Είναι ένας από τους σταθερούς συνεργάτες αρχιμουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης κι έχει προσφέρει σ’ αυτήν κι από τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή για μια τριετία. Το 2010 διορίστηκε Επίκουρος Καθηγητής, το 2015 Αναπληρωτής Καθηγητής και από τον Μάιο 2019 είναι Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, με γνωστικό αντικείμενο τη Διεύθυνση Ορχήστρας, ενώ από το 2019 ανέλαβε επίσης τη θέση του Προέδρου του τμήματος. Έχει συνεργαστεί με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με άλλες ελληνικές συμφωνικές ορχήστρες , έχει διατελέσει Α’ αρχιμουσικός και αναπληρωτής Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Όπερα του Regensburg και στην Κρατική Όπερα του Coburg, ενώ διετέλεσε υπηρεσιακός Γενικός Μουσικός Διευθυντής στην Όπερα του Regensburg. Έχει διευθύνει ορχήστρες σε Όπερες, Κονσέρτα κι άλλες μουσικές παραστάσεις.
Τον Ιανουάριο 2017 τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για την συνεργασία του ως Διευθυντής της ΚΟΘ με τους φοιτητές μουσικών σπουδών του Πανεπιστημίου στα πλαίσια της πρακτικής άσκησης του ΑΠΘ.
Αν παρακολουθήσετε κάποια συναυλία στην οποία συμμετέχει θα τον ξεχωρίσετε για την επικοινωνία του τόσο με το έργο και την ορχήστρα όσο και με το κοινό.
Ο λόγος για τον Γεώργιο Βράνο που με αφορμή τη μαγνητοσκοπημένη συναυλία της ΚΟΘ σε έργα Μότσαρτ & Προκόφιεφ μιλά σε μια εκ βαθέων και εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην «Κουλτουρόσουπα».

· Ξεκινήσατε τις σπουδές σας στη μουσική με το πιάνο. Σε τι ηλικία αντιληφθήκατε ότι ο δρόμος που θέλετε να ακολουθήσετε είναι αυτός της μουσικής;
Η μουσική για μένα ήταν πάντα ένα μέρος της ζωής μου. Ένα μερίδιο στην προσωπικότητά μου. Γι αυτό δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πότε άρχισε, ή πότε θα τελειώσει. Ήταν αυτονόητη η ύπαρξή της σε όλες μου τις δραστηριότητες. Την μουσική την ξεκίνησα βέβαια μέσω της σύνθεσης και για να μπορέσω να εξελιχθώ σε αυτήν προχώρησα στο πιάνο. Παράλληλα όμως έπαιρνα από μικρός την βελόνα πλεξίματος της μητέρας μου και διηύθυνα την “ορχήστρα” κάθε ηχογράφησης που έπεφτε στα χέρια μου-προτιμώντας πάντα τον Tschaikowsky και τον Beethoven- υποχρεώνοντας τον μικρό μου αδελφό να είναι το “ενθουσιώδες κοινό”! Όταν βέβαια ανακάλυψα μια αληθινή μπαγκέτα, η οποία ήταν σαφώς ελαφρότερη από την μεταλική βελόνα πλεξίματος (και η οποία ενίοτε τραυμάτιζε λίγο το παιδικό δάχτυλο που την κρατούσε), φαντάζεστε τον ενθουσιασμό μου!
· Σπουδάσατε και στο εξωτερικό. Τι είναι αυτό που οδηγεί ένα μουσικό να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, ειδικά όταν πρόκειται για το αντικείμενο της διεύθυνσης ορχήστρας; Εσείς τι έχετε να θυμάστε και τι αποκομίσατε μέσα από αυτή τη διαδικασία;
Βασικά η έλλειψη αντίστοιχων σπουδών. Στην Ελλάδα την δεκαετία του 80΄ δεν υπήρχαν Ανώτατα Μουσικά Τμήματα με καλλιτεχνικές σπουδές μουσικής εκτέλεσης (Performance)όπως τώρα που υπάρχει το Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης στο Παν/μιο Μακεδονίας με Ειδίκευση “Διεύθυνση Ορχήστρας” εδώ στη Θεσ/νίκη. Υπήρχαν μόνο τα Ωδεία και ούτε και σ΄αυτά γινόταν λόγος για αυτό το γνωστικό αντικείμενο σπουδών. Έτσι η “ξενιτιά” ήταν μονόδρομος. Εκεί βέβαια στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου στην Γερμανία, το επίπεδο ήταν φυσικά διαφορετικό και πιο δύσκολο, όχι μόνο μουσικά αλλά και λόγω γλώσσας για παράδειγμα. Οι απαιτήσεις πολλές και η κατανόηση πιθανών ατυχιών, πολύ μικρή. Θυμάμαι ότι στους πρώτους μήνες των σπουδών έπρεπε να διευθύνω την Συμφωνική Ορχήστρα του Μονάχου, κάτι αδιανόητο για το άπειρο και ¨άβγαλτο¨ τότε μυαλό μου.
Αυτό όμως ήταν και το καταπληκτικό σε αυτή τη Σχολή. Ότι επένδυαν στους φοιτητές τους πληρώνοντας επαγγελματικές ορχήστρες για να εξασκούμαστε. Νομίζω αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά για κάποιον που σπουδάζει αυτήν την τέχνη. Η μελέτη αλλά και η εφαρμογή της διδασκαλίας που πρέπει να γίνονται σε πραγματικές και όχι εικονικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό και οι θέσεις υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τάξη της “Διεύθυνσης Ορχήστρας” στη συγκεκτιμένη Σχολή, ήταν από μηδέν έως δύο σπουδαστές τη χρονιά.
Ο καθηγητής της διεύθυνσης μου H.Michael- του οποίου τον τάφο επισκέπτομαι πάντα σχεδόν όταν βρίσκομαι Γερμανία- ήταν ένας εξαίρετος δάσκαλος, κυρίως όμως στην τεχνική της διεύθυνσης. Σαν μουσικός δεν αισθάνθηκα τοση εγγύτητα και επικοινωνία μαζί του, όπως με τους καθηγητές μου εδώ., (τον Α.Αμαραντίδη στα θεωρητικά και την Ι.Παπαδογιάννη στο πιάνο). Σ΄ αυτό σίγουρα έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης, γιατί ήμουν αρκετά ανώριμος και λίγο καλλιτέχνης, με την αρνητική έννοια του ωχαδερφισμού και του υπερβολικού ίσως αυθορμητισμού. Παρόλα αυτά του χρωστώ πολλά για την μέχρι τώρα πορεία μου ως Διευθυντής Ορχήστρας. Άλλωστε σαν αρχάριος αυτό που χρειάζεσαι πρωτίστως, είναι καλή τεχνική και σωστή καθοδήγηση.
· Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει ένας μαέστρος ώστε να διευθύνει ένα μικρό ή μεγάλο σύνολο, να είναι ο αρχιμουσικός αλλά και να ενσωματώνεται στο σύνολο, να κερδίζει το σεβασμό και την καλή συνεργασία με τους υπόλοιπους μουσικούς;
Καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι η μουσική Διεύθυνση είναι μια πνευματική νοητική διεργασία σε συνάρτηση με σωματικά/εγκεφαλικά αντανακλαστικά. Αυτός ο συνδυασμός, η ικανότητα αν θέλετε, να μεταφράζω νοητική παράσταση σε σωματική κίνηση σύμφωνα και με έναν παγκόσμιο μουσικό “κώδικα” που κατανοούν οι μουσικοί, πρέπει να υπάρχει ως βασική προϋπόθεση και να εξελίσσεται μέσω των σπουδών αρχικά και των μουσικών εμπειριών στη συνέχεια. Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή. Το σημαντικότερο είναι η συνεχής μελέτη, για να μπορέσει να εμβαθύνει γενικά, αλλά και ειδικότερα στο έργο που διευθύνει ο αρχιμουσικός, ώστε όχι μόνο να “πείσει” τους μουσικούς, αλλά και να τους ενθουσιάσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι το επίπεδο σήμερα των μουσικών μιας επαγγελματικής συμφωνικής ορχήστρας έχει απίστευτα εξελιχθεί. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι τα συμβατικά έργα του συμφωνικού ρεπερτορίου, παίζονται πολύ συχνά και είναι φυσικό επακόλουθο ένας μουσικός της ορχήστρας ο οποίος ξαναερμηνεύει ένα έργο για πολλοστή φορά και με ιδιαίτερη τεχνική ευκολία, να μονοτονεί, αν ένας αρχιμουσικός δεν έχει κάτι φρέσκο, νέο και διαφορετικό να του προσφέρει. Πρέπει δηλαδή ο μαέστρος να είναι σε θέση να εμπνεύσει τους μουσικούς, ώστε να τους φτάσει στο μέγιστο επίπεδο των δυνατοτήτων τους προς την επίτευξη της ιδανικής νοητικής παράστασης του έργου. Ο σεβασμός που απορέει από τους μουσικούς, έχει να κάνει κυρίως με την μουσική προσωπικότητα ενός μαέστρου, με την πνευματική του υπόσταση και κατ’ επέκταση με την εν γένει παρουσία του.
.
.
· Εκτός από συνεργάτης της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης έχετε βρεθεί και στο τιμόνι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Από τη θητεία σας στη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της ΚΟΘ τι εμπειρίες έχετε αποκομίσει; Τι κρατάτε από εκείνη την περίοδο;
Πολλά. Καταρχήν με έκανε να σκέφτομαι περισσότερο πριν κάτι πω, ή αποφασίσω. Τα μουσικά και όχι μόνο, αντανακλαστικά μου πραγματικά δοκιμάστηκαν. Κι αυτό γιατί έπρεπε να είμαι παρών σε κάθε καλλιτεχνικό, διοικητικό, οικονομικό αλλά και ανθρώπινο πρόβλημα της υπηρεσίας -το Υπουργείο στη χώρα μας δεν διορίζει καλλιτεχνικό Διευθυντή σε μια κρατική ορχήστρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, αλλά Διευθυντή της υπηρεσίας με ότι αυτό συνεπάγεται- ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να λειτουργώ και σαν αρχιμουσικός στις διάφορες πρόβες και συναυλίες άξιος του επιπέδου αυτής της διεθνούς ορχήστρας. Νομίζω ότι υπήρξε αρκετή πίεση, αλλά αυτό με ενδυνάμωσε και με ωρίμασε σε όλες τις εκφάνσεις, τόσο του αρχιμουσικού και καλλιτέχνη, όσο και της εν γένει προσωπικότητάς μου. Έπρεπε να βρούμε τη “χρυσή τομή” ανάμεσα στην ποιοτική εξέλιξη και αναβάθμιση της ορχήστρας μειώνοντας όμως ταυτόχρονα το κόστος του προγραμματισμού.
Έτσι αύξησα τις θεματικές και επετειακές συναυλίες, τις συνεργασίες με πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς φορείς και αποφασίσαμε να ψάξουμε το κοινό μας και να πάμε σ’ αυτό. Έτσι εμφανίστηκε η ΚΟΘ σε εναλλακτικούς χώρους, από εργοτάξια του μετρό και φυλακές μέχρι το φαράγγι στη Ρόκα Κισσάμου στη Κρήτη με πάνω από 6.000 θεατές για να αναφέρω κάποιες από τις εμπειρίες εκείνου του καιρού. Παρόλα αυτά όμως θεωρώ ότι η Πολιτεία δεν μπορεί μόνο να επαφίεται στο φιλότιμο των μουσικών και την ευρηματικότητα των εκάστοτε καλλιτεχνικών Διευθυντών για να δώσει τα αυτονόητα. Θα πρέπει κάποτε να αντιληφθεί ότι η οικονομική κρίση επέρχεται της πολιτιστικής. Αυτό φαίνεται σε όλα τα οικονομικά ανεπτυγμένα κράτη όπου η μουσική τους κουλτούρα ανθίζει και τα κρατικά κονδύλια για την στήριξη αυτής όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αυξάνονται. Αυτό που τέλος κατάλαβα στη θητεία μου ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής, είναι η δυσκολία να κρατήσει κάποιος την ισορροπία στην προσωπικότητά του, μεταξύ μουσικού, μάνατζερ (όσο κι αν ακούγεται κυνική και υποτιμητική αυτή η λέξη για τέτοιους θεσμούς)και διοικητικού προϊσταμένου, μια “Δαμόκλειος Σπάθη” που κρέμεται πάνω από κάθε αρχιμουσικό αν κλίνει περισσότερο προς τη μια, ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι πραγματικά δύσκολο να είσαι επιτυχημένος και στα τρία, αλλά όχι ακατόρθωτο. Χρειάζεται επιμέλεια, πολύ ενασχόληση και ενημέρωση, αυτοπειθαρχία και μεράκι.
· Ταυτόχρονα έχετε και την ιδιότητα του καθηγητή αλλά και του προέδρου στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Τι αναγνωρίζετε στους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με το χώρο της μουσικής τέχνης, ποια είναι η ανατροφοδότηση σας από τις νέες γενιές;
Σωστά. Το Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Παν/μίου Μακεδονίας του οποίου έχω την μεγάλη τιμή να είμαι πρόεδρος και να υπηρετώ ως Καθηγητής, είναι το πλέον αναγνωρίσιμο στην ελληνική επικράτεια για τον διττό χαρακτήρα του και την ιδιαίτερη καλλιτεχνική αλλά και ερευνητική φυσιογνωμία του στον Ακαδημαϊκό χώρο. Έχει διαχρονικά τις υψηλότερες βάσεις εισαγωγής και επιλεξιμότητα ως πρώτη επιλογή από τους μουσικούς υποψήφιους σπουδαστές σε ποσοστό πάνω από 94%. Συγκεκριμένα φέτος, αν δεν απατώμαι, 100%. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι σπουδαστές έβαλαν ως πρώτη επιλογή στις Πανελλαδικές το Τμήμα μας. Αυτό δείχνει πόσο διψά η μουσική νεολαία για μουσική και κυρίως για τον εφαρμοσμένο χαρακτήρα της (Performance). Αυτοί οι νέοι λοιπόν που έρχονται σε εμάς και εισήχθηκαν εκεί που ήθελαν, μας εντυπωσιάζουν πολλές φορές.
.
.
Συχνά εκπλήσσομαι από περιπτώσεις φοιτητών τους οποίους αν τους συναντούσα τυχαία δεν θα μπορούσα να διανοηθώ τη καλλιέργεια και το πάθος που τους διακατέχει για την κλασική μουσική. Πριν μερικά χρόνια για παράδειγμα, με πλησίασε ένας φοιτητής τον οποίον εμφανισιακά θα τον κατέτασσα τουλάχιστον σε εναλλακτικά-για να το πω πιο ήπια- κυκλώματα πιο απόμερων συνοικιών. Ο τρόπος του ήταν λίγο απότομος, αλλά παρόλα αυτά με σεβασμό απέναντί μου. Όταν μου είπε ότι τις οικονομίες του από σκληρές δουλειές που έκανε -λόγω οικονομικών δυσκολιών- τις ξόδεψε για να παρακολουθήσει μια συναυλία με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου και μαέστρο τον Sir Simon Rattle , λόγω του ότι αγαπούσε πολύ την Διεύθυνση Ορχήστρας και διαπίστωσα από τη μετέπειτα συζήτηση ότι λέει την αλήθεια, πραγματικά συγκινήθηκα. Η άδολη ακόμα αγάπη αυτών των σπουδαστών για τη μουσική, πραγματικά με εμπνέει και με γεμίζει δύναμη για να ανταπεξέρχομαι πολλές φορές σε ένα κουραστικό πρόγραμμα λόγω της διπλής μου ιδιότητας αυτό τον καιρό.
· Τι συμβουλές δίνετε στους μαθητές σας που θέλουν να ασχοληθούν με το χώρο της μουσικής;
Να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Πρέπει να ξέρουν τους στόχους τους, να προσπαθούν γι’ αυτούς και να έχουν “ευήκοα ώτα”. Αν μπορεί μέσα τους η αγάπη για τη μουσική να ξεπεράσει την αυταρέσκειά τους , έχουν κάνει ένα πολύσημαντικό βήμα. Φυσικά σ’ αυτά όλα πρέπει να προστεθεί το πάθος για τη δουλειά τους-αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη αυτή- και οι καλές σχέσεις με τους συναδέλφους τους. Τέλος δεν μπορεί κανείς να αδιαφορήσει για διάφορες συγκυρίες που ενίοτε παίζουν σημαντικό ρόλο στο χώρο της τέχνης και του επαγγελματισμού.
· Βρισκόμενος στη Διοίκηση του Τμήματος τι προβλήματα έχετε εντοπίσει και πόσο εύκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν και να λυθούν;
Το κύριο πρόβλημα είναι ότι ως Τμήμα ναι μεν προσιδιάζουμε στις Ανώτατες Μουσικές Σχολές του εξωτερικού όσον αφορά το Πρόγραμμα Σπουδών μας, τον Ιδρυτικό μας Νόμο, το Ακαδημαϊκό μας Προσωπικό και εν γένει την φυσιογνωμία μας, το δε σύστημα εισαγωγής μας είναι αυτό των Πανελλαδικών. Αυτό λοιπόν που καταλαβαίνουν όλοι οι μουσικοί σπουδαστές, δεν το εννοεί το Υπουργείο και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Όπως σας ανέφερα παραπάνω, στην Ανώτατη Σχολή που σπούδασα ο αριθμός των εισακτέων ήταν μηδέν έως δύο. Εγώ πως θα μπορέσω να διαφυλάξω την καλλιτεχνική ποιότητα και να κρατήσω το αντίστοιχο επίπεδο, όταν το κράτος μας υποχρεώνει ετησίως, να υποδεχθούμε στο Τμήμα 110 νεοεισαχθέντες φοιτητές; Και να σκεφθείτε ότι τα περισσότερα μαθήματά μας είναι ατομικά!
Επομένως αυτό είναι το κύριο πρόβλημα το οποίο προσπαθούμε εδώ και πολλά χρόνια να επιλύσουμε με την θέσπιση ειδικού σχεδίου νόμου για ειδικές εισιτήριες εξετάσεις στο Τμήμα μας. Επίσης υπάρχει και το κτηριακό πρόβλημα το οποίο όμως η τωρινή Πρυτανεία με επικεφαλής τον Πρύτανη κ.Κατρανίδη για πρώτη φορά στα χρονικά, το έχει προχωρήσει τόσο πολύ που είμαστε σε πολύ καλό δρόμο. Τώρα υπάρχουν και άλλα ζητήματα νομικών κατοχυρώσεων για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων μας, πρόσληψης ικανού αριθμού καθηγητών και άλλα πολλά για τα οποία σε καθημερινή βάση επιδιώκουμε την επίλυσή τους και για τα οποία όμως δεν βρίσκουμε πάντα την σωστή αντιμετώπιση από την εκάστοτε ηγεσία των Υπουργείων. Αυτό φυσικά τώρα με την πανδημία είναι ακόμα πιο δύσκολο.
· Γιατί πιστεύετε ότι σήμερα μια μερίδα ανθρώπων σνομπάρει την κλασική μουσική και θεωρείται κάπως παρεξηγημένο αυτό το είδος στο ευρύ κοινό;
Ξέρετε μια συναυλία κλασικής μουσικής- και με αυτή εννοούμε εμείς οι μουσικοί τους τρείς κυρίως συνθέτες, Haydn, Mozart και Beethoven (ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ό,τι παίζεται από συμφωνικά όργανα ή συμφωνική ορχήστρα) με την εποχική της λοιπόν οριοθεσία, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που επικρατεί σήμερα στις αίθουσες συναυλιών. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι συναυλίες ήταν μέχρι και οκτώ ώρες. Θα μπορούσατε να πάτε μέσα και έξω κατά τη διάρκειά της. Πρέπει να το φανταστεί κανείς ως μία ροκ συναυλία με μεμονωμένα σύνολα διαφορετικών συγκροτημάτων. Μόλις γύρω στο 1870 αναδύθηκε η μορφή που γνωρίζουμε σήμερα: η σκηνή μπροστά στο κοινό, οι σειρές καρέκλες πίσω της και ένα ακροατήριο που δεν μιλάει ούτε τρέχει γύρω από τη συναυλία. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο αστικό σύστημα συναυλιών έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, έχει όχι μόνο μουσικά αλλά και κοινωνικά κίνητρα. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση και ένα μεγάλο και σημαντικό θέμα.
Η μουσική λοιπόν αυτή για διάφορους λόγους πήρε περισσότερο μια συντηρητική, ελιτίστικη μορφή και απευθύνθηκε σε αντίστοιχο ακροατήριο. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι όλα τα άλλα -έντεχνα τουλάχιστον- είδη μουσικής όπως η pop, rock, Jazz κλπ. έχουν τη βάση τους στην κλασική μουσική. Σε κάθε περίπτωση και ιδίως στη χώρα μας όπου η κλασική μουσική είναι αρκετά παρεξηγημένη ακόμα, πρέπει να μη φοβόμαστε την ανάπτυξη νέων μορφών συναυλιών χωρίς να αγνοούμε τις παραδοσιακές μορφές απόδοσης και σίγουρα τότε δεν θα επικρατούν μόνο “οι γκρίζοι κρόταφοι”
Χρειάζεται όμως και η στήριξη από το κράτος, τα σχολεία, τα Παν/μια και γενικά πρέπει να αλλάξει η παιδεία μας στο θέμα της μουσικής. Αν σκεφτεί κανείς ότι στα 11 εκατομμύρια πληθυσμού, αντιστοιχούν δύο μεγάλες κρατικές ορχήστρες και μία όπερα καταλαβαίνει ότι το θέμα της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής θεωρείται υπερπολυτέλεια, όταν στα άλλα κράτη η ίδια μουσική διδάσκεται ήδη από το νηπιαγωγείο. Όταν επίσης τα εισιτήρια για μια συναυλία συμφωνικής μουσικής είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και παρόλα αυτά οι αίθουσες είναι μισογεμάτες, κάτι δεν πάει καλά. Δεν υπάρχει αγορά, για να το πούμε και πιο λαϊκά, στην κλασική μουσική στη χώρα μας. Αυτό ξεκινά από το γεγονός ότι οι ακροατές δεν εκτιμούν αυτές τις συναυλίες όπως άλλες εκδηλώσεις με διαφορετικά είδη μουσικής. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας γιατί κλασική μουσική, ακούν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι σε σχέση με αυτούς που κάνουν το επόμενο βήμα, να έρθουν δηλαδή σε μια συναυλία.
· Πώς θα προσεγγίζατε στους νέους αυτό το είδος μουσικής. Τι θα λέγατε σ’ έναν νέο ώστε να τον πείσετε να έρθει να δει μια συναυλία σας;
Θα του έλεγα κάτι που είπε ένας μεγάλος μουσικολόγος και το θεωρώ μεγάλη αλήθεια: “αν δεν υπήρχε ο Bach δεν θα υπήρχαν και οι Beatles” Η κλασική μουσική φτιάχτηκε από νέους, πολλές φορές μάλιστα και από περιθωριακούς και παραμελημένους ανθρώπους. Απευθύνεται λοιπόν στη νεολαία. Τα ποσοστά πάντως των νέων στις συναυλίες κλασικής μουσικής -τουλάχιστον στο εξωτερικό -είναι ενθαρρυντικά. Υπάρχουν επίσης αυξήσεις των φοιτητικών συναυλιών, μεταξύ άλλων στον τομέα των παιδικών και των νεανικών και φυσικά στα μέσα ενημέρωσης. Σ’ αυτό ειδικά τον τομέα, πολλά έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για μια κρίση κλασικής μουσικής αναφορικά με την επισκεψιμότητα των νέων στις συναυλίες της στο σύνολό της. Κι αυτό γιατί υπάρχουν πολλά συναυλιακά ακροατήρια με διαφορετικά γούστα, αντιλήψεις και ενδιαφέροντα.
· Τι είναι αυτό που κάνει τους κλασικούς συνθέτες τόσο διαχρονικούς κι ακόμα και σήμερα αγαπητούς σε όλο τον κόσμο;
Ακριβώς το γεγονός ότι ήταν άνθρωποι πονεμένοι και αυτό που έγραφαν ήταν απόσταγμα ψυχικής έντασης και έκστασης. Αποκάλυψης θα έλεγα, τουλάχιστον γι’ αυτούς τους συνθέτες που όσο περνά ο καιρός αντί να μειώνεται η φήμη τους μεγαλώνει.
· Τι ήταν αυτό που καθόρισε για εσάς τη χρονιά που μας πέρασε;
Μοναξιά. Έλλειψη ανθρώπινης, δια ζώσης επικοινωνίας. Κι αυτό μολονότι ήμουν σε καθημερινή βάση στο Παν/μιο λόγω της διοικητικής μου ιδιότητας. Ήταν πολύ παράξενο μετά από πολύωρες τηλεδιασκέψεις με τους συναδέλφους του Τμήματός μου, να βγαίνω έξω από την πόρτα του Γραφείου μου και να περνώ τους διαδρόμους του Παν/μίου χωρίς να συναντώ ψυχή! Νομίζω ότι αρχίζουμε να εκτιμούμε πολλά πράγματα, που μέχρι τώρα τα θεωρούσαμε αυτονόητα.
· Ζούμε σε μια πρωτόγνωρη, δύσκολη και περιορισμένη πραγματικότητα εξαιτίας μιας νέας πανδημίας. Πόσο σας έχει επηρεάσει αυτή η κατάσταση; Πώς προσπαθείτε να περάσετε τις μέρες του εγκλεισμού;
Δόξα τω Θεώ, έχω οικογένεια και προσεύχομαι ο Θεός να τους έχει πάντα καλά. Μου δίνουν πολλή δύναμη. Διαβάζω επίσης λογοτεχνία και πιστέψτε με δεν μένει και πολύ ελεύθερος χρόνος.
· Ο χώρος της μουσικής, του θεάματος και γενικότερα του πολιτισμού πλήττεται βαθιά από όλη αυτή την παύση που έχει γίνει λόγω των έκτακτων περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Πιστεύετε ότι όλη αυτή η στέρηση του πολιτισμού θα φέρει και μια επανεκκίνηση στο χώρο;
Σίγουρα ο κόσμος διψά για μουσική και θέαμα. Πιστεύω ότι θα έχουμε άλλη εκτίμηση των πραγμάτων και σίγουρα θα υπάρξει και διαφορετική συμπεριφορά, θετική εννοώ, του ακροαματικού κοινού. Ελπίζω μόνο να μην μειωθεί η στήριξη της Πολιτείας στη Μουσική και τη Τέχνη γενικότερα, επικαλούμενη τους σίγουρα δύσκολους καιρούς που έπονται και εκμεταλλευόμενη την ευελιξία και υπομονή των καλλιτεχνών και των πολιτιστικών φορέων στην παρούσα περίοδο.
· Πόσο μπορεί κατά τη γνώμη σας να αντέξει ο χώρος του πολιτισμού με όλους αυτούς τους περιορισμούς αλλά και το κοινό χωρίς δια ζώσης επαφή με το θέαμα;
Όχι πολύ ακόμα! Ξεπεράσαμε ήδη τα όρια. Σε όλη την Ευρώπη γίνονται συναυλίες. Σε όλες τις μεγάλες Ανώτατες Μουσικές Σχολές επιτρέπεται η δια ζώσης διδασκαλία και η δράση των συμφωνικών ορχηστρών και των μουσικών συνόλων, πάντα εννοείται, με τα επιβεβλημένα μέτρα προστασίας,. Εδώ χάνουν οι φοιτητές μας τα εξάμηνα και οι ελεύθεροι καλλιτέχνες ωθούνται στην ανέχεια, όπως και πολλοί άλλοι κλάδοι βέβαια. Το παρατραβήξαμε!
· Πώς βλέπετε το πολιτιστικό και κυρίως το μουσικό μέλλον της χώρας μετά το πέρας όλων των δυσκολιών που προκάλεσε η πανδημία;
Εύχομαι να βγούμε όσο γίνεται αλώβητοι από αυτή την μεταβατική, ελπίζω, περίοδο. Τα αντανακλαστικά των καλλιτεχνών και του κόσμου δεν με ανησυχούν. Αλλού εστιάζω το πρόβλημα, όπως σας ανέφερα παραπάνω.
· Στις 21 Φεβρουαρίου ετοιμάζετε μια νέα σύμπραξη με την ΚΟΘ, διαδικτυακή αυτή τη φορά. Πόσο μεγάλη πρόκληση είναι για εσάς να διευθύνετε την ΚΟΘ σε έργα Μότσαρτ & Προκόφιεφ τηρώντας τα μέτρα και τις αποστάσεις;
Αρκετά μεγάλη. Αν μου το λέγατε ότι θα κάνω πρόβα με τα πνευστά κρυμμένα πίσω από ηχοπετάσματα, τα κρουστά ακόμα πιο πίσω και τα έγχορδα τόσο μακριά που έπρεπε να φωνάζω για να με ακούν στα τελευταία αναλόγια, δεν θα σας πίστευα. Όταν πρωτομπήκα στο χώρο δοκιμών και παίξαμε τις πρώτες νότες, τρομοκρατήθηκα. Η διαφορά στις ηχητικές ισορροπίες, o χρόνος καθυστέρησης του ήχου και η δυσκολία στην οπτική επικοινωνία από τους συναδέλφους που έπαιζαν πίσω από τα Plexiglas, με έκανε να διακόψω και να ξανασκεφτώ πως πρέπει να αντιδράσω, ώστε να συντονιστούμε. Ευτυχώς βέβαια είχα μπροστά μου την ΚΟΘ η οποία δεν είναι μόνο η καλύτερη ελληνική ορχήστρα σε καλλιτεχνικό επίπεδο και τεχνογνωσία, αλλά και στο φιλότιμο και την ευελιξία! Ιδιαίτερα ο Προκόφιεφ που χρειάζεται επικοινωνία μεταξύ των μουσικών και έχει γρήγορα tempi, μας δυσκόλεψε μέχρι να πετύχουμε, έστω και κατά προσέγγιση, χαρακτηριστικά Μουσικής Δωματίου που ουσιαστικά χρήζει αυτή η σύνθεση. Με τον Mozart χρειαστήκαμε λίγο τεχνική βοήθεια προκειμένου να ακούν οι “κρυμμένοι” μουσικοί την εξαίρετη πιανίστα μας Martyna Jatkauskaite η οποία στάθηκε πραγματικά άξια στο ύψος των περιστάσεων και συνεργαστήκαμε άψογα.
· Ποια χαρακτηριστικά αγαπάτε στον Μότσαρτ και ποια στον Προκόφιεφ;
Θεωρώ ότι ο Προκόφιεφ είναι ο σύγχρονος Mozart, όσο και να ακούγεται παράξενα. Όχι μόνο σε αυτή του την σύνθεση όπου εσκεμμένα προσομοιάζει την κλασική φόρμα, διανομή ορχήστρας, καθαρές αρμονίες, ρυθμούς κλπ, αλλά και στα μετέπειτα έργα του έχει μια πολύ καθαρή δομή και διαύγεια, διαφάνεια θα έλεγα, κάτι που κάνει τις μελωδίες του πολύ αγαπητές και αναγνωρίσιμες (όσο δύσκολες μπορεί να είναι στο να τραγουδηθούν λόγω των πιο ελεύθερων μετατροπιών του). Επομένως βρίσκω τον συνδυασμό των δύο συνθετών σε ένα πρόγραμμα πολύ πετυχημένο. Βέβαια οι τωρινές συνθήκες, δεν βοηθούν ιδιαιτέρως τέτοια προγράμματα.
· Ποιο από τα έργα που θα ακουστούν πιστεύετε ότι ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία σας περισσότερο;
Ο Προκόφιεφ είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης. Ο Μότσαρτ είναι απλώς “ιερός”!
· Τι εύχεστε και ελπίζετε για το νέο χρόνο που διανύουμε;
Υγεία και δια ζώσης επικοινωνία, αγκαλιές και φιλιά!
Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας!
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..