. Το τέμπο στα ύψη και υποσχέσεις για μια ηλεκτρισμένη νύχτα.
Μπαίνουμε για τα καλά στην πόλη με το Wreckage. Αναζητώντάς το, παρεμπιπτόντως, μας βγάζει το “Why go” στα αποτελέσματα και αναλογιζόμαστε πόσο ένοχοι είμαστε που έχουμε σφηνώσει στα παλιά μεγαλεία. Που ας είμαστε ειλικρινείς, ήταν ΜΕΓΑΛΕΙΑ με όλη την έννοια της λέξης και λίγο παραπάνω. Θυμόμαστε τα αριστουργήματα του Ten, ας πούμε. Αριστουργήματα- τελεία, παράγραφος. Το συγκεκριμένο άσμα είναι λίγο πιο εμμηνόπαυση, λίγο μην ξεχάσω να πάρω τα χάπια για την πίεση. Λίγο γενικόλογο, λίγο υπερβολικά άχρωμο, αλλά είναι η τιποτένια και άπειρα μικροσκοπική μας άποψη. Είναι ίσως μουσικό χαλί (ξεχειλωμένο) για ρομ κομ, που την έθαψαν όμως κριτικοί και κοινό μαζί. Όσους δε σας αρέσει η πιο έντονη ροκ, ίσως να είναι απ’ τα αγαπημένα σας μέρη του άλμπουμ.
Στο κέντρο
Και φτάνουμε στο Dark Matter και γίναμε. Τώρα Pearl Jam ή Royal Blood ακούμε; Για καλό το λέμε- πολύ καλό. Να εξηνταρίζεις (βιολογικά) και να πουλάς ενέργεια που εμείς ξεκάθαρα αγοράζουμε, δεν είναι κατόρθωμα αξιολησμόνητο, όπως και να ‘χει. Δικαιότατα το πρώτο single του άλμπουμ. Ηλεκτρισμός, επιτακτικότητα και ροκ, οφείλουν να επιδίδονται σε όργια και να βγαίνουν κάτι τέτοια βλαστάρια. Βασικότατο κλασικό ροκ που μένει στα θεμέλια του (riff που δεν ξεχνάς, οργισμένες συγχορδίες, 4/4 με βαρυκόκκαλα ντραμς, in your face φωνητικά, σόλο), καμωμένο ακριβώς όπως λέει η φόρμουλα. Και καμωμένο άριστα.
Υπερβολικά κέντρο βρίσκεται το Won’t Tell. Όχι ότι ποτέ είχαμε κολλήσει αυτήν την υπέροχα συνηθισμένη πάθηση της αντικειμενικότητας, αλλά αναρωτιόμαστε αν είναι το θέμα ότι αδιαφορούμε για το εναλλακτικό ροκ εν γένει ή για το εναλλακτικό ροκ των Pearl Jam. Δυστυχώς, ίσως να ισχύει το δεύτερο. Το τραγούδι αυτό ίσως να μπορούσαν να το βγάλουν κι οι U2, ας πούμε. Προσβόλα. Και ως τέτοια την εννοούμε. Bono, μη συνοφρυώνεσαι, ξέρεις ότι σ’ αγαπώ, σ’ εκτιμώ αλλά είστε λίγο όπου φυσήξει ο άνεμος, lad. Λίγο πιο ήσυχες γειτονιές, επικίνδυνα ήσυχες.
Προσεγγίζοντας το Upper Hand, αναπολούμε εποχές ‘90 που ο Βέντερ (ο τραγουδιστής, ντε) στις συναυλίες σκαρφάλωνε σε σκαλωσιές και κρεμιόταν σαν ξαναμμένος μπαμπουίνος από 5, 6 μέτρα στον αέρα. Έλεγε με humble brag εσάνς, πόσο ροκ θα ήταν να κοπεί το χέρι του και να το ανεμίζει στον κόσμο από κάτω πιτσιλώντας τον με αίμα. Κι εμείς λέγαμε τι μαλ… λέει (συγχωρήστε τη γαλλικότητα της σκέψης μας). Αλλά κι ότι αν βρεθούμε ποτέ σε σκηνή, θα αποπειραθούμε το ίδιο. Αναφορικά με το τραγούδι καθαυτό, οκ. Υπάρχει. Μάλλον δε θα το ξανακούσουμε στο εγγύς (ή κι όχι) μέλλον κι αυτό δεν έχει την παραμικρή σημασία. Αυτές οι περιοχές δεν είναι οι αγαπημένες μας και δεν πειράζει καθόλου. Αν και το τραγούδι ξεκινάει πολλά υποσχόμενο, καταλήγει λίγο πανελίστρια σε μεσημερανιάδικο με τηλεθέαση που ισοδυναμεί στο IQ της.
Καρακέντρο έχουμε το Waiting For Stevie. Mid tempo ροκιά, κλασική κι ευχάριστη. Δεν προκαλεί κάποιο καλούπι, δεν τεστάρει οιαδήποτε όρια, μάλλον όχι ένα μουσικό ή στιχουργικό μακροβούτι. Επιπλέει υπέροχα, να το τονίσουμε αυτό. Απλώς σε νερά κάπως πολυπληθή και όχι-και-τόσο-ανεξερεύνητα. Τουλάχιστον υπάρχουν και δυνατά σόλο για να μνημονεύουμε τα lead των κιθαρών. Ίσως αδικαιολόγητα μακροσκελές. Αλλά για όποιον μαγεύτηκε απ’ την ατμόσφαιρά του, η διάρκεια του κομματιού ίσως είναι η κατάλληλη για τη μυσταγωγία. Με το ακουστικό του τέλος και της αυξομειώσεις ενέργειας.
Running. Επιτέλους κάτι πιο απ τέμπο, που εμείς τουλάχιστον όταν ακούμε Pearl Jam, έχουμε ανάγκη. Τραγούδι για λάιβ, ξε-κά-θα-ρα. Φασαριόζικο προάστιο, ασφαλές και έντονο, ορθά (κατά την δική μας ασήμαντη κρίση) χτισμένο εκεί που είναι για να δίνει την απαραίτητη ώθηση στο τέμπο.
Στα περίχωρα
Something Special και γιατί, ω, γιατί πέφτουμε πάλι..; Απλώς ευχάριστη, η συνέχεια, ούτε κρύο ούτε ιδιαίτερη ζέστη. Ούτε ιδρώτας απ’ τον χορό, ούτε και πονοκέφαλος απ’ την ενδοσκόπηση. Κάπου στη μέση. Κάπου στο “γιατί όχι, καλό τραγούδι”. Γιατί να μην είμαστε όμως στο “γιατί ναι”; Εφόσον σαν σύνθεση δεν μας ιντριγκάρει, εστιάζουμε στο στιχουργικό. Αλλά κι εκεί δε βρίσκουμε κάτι φοβερό.
Προς το τέλος του ταξιδιού βλέπουμε το Got To Give. Ναι. Μάλλον δεν ήταν το ταξίδι για μας. Ο προορισμός φταίει; Φυσικά και όχι! Απλώς περιμέναμε ένταση, περιμέναμε πάντρεμα hard rock riff με εναλλακτικές κεραίες που ακτινοβολούν μια μοναδική δύναμη και προσεγμένη ωμότητα. Αυτό το τραγούδι είναι των Pearl Jam; Είναι κάποιας άλλης μπάντας απ’ τις πόσες χιλιάδες που προσπαθούν να τα καταφέρουν; Θα μπορούσε να συμβαίνει οποιοδήποτε απ’ τα δύο τινά. Δεν καταλαβαίνουμε τι παίρνουμε απ’ το τραγούδι αυτό. Είναι πιασάρικο κι ευχάριστο αλλά όχι κάτι παραπάνω. Getting to the point, I’ve nothing to sing λέει ο Έντι και δε μπορούμε παρά να μειδιάσουμε αλά Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε κείνο το gif που μοιάζει με τον Ζακ Γαλιφιανάκη.
Τέλος με το Setting Sun. Ήδη απ’ τον τίτλο προϊδεαζόμαστε για πτήσεις σε χαμηλά υψόμετρα. Δυστυχώς το τέλος δεν ήταν εφάμιλλο της ξέφρενης αρχής.
ΕΝ ΚΑΤΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ
Χαιρόμαστε τόσο πολύ και ειλικρινά όταν οποιοσδήποτε καλλιτέχνης καταφέρνει να αποσπά καλές κριτικές απ’ τους κριτικούς ή το κοινό. Αλλά εμάς αυτό το ταξίδι δε νομίζουμε ότι μας άφησε πολλά. Συνειδητά τουλάχιστον, δεν μπορούμε να πούμε ότι το έκανε.
Βρισκόμαστε μακριά, αρκετά μακριά για τη δική μας βολή, από κάτι μανιασμένα αριστουργήματα τύπου Porch ή άπειρα κουλ Why Go ή κάτι μνημειώδεις ωδές στις ερωτικές απογοητεύσεις τύπου Black, που έγιναν χιλιοπαιγμένες για κάποιον λόγο (για κάποιον πολύ καλό λόγο).
Παρόλα αυτά διαβάζουμε ότι οι δημιουργοί του δίσκου τον συγκαταλέγουν στους καλύτερους της καριέρας τους κι αυτό μας κάνει πραγματικά χαρούμενους για αυτούς. Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν πρόκειται για ένα άλμπουμ που απευθύνεται στους πιο φανατικούς θαυμαστές ή σε πιο περιστασιακούς ταξιδιώτες, γιατί κι εμείς είμαστε μπερδεμένοι με το τι εστί Pearl Jam. Όπως και να ‘χει μετά από σχεδόν 35 ολάκερα χρόνια στο σεργιάνι, οι Pearl Jam δείχνουν ότι ακόμα έχουν κάτι να δηλώσουν. Και φαίνεται ότι αυτή, η τελευταία τους δήλωση, βρίσκει πολύ πρόθυμους, ικανοποιημένους δέκτες που αντιλαμβάνονται τον κόσμο στις ίδιες συχνότητες. Κι αυτό είναι τέλειο.