.
Συνέντευξη στην Μαρία Γρηγοριάδου για την Κουλτουρόσουπα.

1) Σε ηλικία τεσσάρων ετών επιλέξατε να ξεκινήσετε μαθήματα μουσικής και πιάνου. Πώς σε τόσο μικρή ηλικία πήρατε μια τέτοια απόφαση; Γιατί πιάνο;
Η πιο αχνή μνήμη μου είναι να παίζω και να κουνάω τα δάχτυλά μου στον αέρα σα να παίζω πιάνο, σε κάθε χώρο και σε κάθε γωνία του σπιτιού μου στη Ζάκυνθο όπου μεγάλωσα. Παρόλο που γεννήθηκα στη Αθήνα κατάγομαι και έζησα μέχρι τα 18 μου στη Ζάκυνθο. Με θυμάμαι, ακόμα και πριν τα τέσσερά μου χρόνια, σε όποιο χώρο πηγαίναμε και είχε πιάνο, να κάθομαι και να πατάω επίμονα τα πλήκτρα. Εκεί οι γονείς μου το είδαν και πήραν το μήνυμα ευτυχώς. Ήμουν πολύ τυχερός ως προς αυτό, γιατί είναι σπάνιο και είναι τυχεροί όσοι έχουν τους γονείς τους με το μέρος τους. Τους οφείλω πάρα πολλά πράγματα ως προς αυτό γιατί ουσιαστικά αγοράζοντάς μου το πρώτο μου πιάνο μου άνοιξαν το δρόμο να ασχοληθώ με τη Μουσική. Οπότε κάπως έτσι ήταν το ξεκίνημά μου γιατί ουσιαστικά ήταν σα να είχα γεννηθεί γι’ αυτό, παρόλο που στην πορεία εξελίχθηκε σε κάτι άλλο, εννοώ το κομμάτι της διεύθυνσης. Αλλά ήταν σα να είχα γεννηθεί γι’ αυτό γιατί περίμενα με πολύ ανυπομονησία και αγωνία για να έρθει στη ζωή μου.
2) Τι σημαίνει για εσάς ο κόσμος της Μουσικής;
Η Μουσική για μένα είναι ένα συναίσθημα, μια ενέργεια, μια ιδέα η οποία σε βοηθάει να επικοινωνείς με το διπλανό σου, με τους συνανθρώπους σου, όχι όμως με τη γλώσσα που μιλάμε. Είναι σα μια άλλη γλώσσα επικοινωνίας στην ουσία. Μια αφορμή να ενωθούν πολλοί άνθρωποι μαζί σ’ ένα μαγικό ταξίδι και να πορευτούν σε αυτό αντί για χέρι-χέρι, νότα-νότα. Και είναι μαγικό όταν το καταφέρνει αυτό αυτός που ερμηνεύει τη μουσική και συνεπαίρνει τον κόσμο, τον κάνει μέρος μιας συναυλίας και αληθινό κομμάτι της.
3) Τι έχετε κρατήσει και θυμάστε περισσότερο από τα χρόνια που σπουδάζατε Διεύθυνση Ορχήστρας;
Καθώς ολοκλήρωσα τις μουσικές μου σπουδές στο πιάνο και ήρθε η ώρα να δώσω Πανελλήνιες πέρασα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Εκεί πήγαινα για πιανίστας, δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου ότι θα γινόταν κάτι στην Κέρκυρα και θα άλλαζα, θα έκανα στροφή 180ο. Εκεί, λοιπόν, γνώρισα το δάσκαλό μου, τον καθηγητή μου, το μέντορά μου, το φίλο μου, τον κουμπάρο μου, Μίλτο Λογιάδη, ο οποίος με έκανε να «αλλαξοπιστήσω» και να ακολουθήσω το δρόμο της Διεύθυνσης Ορχήστρας. Ήταν μια καρμική συνάντηση, δεν ξέρω αν ήταν για να συμβεί αλλά πραγματικά ήταν από τα πράγματα που σου συμβαίνουν όταν δεν τα περιμένεις στη ζωή σου. Ήταν 5 αξέχαστα χρόνια, τα χρόνια των σπουδών μου στην Κέρκυρα. Θεωρώ ότι το Πανεπιστήμιο εκεί είναι ένα από τα καλύτερα στην Ελλάδα για αυτού του είδους τις σπουδές, τόσο σε επίπεδο ζωής και μουσικής, όσο και σε επίπεδο προσωπικής ευημερίας και γαλήνης. Ήταν ο τέλειος συνδυασμός να μπορέσει κανείς να αναπτυχθεί και στη ζωή του και στο επάγγελμά του και σαν χαρακτήρας και προσωπικότητα. Μου έδωσε όλα τα καλά η παραμονή μου εκεί. Ήταν ένα ταξίδι που δε θα άλλαζα το παραμικρό κι αν είχα τη δυνατότητα να γυρνάω πίσω στο χρόνο θα γυρνούσα σε αυτή τη στιγμή και θα έκανα το ίδιο ξανά και ξανά.
4) Ποιο είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα, ίσως η πιο μεγάλη πρόκληση για έναν μαέστρο;
Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν μαέστρο είναι ότι πρέπει σε ελάχιστο χρόνο να αντιληφθεί ποιους έχει μπροστά του, εννοώ πρώτα ως ανθρώπους και μετά ως μουσικούς. Γιατί ουσιαστικά ο μαέστρος εκτός από τη μουσική πλευρά είναι ο κύριος υπεύθυνος να διαχειριστεί τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή είναι ο ψυχολόγος μιας ορχήστρας γιατί πρέπει όσοι βρίσκονται μπροστά του να συνυπάρξουν αρμονικά και να κάνουν μουσική κρατώντας τις ισορροπίες, την ευγένεια, το σεβασμό, απέναντι στους συναδέλφους τους. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ ότι δε συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, απλώς ο μαέστρος έχει αυτήν την πρόκληση, ότι δεν ξέρει σε τι φάση θα συναντήσει την ορχήστρα και πώς θα καταφέρει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μουσικών και να αφοσιωθούν όλοι εκεί, εφόσον αυτός αφοσιωθεί σ’ εκείνους. Πριν απ’ όλα αυτά όμως υπάρχει άλλη μια πρόκληση για τον μαέστρο και είναι ο παρθένος τρόπος που πρέπει κάποιος να προσεγγίσει ένα έργο που έχει ξαναπαιχτεί, εξαιρούνται τα έργα νέων συνθετών που γίνονται κατά παραγγελία και θα παιχτούν σε πρώτη εκτέλεση. Θέλω να πω ότι ο μαέστρος θα πρέπει να το αντιμετωπίσει όχι αγνοώντας την ιστορική του πλευρά αλλά σε επίπεδο εκτελέσεων. Όταν το πάρει μπροστά του να το μελετήσει, δε θα πρέπει να πάει σε κάποια πλατφόρμα στο διαδίκτυο να το ακούσει αλλά θα πρέπει πρώτα να το μελετήσει ο ίδιος χωρίς τίποτα ή παίζοντάς το στο πιάνο. Και η πρόκληση είναι αυτό να μπορέσει ένας μαέστρος να αποδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα ένα έργο σεβόμενος πάντα το κείμενο, την εποχή που γράφτηκε, το συνθέτη κτλ και να κάνει τη δική του μοναδική εκτέλεση η οποία θα αποτυπωθεί και θα μείνει για πάντα είτε στην ψυχή του κάθε μαέστρου και των μουσικών είτε στις διαδικτυακές πλατφόρμες που βοηθούν στο να αποθηκευτεί αυτό το υλικό.
5) Και ποια είναι η ευθύνη για έναν Διευθυντή Ορχήστρας;
Η ευθύνη είναι τεράστια. Θέλω να πω πως όλα ξεκινούν από το πόσο καλά είναι προετοιμασμένος ένας μαέστρος και το κατά πόσο θα εμπνεύσει τους μουσικούς που είναι μπροστά του και θα τους κερδίσει. Σκεφτείτε ότι τόσος κόσμος περιμένει να σηκώσει τα χέρια του ένας άνθρωπος, να δει πότε θα τα σηκώσει, πόσο μεγάλες ή πόσο μικρές θα είναι οι κινήσεις που θα κάνει, σε ποια σημεία του κομματιού θα πάει πιο γρήγορα ή πιο αργά. Δηλαδή όλα ξεκινούν από αυτόν αλλά τελειώνουν στη μουσική. Βέβαια στην πραγματικότητα ένας μαέστρος δεν μπορεί να κάνει τίποτα από μόνος του χρειάζεται το όργανο, που είναι η ορχήστρα και οι μουσικοί της. Οπότε έχει και τεράστια ευθύνη πρωτίστως στον εαυτό του να είναι πολύ καλά προετοιμασμένος αλλά και απέναντι σε όσους έχει μπροστά του, λέγοντάς τους τη δική του αλήθεια να τους καθησυχάσει και να τους πει ότι όλα θα πάνε καλά και θα γίνει η εκτέλεση των ονείρων του.
6) Πώς ο μαέστρος καταφέρνει να επικοινωνεί ταυτόχρονα με μουσικούς και κοινό και πώς λαμβάνει την ενέργεια του κοινού;
Αυτό νομίζω είναι λίγο δύσκολο να περιγραφεί με λόγια καθώς είναι κάτι το οποίο όταν συμβαίνει το εισπράττει και ο κόσμος πάνω στη σκηνή και ο κόσμος κάτω από τη σκηνή. Δε νομίζω ότι υπάρχει κάποια συνταγή ή χρονικό σημείο που να συμβαίνει. Άλλωστε υπάρχουν και συναυλίες που όταν φεύγει ο κόσμος δεν παίρνει τίποτα, είναι σα να μην πήγε ποτέ και υπάρχουν και συναυλίες που θα θυμούνται για μια ζωή αυτό που έζησαν. Για μένα στόχος μου είναι κάθε φορά να ανέβω επάνω με μεγάλη αγνότητα και αθωότητα και να μεταδώσω αυτό το μήνυμα το συντομότερο δυνατό. Δηλαδή να μεταδώσω την ενέργεια από την πρώτη ανάσα του φλαουτίσα που έχει να φυσήξει το φλάουτο, του βιολιστή που έχει να βάλει το δοξάρι πάνω στις χορδές. Για εμένα η κάθε παράσταση ξεκινάει λίγο πριν σηκώσω τα χέρια μου, από εκεί προσπαθώ να συγκεντρωθώ πάρα πολύ καλά, δεν το κάνω ως αυτοσκοπό, αλλά θέλω να συνεπάρω κάποιον μαζί μου φυσικά, να δημιουργηθεί από μόνο του, μαγικά. Όσο δε γίνεται αυτό ως αυτοσκοπός τόσο πιο εύκολα μπορεί να συμβεί αυτή η σύνδεση.
7) Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες και ποια έργα απολαμβάνετε να διευθύνετε περισσότερο και γιατί ;
Μου αρέσει πάρα πολύ η συμφωνική μουσική, μου αρέσει πάρα πολύ ο Μότσαρτ, μου αρέσει ο Μάλερ, δεν έχω καταφέρει να διευθύνω κάποιο έργο του, μόνο ένα μικρό κομμάτι από την 5η Συμφωνία του. Είναι δύσκολο να καταλήξω σε κάποιον συγκεκριμένα, θεωρώ ότι ο καθένας έχει τα δικά του χαρακτηριστικά κι από όλους έχεις να πάρεις κάτι. Μου αρέσει οτιδήποτε μου δίνουν να διευθύνω να το κάνω κάθε φορά με μοναδικό τρόπο. Διαβάζω συνέχεια για τους συνθέτες και τους μελετώ. Αλλά αν μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιους θα ήταν ο Μότσαρτ, που τον αγαπώ, ο Μάλερ, ο Μπετόβεν, Ο Στραβίνσκι, ο Ντεμπυσσύ. Είναι μια παλέτα που μου αρέσει στη μουσική γιατί μου αρέσει και ο δυναμισμός και η ηρεμία σαν τη θάλασσα, η πλαστικότητα σαν τις κινήσεις μιας μπαλαρίνας.
8) Πλέον εδώ και κάποια χρόνια σας παρακολουθούμε να συνεργάζεστε στενά με την Εθνική Λυρική Σκηνή τόσο σε κλασικά έργα και Όπερες όσο και σε πιο σύγχρονα. Μιλήστε μας για αυτή τη συνεργασία σας.
Είναι πολύ μεγάλη η χαρά και η τιμή να βρίσκομαι στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως προσκεκλημένος συνεργάτης. Συνεργάζομαι από το 2019 με την ΕΛΣ και όπως σωστά είπατε έχω κάνει έργα από Όπερες μέχρι μιούζικαλ. Είναι πολύ τιμητικό για εμένα να βρίσκομαι εκεί και πιο τιμητικό απ’ όλα είναι η αγάπη που λαμβάνω από όλους τους ανθρώπους στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που εκεί είναι πλέον και το σπίτι της ΕΛΣ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο η αγάπη, τα χαμόγελα όλων των μουσικών, όλων των σωμάτων και της Χορωδίας και της Ορχήστρας, των τραγουδιστών, των σκηνοθετών, του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ακόμα και των ανθρώπων στα γραφεία. Είναι πολύ ωραίες οι αναμνήσεις που έχω εκεί κι εύχομαι να συνεχιστούν.
9) Έχετε συνεργαστεί και με σπουδαία ονόματα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής; Πώς νιώθετε για αυτές τις συνεργασίες; Υπάρχει κάποια αξέχαστη στιγμή μέσα σε αυτές;
Θυμάμαι πολύ έντονα τη συνεργασία μου με τον Μάριο Φραγκούλη. Ουσιαστικά ήταν ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο αυτή η συνεργασία γιατί θυμάμαι να πηγαίνουμε από το Σίδνεϋ και την Αυστραλία μέχρι το Μόντρεαλ και τον Καναδά. Όπου και να βρισκόμασταν ήταν μια συγκλονιστική μουσική στιγμή και τον ευχαριστώ γι’ αυτό, του είμαι ευγνώμων. Ήμουν τυχερός γι’ αυτήν τη συνεργασία. Έχω παίξει αρκετό πιάνο στις συναυλίες μας αλλά έχω διευθύνει κιόλας όταν υπήρχαν μεγαλύτερα μουσικά σύνολα.
10) Κατά τη γνώμη σας υπάρχει διαχωρισμός ποιοτικής και μη ποιοτικής μουσικής; Τι θα μπορούσε να κάνει ένα μουσικό έργο να ξεχωρίσει;
Δε νομίζω ότι σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ποιοτική και μη ποιοτική μουσική, καλύτερα να μιλάμε για μουσική, που είναι κάτι υποκειμενικό. Θεωρώ ότι το μόνο που μπορεί να μας πείσει ότι δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός είναι ότι ο καθένας ακούει ότι θέλει ανάλογα με την ανάγκη του και τη διάθεσή του να μάθει από κάτι, να ψυχαγωγηθεί από κάτι, να εκπαιδευτεί. Θα έλεγα ότι ο διαχωρισμός δεν είναι σε ποιοτική και μη μουσική αλλά σε κλάδους που περιλαμβάνουν το εκπαιδευτικό, το ψυχαγωγικό, το διασκεδαστικό κομμάτι της. Δεν το λέω με την έννοια ότι η μουσική είναι μία αλλά το λέω με την έννοια του τι επιλέγει ο καθένας, αν επιλέγει την πιο ελαφριά, πιο ποπ, πιο τζαζ, πιο κλασική μουσική, είναι θέμα γούστου.
11) Πώς νιώσατε μέσα στις δύσκολες περιόδους της πανδημίας και του εγκλεισμού; Πώς σας επηρέασε όλη αυτή η απότομη αλλαγή;
Θα είμαι ειλικρινής και θα πω ότι η πρώτη καραντίνα ήταν λίγο δύσκολη γιατί απέκτησα ελεύθερο χρόνο μετά από πάρα πολύ καιρό. Δε θυμάμαι να έχω ξανά τόσο ελεύθερο χρόνο. Εκεί ξέσπασαν διάφορα ψυχοσωματικά και ήταν η τέλεια στιγμή να ακούσω και να αφουγκραστώ κάποιες ανάγκες που είχε ο οργανισμός μου και η ψυχή μου. Το έκανα, παρέμεινα μόνος μου και σεβάστηκα την ευκαιρία που έδωσε η καραντίνα να απομονωθούν κάποια πράγματα και να συνομιλήσω λίγο με τον εαυτό μου. Ωστόσο αργότερα όταν άρχισαν να ανοίγουν λίγο-λίγο τα πράγματα πάλι με μέτρα και βγήκαμε πάλι στις δουλειές, ήμουν τυχερός και σε αυτό το κομμάτι γιατί μπόρεσα και είχα επαφές με τη διαδικτυακή πλευρά των εμφανίσεων. Έκανα αρκετές μαγνητοσκοπήσεις και με την ΕΛΣ και με το Μέγαρο Μουσικής κι αν θυμάμαι καλά και με την ΕΡΤ, ήμουν ενεργός. Αλλά στην αρχή είχα τις σκέψεις του τι θα γίνει αύριο, πού θα πάει αυτή η κατάσταση γιατί καλός και ο πάγος αλλά πότε θα βγει ο ήλιος. Νομίζω ότι όταν υπάρχει ψυχραιμία, καθαρό μυαλό κι έχεις κάνει μια συζήτηση με τον εαυτό σου μπορείς και αντιμετωπίζεις ακόμα και τα πιο δύσκολα πράγματα.
12) Τι γνώμη έχετε για τις μεταδόσεις που έγιναν μέσω livestreaming;
Βοήθησε γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Είναι αυτό που λένε αν κάτι δεν μπορείς να το αποφύγεις, απόλαυσέ το. Έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς καλλιτέχνες και σε όλους να προβληθούν, να προβάλουν τη δουλειά τους μέσω διαδικτυακών φορμών. Τώρα επειδή κάποιοι φορείς όπως η ΕΡΤ, η ΕΛΣ, το Μέγαρο Μουσικής πήγαν ένα βήμα παραπέρα και έδωσαν τη δυνατότητα στον κόσμο να μη σταματήσουν να βλέπουν παραστάσεις, χωρίς κοινό βέβαια αλλά από το σπίτι τους, ήταν κι αυτό μια ευκαιρία να κρατηθεί ζωντανό το κομμάτι της μουσικής. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία σχέση με το live, είναι άλλο πράγμα να έχεις μπροστά σου το κοινό και να αισθάνεσαι την ενέργεια και τις ανάσες τους. Φυσικά πάντα θα επέλεγα τη δια ζώσης προβολή.
13) Πιστεύετε ότι μετά από αυτή την κρίση που προκάλεσε ο κορωνοϊός θα γίνει μια πιο ουσιαστική επανεκκίνηση στον πολιτισμό , μιας και η έλλειψη του θεάματος ήταν αισθητή κι έντονη;
Ευτυχώς η επανεκκίνηση του πολιτισμού έχει αρχίσει εδώ και καιρό και νομίζω ότι από τον καιρό των διαδικτυακών συναυλιών υπήρχε χρόνος για προετοιμασία για όταν θα ανοίξουν τα πράγματα, για να βγουν στον κόσμο οι διάφορες εκδηλώσεις. Ο κόσμος έχει την ανάγκη, εγώ το βλέπω και μέσα από τις παραστάσεις που έκανα με την ΕΛΣ το τελευταίο διάστημα. Έχει ανάγκη να δει και να βιώσει αυτό που στερήθηκε τόσο καιρό κι αυτό είναι κάτι σπουδαίο και συγκινητικό.
14) Για να έρθουμε σιγά-σιγά στη συναυλία της 12ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Νομίζω ότι η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης ήταν η μοναδική ελληνική ορχήστρα που δεν έχετε συνεργαστεί και διευθύνει μέχρι σήμερα. Πώς νιώθετε για αυτήν τη συνεργασία σας πλέον ;
Ανυπομονώ πάρα μα πάρα πολύ γι’ αυτή τη συνεργασία, τρέμω από την ανυπομονησία και πραγματικά το τελευταίο διάστημα, μετά από το “Άξιον Εστί” στην ΕΛΣ, δε σκέφτομαι τίποτα άλλο. Βέβαια απ’ όταν μου ανακοινώθηκε αυτή η συνεργασία ήμουν ευτυχισμένος, ένιωσα ολοκληρωμένος. Είναι μια ορχήστρα που τη θαυμάζω σε ύψιστο βαθμό και μου έχει κάνει εντύπωση όσες φορές την έχω παρακολουθήσει και το υψηλό επίπεδο των μουσικών, το κλίμα που επικρατεί μέσα στην ορχήστρα. Το πιο συγκινητικό είναι ότι οι μνήμες που έχω είναι μνήμες από συναυλίες που έχει κάνει ο δάσκαλός μου ο Μίλτος Λογιάδης και τότε πάντα σκεφτόμουν, καλοπροαίρετα, πότε θα έρθει η στιγμή που θα πάρω κι εγώ αυτή τη θέση, θα ανέβω στο πόντιουμ της ΚΟΘ.
15) Η συναυλία είναι αφιερωμένη στο Μίκη Θεοδωράκη και στα συμφωνικά και κινηματογραφικά του έργα. Πριν λίγες μέρες είχατε διευθύνει το “Άξιον Εστί” στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Τι είναι για εσάς ο Μίκης Θεοδωράκης;
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας συνθέτης, ένας άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης, μια πολυδιάστατη προσωπικότητα. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά, ήμουν ένα από τα ραντεβού του από τα πολλά που είχε λίγο πριν φύγει από τη ζωή, κάπου στο Μάρτιο. Μου μίλησε για όλη του τη ζωή σχεδόν, γιατί μου μίλησε και με αφορμή το “Άξιον Εστί”. Γι’ αυτή τη συνάντηση ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της ΕΛΣ, κύριο Γιώργο Κουμεντάκη. Όταν ακούς τόσα χρόνια τα έργα ενός ανθρώπου και μέσα στα έργα παρατηρείς δυναμισμό, ένταση, νεύρα αλλά και ευαισθησία, αγάπη, αρμονία, απλότητα είναι ένας συνδυασμός που έμενα προσωπικά με μάγεψε. Προσπάθησα με πλήρη σεβασμό και με ταπεινότητα ως προς το έργο του να αποδώσω και το “Άξιον Εστί” και όλα αυτά τα κομμάτια που θα κάνουμε στη συναυλία της 12ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
16) Μιλήστε μας με λίγα λόγια για τη βραδιά της συναυλίας στο Μέγαρο Μουσικής που θα γίνει στις 12 Νοεμβρίου. Τι να περιμένουμε να ακούσουμε και να δούμε;
Είναι ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει πολλά διάσημα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη όπως τη “Μαρίνα”, το “Χρυσό πράσινο φύλλο”, το “Αστεράκι, αποσπάσματα από το Ζορμπά. Μαζί θα είναι η Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Έχει ένα κράμα και τραγουδιστικής και ορχηστρικής μουσικής.
17) Τι ονειρεύεστε και τι σχεδιάζετε για το άμεσο μέλλον ;
Να βλέπω παντού χαμόγελα.
