ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΒΕΝΙΑ ΑΔΑΜΑΚΟΥ
Ποιοι κάνουν φέτος ποδαρικό στο In Tempo;
Ένας οδοντίατρος, ένας χημικός και ένας μουσικός! Οι Ρουμπαγιάτ, κατά κόσμον Θανάσης Τσολάκης (κρουστά/φωνή), Γιάννης Τσιάτσος (κιθάρα/λαούτο/φωνή) και Σταύρος Τσολάκης (φλάουτο/ φλογέρες/φωνή) μιλούν για όλα στην Κουλτουρόσουπα. Τρεις μουσικοί του δρόμου που από το 2013, παίζουν, πειραματίζονται, διασκεδάζουν εαυτούς και αλλήλους σε δρόμους, σοκάκια και μπαράκια της πόλης!
.
-Τί σας ώθησε στο να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Γενικότερα και οι τρεις μεγαλώσαμε σε περιβάλλον με έντονη την παρουσία της μουσικής. Στο σπίτι άκουγες συνέχεια μουσική, οι γονείς μας μάς έτρεχαν από συναυλία σε συναυλία και κάπως έτσι έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Πρακτικά ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε μαζί της σε μικρή ηλικία μαθαίνοντας κάποιο μουσικό όργανο στο ωδείο, ενώ ως μαθητές συμμετείχαμε σε διάφορες σχολικές γιορτές. Σε μια τέτοια εκδήλωση το 2013 παίξαμε για πρώτη φορά μαζί και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Ρουμπαγιάτ.
-Ακούγοντάς σας κάποιος καταλαβαίνει ότι έχετε έντονες επιρροές από την ελληνική παράδοση. Ποια είναι η σχέση σας με την παραδοσιακή μουσική;
Οι επιρροές και τα ερεθίσματα από την παράδοση ήταν διαφορετικές για τον καθένα μας.
Γιάννης: Στο δικό μου σπίτι δεν ακουγόταν ποτέ παραδοσιακή μουσική. Η πρώτη μου επαφή μαζί της έγινε μέσω καλλιτεχνών που υφολογικά είναι κοντά σε αυτήν, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Η πιο ουσιαστική όμως ενασχόληση μ’αυτήν έγινε στο Τμήμα Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής στο ΤΕΙ της Άρτας, στο οποίο και διδάχθηκα λαούτο. Εκεί μελέτησα το συγκεκριμένο είδος, διευρύνθηκαν τα ακούσματά μου και συμμετείχα σε σύνολα που είχαν τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να γνωρίσω και να αγαπήσω την παραδοσιακή μουσική.
.
Σταύρος: Ενώ γενικότερα είχα από μικρός ακούσματά της, δεν με κέρδισε αμέσως. Άρχισα να έρχομαι πιο κοντά στα ακούσματα αυτά μέσω καλλιτεχνών που έφεραν μία πιο σύγχρονη προσέγγιση όπως ο Γιάννης Χαρούλης και οι Χαΐνηδες. Στη συνέχεια, ξεκίνησα να ανακαλύπτω τον πλούτο της παραδοσιακής μουσικής τόσο της ελληνικής όσο και των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών.
Θανάσης: Η παραδοσιακή μουσική κατείχε πάντα κυρίαρχη θέση στο σπίτι μου. Ιδιαίτερο ρόλο στο να την αγαπήσω έπαιξε ο μπαμπάς μου, ο οποίος έχει ασχοληθεί αρκετά γύρω από τα παραδοσιακά τραγούδια διάφορων τόπων της Ελλάδας, αλλά και γενικότερα βιώματα από εκδηλώσεις τα καλοκαίρια στα χωριά των γονιών μου, καθώς και η συμμετοχή σε παιδικά τμήματα πολιτιστικών συλλόγων. Φυσικά, πολύ σημαντικό ήταν και το γεγονός ότι πολλοί από τους καλλιτέχνες που θαυμάζω έχουν δεχτεί επιρροές από την παράδοση.

-Πώς προέκυψε το όνομα Ρουμπαγιάτ;
Αρχικά χρειαζόμασταν ένα όνομα, καθώς στις πρώτες εμφανίσεις μας δεν ξέραμε πώς να συστηθούμε. Έπειτα από πολυυυύ κόπο καταλήξαμε στο όνομα αυτό, επηρεασμένοι από το κομμάτι του Θ. Παπακωνσταντίνου “Τρία Ρουμπαγιάτ”. Και επειδή σχεδόν σε κάθε μας λάιβ μας ρωτάνε τι σημαίνει, όχι, ρουμπαγιάτ δεν έχει να κάνει με περσικά χαλιά, αλλά είναι περσική φόρμα ποίησης, τετράστιχα ποιήματα, με γνωστότερο εκπρόσωπο αυτής τον Ομάρ Καγιάμ.
-Πιστεύετε ότι βοηθάει ουσιαστικά έναν νέο καλλιτέχνη η προβολή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Σίγουρα, γιατί αποτελεί τον πιο άμεσο, εύκολο και οικονομικό τρόπο να προβληθεί η δουλειά σου στο ευρύ κοινό. Άλλωστε ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία η ταυτότητά σου έχει αντικατασταθεί από μία σελίδα στο Facebook.
-Βλέπετε την ενασχόληση σας με τη μουσική ως χόμπι ή ως επάγγελμα;
Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησε ως χόμπι, παίζοντας μουσική σε σχολικές γιορτές, σε παρέες και στο δρόμο. Πλέον είμαστε τυχεροί γιατί βρισκόμαστε σε μια κατηγορία ανθρώπων που ασχολούνται επαγγελματικά με το χόμπι τους, διατηρώντας τον πρώτο ενθουσιασμό και την αγάπη τους γι’ αυτό.
-Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που ανεβαίνετε στη σκηνή;
Παλιότερα ήμασταν φουλ αγχωμένοι. Τα πόδια έτρεμαν, τα χέρια δεν πήγαιναν και γενικά επικρατούσε ένα αίσθημα πανικού. Αυτό σταδιακά άλλαξε με τον καιρό και με τις πιο συχνές εμφανίσεις. Πλέον είμαστε πιο χαλαροί, το απολαμβάνουμε περισσότερο και όποτε μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα μεταξύ δύο εμφανίσεων, αισθανόμαστε ότι κάτι λείπει. Γενικά το πάλκο αποτελεί μία μορφή ψυχοθεραπείας, όπου ξεφεύγουμε από τα προβλήματα της καθημερινότητας και μπαίνουμε σε ένα πλαίσιο συνδιαλλαγής με το κοινό, από το οποίο απουσιάζουν οι έγνοιες και κυριαρχούν το τραγούδι, το κέφι και ο χορός.
-Μια βραδιά που παίξατε και σας έμεινε αξέχαστη;
Γενικά έχουμε όμορφες αναμνήσεις από πολλά λάιβ. Δε θα μπορούσαμε, όμως, να μην αναφερθούμε στην εμφάνισή μας την παραμονή πρωτοχρονιάς 2018, στο παλιό Βιδάνιο. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα γιορτινό και ο κόσμος συμμετείχε καθ’ όλη τη διάρκεια του λάιβ. Επειδή το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, το γλέντι μεταφέρθηκε έξω παρασύροντας τόσο εμάς, όσο και τη γειτονιά. Κορυφαία στιγμή ήταν η καντάδα που κάναμε στη γιαγιά του διπλανού μπαλκονιού και το εγγονάκι της. Σε μας σίγουρα θα μείνει αξέχαστη, αν και αμφιβάλλουμε για τους θαμώνες…μετά από τόσο αλκοόλ.

-Ποια θα είναι τα επόμενα μουσικά σας βήματα;
Αρχικά θέλουμε να έχουμε μία σταθερή παρουσία στα μουσικά δρώμενα της πόλης και να αυξήσουμε τις εμφανίσεις εκτός αυτής. Παράλληλα, σκοπός μας είναι να δουλέψουμε τα δικά μας κομμάτια και σιγά σιγά να τα παρουσιάσουμε στον κόσμο. Φυσικά η βελτίωση, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συνολικό επίπεδο αποτελεί διαρκή μας στόχο.
-Έχετε προγραμματίσει ζωντανές εμφανίσεις για αυτή την περίοδο;
Υπάρχουν χώροι εντός και εκτός πόλης με τους οποίους συνεργαζόμαστε και θα μας φιλοξενήσουν και αυτή τη σαιζόν. Όλες μας οι εμφανίσεις ανακοινώνονται στη σελίδα μας στο Facebook, από την οποία μπορείτε να ενημερώνεστε για ό,τι νεότερο.

-Κι ένα μήνυμα προς τους αναγνώστες μας;
Φάτε πιέτε και γλεντάτε…και λοιπά και λοιπά.. Τα λέμε στο επόμενο ρουμπαγιάτικο μπατιρντί!
Ευχαριστούμε πολύ τους Ρουμπαγιάτ για αυτή τη συνέντευξη! Τους ευχόμαστε να έχουν μια επιτυχημένη μουσική πορεία!
LINKS