Συνέντευξη στην Μαρία Γρηγοριάδου για την Κουλτουρόσουπα.
.
Είναι ένας από τους πιο δραστήριους βιολιστές και μουσικούς της γενιάς του. Είναι εξάρχων βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης ενώ έχει συνεργαστεί ως Κορυφαίος Α’ και με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Έχει συνεργαστεί με όλες τις ελληνικές ορχήστρες και με αρκετές του εξωτερικού ενώ έχει πραγματοποιήσει εμφανίσεις στο Ηρώδειο, στη Kammermusiksaal της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, στο St. John's Smith Square του Λονδίνου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών κ.α. Σπούδασε στο Βερολίνο (Hochschuleder Künste, Ακαδημία Μουσικής Hanns Eisler) και το Λονδίνο (Guildhall School of Music and Drama) με υποτροφία του ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» και της εταιρίας «Τέχνη» και είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου City του Λονδίνου, με διατριβή πάνω στο βιολιστικό έργο του Νίκου Σκαλκώτα.
Ως μουσικός έχει μελετήσει έντονα τη μουσική του 20ου αιώνα ενώ σαν συνθέτης και ενορχηστρωτής έχει δουλέψει σε μια πλατιά γκάμα μουσικών ειδών. Έχοντας γράψει μουσική για κινηματογράφο, ντοκιμαντέρ και σύγχρονο χοροθέατρο, η δισκογραφία του πλέον περιλαμβάνει τρεις προσωπικούς δίσκους.
Ο λόγος για τον Αντώνη Σουσάμογλου που με αφορμή τη συμμετοχή του στη συναυλία της ΚΟΘ «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» μιλά αποκλειστικά στην «Κουλτουρόσουπα»

Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ασχοληθείτε με τη μουσική και πώς επιλέξατε το βιολί;
Γεννήθηκα σε μουσικό περιβάλλον και ξεκίνησα να μαθαίνω μουσική πριν γίνει συνειδητή επιλογή. Αρχικά μουσική προπαιδεία και σχεδόν ταυτόχρονα βιολί. Αρκετά αργότερα, γύρω στα δεκαπέντε, αποφάσισα πως η μουσική θα ήταν ο δρόμος μου και δεν το μετάνιωσα ούτε μια μέρα.
Ποια ήταν και είναι τα μουσικά σας ερεθίσματα; Υπάρχουν μουσικοί και συνθέτες που να θαυμάζετε;
Τα πρώτα μου μουσικά ερεθίσματα ήταν οι κλασικοί συνθέτες. Θυμάμαι πως ο πρώτος αγαπημένος μου δίσκος ήταν τα κοντσέρτα για βιολί του Μπαχ. Μετά στους αγαπημένους δίσκους μου προστέθηκαν το κόκκινο και το μπλε άλμπουμ των Beatles, το «10 χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, η «Ρωμαϊκή Αγορά» του Χατζιδάκι. Από τότε γνώρισα τον LeonardBernstein, τον PaulSimon, τον LeonardCohen, τον ElvisCostello, τον Μάλερ, τον KeithJarret, τον Sting και αμέτρητους άλλους.
Τα πρώτα μου μουσικά ερεθίσματα ήταν οι κλασικοί συνθέτες. Θυμάμαι πως ο πρώτος αγαπημένος μου δίσκος ήταν τα κοντσέρτα για βιολί του Μπαχ. Μετά στους αγαπημένους δίσκους μου προστέθηκαν το κόκκινο και το μπλε άλμπουμ των Beatles, το «10 χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, η «Ρωμαϊκή Αγορά» του Χατζιδάκι. Από τότε γνώρισα τον LeonardBernstein, τον PaulSimon, τον LeonardCohen, τον ElvisCostello, τον Μάλερ, τον KeithJarret, τον Sting και αμέτρητους άλλους.
Έχετε σπουδάσει στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τι είναι αυτό που προσφέρουν οι μουσικές σπουδές στο εξωτερικό και συνήθως τις ακολουθούν οι περισσότεροι μουσικοί που θέλουν να εξελιχθούν και δεν προσφέρεται εδώ στην Ελλάδα;
Σπούδασα κυρίως στο Βερολίνο. Στην δική μου γενιά οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν λίγο πολύ μονόδρομος, καθώς δεν υπήρχαν ακόμα μουσικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Πέρα όμως από την ίδια τη σχολή, τεράστιο ρόλο στη ζωή μου έπαιξε η μουσική ζωή της πόλης. Τα ερεθίσματα από ένα τέτοιο μουσικό περιβάλλον είναι ανεκτίμητα. Συστήνω σε κάθε νέο άνθρωπο να αφήσει για κάποια χρόνια την πόλη που μεγάλωσε και να ζήσει κάπου αλλού.
Έχετε συνεργαστεί με μεγάλες και σημαντικές Ορχήστρες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Διαφέρουν σε κάτι οι Ορχήστρες στη χώρα μας από αυτές των άλλων χωρών; Υπάρχει κάποια συνεργασία που να σας έχει μείνει αξέχαστη;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια εν γένει διαφορά. Οι ορχήστρες είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, οπότε κάθε ορχήστρα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που αλλάζει συμπεριφορά ανάλογα με τα πρόσωπα και τις συνθήκες. Κάποια ορχήστρα μπορεί να κερδίζει σε πειθαρχία και τη μελέτη, κάποια άλλη με τα γρήγορα αντανακλαστικά. Υπάρχουν ορχήστρες που διακρίνονται για τους σολίστες τους, και άλλες για το ομαδικό τους πνεύμα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια εν γένει διαφορά. Οι ορχήστρες είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, οπότε κάθε ορχήστρα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που αλλάζει συμπεριφορά ανάλογα με τα πρόσωπα και τις συνθήκες. Κάποια ορχήστρα μπορεί να κερδίζει σε πειθαρχία και τη μελέτη, κάποια άλλη με τα γρήγορα αντανακλαστικά. Υπάρχουν ορχήστρες που διακρίνονται για τους σολίστες τους, και άλλες για το ομαδικό τους πνεύμα.
Υπάρχουν πολλές αξέχαστες εμπειρίες, αλλά μια που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η 4η Συμφωνία του Σοστακόβιτς με τον Bernard Haitink στο Κονσερβατόριο της Μόσχας. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ορχηστρικής μου ζωής.

Είστε το πρώτο βιολί στην ΚΟΘ; Πώς αναλαμβάνει κανείς αυτή τη θέση; Νιώθετε κάποια μεγαλύτερη ευθύνη;
Όπως όλες οι θέσεις στην Κρατική Ορχήστρα, η θέση του εξάρχοντα καλύπτεται με διαγωνισμό και μάλιστα με πολύ αυστηρά κριτήρια. Υπάρχει μεγάλη ευθύνη και άγχος, που πάνε όμως αγκαζέ με την χαρά για το μουσικό αποτέλεσμα.
Πώς νιώθετε γι’ αυτήν τη σταθερή συνεργασία σας με την ΚΟΘ ; Τι θα θέλατε να αλλάξει και να εξελιχθεί ώστε να βελτιωθεί η Ορχήστρα;
Ευτυχώς, παρά την δύσκολη οικονομική συγκυρία, η ΚΟΘ στελεχώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με νέους μουσικούς εξαιρετικού επιπέδου. Το κυριότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η ΚΟΘ είναι το ζήτημα της στέγασης. Μια σταθερή αίθουσα συναυλιών είναι απαραίτητο συστατικό ενός πετυχημένου προγραμματισμού και στη σχέση μιας ορχήστρας με το κοινό της.
Ταυτόχρονα ασχολείστε και με την ενορχήστρωση. Τι σας οδήγησε σε αυτήν την ενασχόληση;
Νομίζω πως ξεκινάει από την μεγάλη μου επιθυμία να αποκρυπτογραφήσω κάθε μουσική που ακούω, να ξεκλειδώσω τα μυστικά του ήχου. Κάποια παιδιά σπάζουν τα παιχνίδια τους για να ανακαλύψουν πως λειτουργεί ο μηχανισμός από μέσα. Κάπως έτσι είμαι εγώ με τη μουσική.
Κινηματογραφική μουσική και έντεχνο τραγούδι. Δυο θα λέγαμε εντελώς διαφορετικά πράγματα. Τι σας συγκινεί στο καθένα και συνθέτετε γι’ αυτό;
Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τον Βασίλη Κατσίκη στη ταινία του “Lurk”. Το να γράψω μουσική για κινηματογράφο ήταν, και παραμένει, μια από τις μεγάλες συγκινήσεις της ζωής μου και είμαι ευγνώμων στο Βασίλη που μου άνοιξε την πόρτα στον μαγικό αυτό κόσμο. Κατά κάποιο τρόπο, αν και φαινομενικά μακρινά ξαδέρφια, η μουσική για κινηματογράφο και το τραγούδι είναι πολύ κοντά μέσα μου, γιατί γράφω τραγούδια σαν να γύριζα μικρές ταινίες. Με γοητεύει πολύ η αφήγηση, το σκηνικό, οι μικρές λεπτομέρειες στους χαρακτήρες ή τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται με λέξεις.
Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τον Βασίλη Κατσίκη στη ταινία του “Lurk”. Το να γράψω μουσική για κινηματογράφο ήταν, και παραμένει, μια από τις μεγάλες συγκινήσεις της ζωής μου και είμαι ευγνώμων στο Βασίλη που μου άνοιξε την πόρτα στον μαγικό αυτό κόσμο. Κατά κάποιο τρόπο, αν και φαινομενικά μακρινά ξαδέρφια, η μουσική για κινηματογράφο και το τραγούδι είναι πολύ κοντά μέσα μου, γιατί γράφω τραγούδια σαν να γύριζα μικρές ταινίες. Με γοητεύει πολύ η αφήγηση, το σκηνικό, οι μικρές λεπτομέρειες στους χαρακτήρες ή τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται με λέξεις.

Αγαπημένος κινηματογραφικός συνθέτης;
Η προηγούμενη γενιά κινηματογραφικών συνθετών, όπως ο John Williams, Nino Rota, ή ο Ennio Moriccone ήταν κάπως πιο τυχεροί, επειδή ο κινηματογράφος έδινε ακόμα την ευκαιρία να δημιουργήσουν μουσικά έργα που μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα σε σχέση με την ταινία. Στη σημερινή εποχή, η μουσική έχει την τάση να είναι καθαρά χρηστική για τις ανάγκες της ταινίας, και δεν υπάρχει περιθώριο για ευρηματικές μελωδίες. Γενικά με γοητεύουν οι συνθέτες που εξακολουθούν ακόμα να κάνουν τη μουσική πιο χειροποίητα, μόνοι τους, χωρίς τη βιομηχανία συνθέτων και ενορχηστρωτών που υπάρχει στο Χόλυγουντ. Εκεί βρίσκω τις στιγμές με τη μεγαλύτερη συγκίνηση.
Τι θέματα σας απασχολούν στη σύνθεση; Από πού εμπνέεστε; Τι θα θέλατε να περάσετε μέσω της μουσικής σας δημιουργίας;
Αν δεν πρόκειται για κάποια ανάθεση με συγκεκριμένο πλαίσιο, τότε η σύνθεση είναι μια πολύ εγωιστική διαδικασία. Είναι η ανάγκη μου να περιγράψω τον κόσμο όπως τον νιώθω εκείνη τη στιγμή της ζωής μου, και αν μέσα από αυτή τη διαδικασία υπάρξουν και μερικοί άνθρωποι που έρθουν μαζί στη διαδρομή, τότε είμαι πολύ τυχερός. Το τραγούδι είναι ένας μαγικός τρόπος να φυλακίζεις μια στιγμή στο χρόνο. Υπάρχουν αμέτρητα πράγματα που οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους μόνο μέσα από τραγούδια, γιατί οι λέξεις δεν επαρκούν.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα μουσικό κομμάτι να είναι διαχρονικό και να αντέχει στο πέρασμα του χρόνου και των γενεών; Πιστεύετε υπάρχουν νέοι δημιουργοί που να «θέτουν υποψηφιότητα» για διαχρονικότητα;
Αναμφισβήτητα. Η κάθε εποχή αφήνει το αποτύπωμά της στις επόμενες. Απλώς αυτή τη στιγμή δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα ξεχωρίσει ο χρόνος. Πριν από 100 χρόνια, υπήρξε ένα μεγάλο υπαρξιακό αδιέξοδο των συνθέτων λόγω της κρίσης του τονικού συστήματος στη μουσική. Σήμερα, έχοντας την απόσταση του χρόνου, βλέπουμε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα σαν μια από τις πλέον συναρπαστικές εποχές στην Ιστορία της δυτικής μουσικής.
Πόσο μουσικά καταρτισμένο και έτοιμο είναι το ελληνικό κοινό για να αναγνωρίσει είτε την κλασική είτε την σύγχρονη ποιοτική μουσική;
Νομίζω πως εν δυνάμει όλοι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν την μεγάλη τέχνη. Και με τον όρο μεγάλη τέχνη, δεν εννοώ μόνο την κλασική μουσική, αλλά τη μεγάλη τέχνη που μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε είδος μουσικής Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε προτιμώ να εστιάζω στην ευθύνη που έχουμε εμείς ως καλλιτέχνες. Η μουσική πράξη απαιτεί ένα τρίγωνο: τον δημιουργό, τον ερμηνευτή και το κοινό.

Εσάς πώς σας επηρέασε η καραντίνα και η απομάκρυνση από τη σκηνή και το ζωντανό θέαμα;
Κόστισε σε όλους μας πάρα πολύ. Η μουσική είναι μια μορφή τέχνης που ζυμώνεται με το κοινό. Είχαμε την τύχη ως ορχήστρα σε αυτό το διάστημα να μπορούμε να ηχογραφήσουμε και να μαγνητοσκοπήσουμε πολλά έργα, κυρίως Ελλήνων συνθετών, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το τελετουργικό της συναυλίας. Για να μην μιλήσω φυσικά για συναδέλφους εκτός των ορχηστρών, όπου τα πράγματα ήταν, και παραμένουν, εξαιρετικά δύσκολα βιοποριστικά.
Στις 22/5 παρουσιάζετε μαζί με την ΚΟΘ το συμφωνικό έργο του Τζορτζ Γκέρσουιν «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» μαζί με άλλα 3 έργα. Μιλήστεμας λίγο για αυτή τη συναυλία.
Βρίσκω το πρόγραμμα αυτής της συναυλίας ιδιαίτερα «φωτεινό». Τα τρία από τα τέσσερα έργα της συναυλίας (Gerswhin, Perry και Adams) έχουν έντονα Αμερικάνικο χαρακτήρα και ταιριάζουν πολύ δραματουργικά με το κοντσέρτο για βιολί του Χρίστου Παπαγεωργίου.
.jpg)
Στο πρώτο μέρος θα παρουσιαστεί, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το ‘Κοντσέρτο για βιολί’ του Χρίστου Παπαγεωργίου με σολίστ εσάς. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Τι έχετε να μας πείτε για αυτό το έργο;
Με τον Χρίστο Παπαγεωργίου μας συνδέει μια μακρόχρονη συνεργασία και εκτιμώ πολύ τη δουλειά του, γι’ αυτό και ήταν μεγάλη η χαρά και η τιμή όταν μου πρότεινε να παίξω το κοντσέρτο του. Είναι ένα εκρηκτικό έργο, πλούσιο σε μελωδίες και ρυθμούς, πολύ απαιτητικό για τον σολίστα, που αναμιγνύει πολύ πετυχημένα την Ελληνική παραδοσιακή μουσική, της Ηπείρου και των νησιών με ευφάνταστη ενορχήστρωση και Χολυγουντιανό ήχο.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Το επόμενο διάστημα μέχρι το καλοκαίρι με βρίσκει πολύ πολυάσχολο με δυο προτζεκτ τα οποία περιμένω με ανυπομονησία. Το πρώτο είναι μια συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Φεστιβάλ Επταπυργίου στις 17 κ 18 Ιουνίου με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Εκεί, εκτός από τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών που υπογράφουμε μαζί με τον Λάζαρο Τσαβδαρίδη, θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά ένα νέο συμφωνικό έργο που γράφω βασισμένο στη μουσική του Σαββόπουλου.
Το επόμενο διάστημα μέχρι το καλοκαίρι με βρίσκει πολύ πολυάσχολο με δυο προτζεκτ τα οποία περιμένω με ανυπομονησία. Το πρώτο είναι μια συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Φεστιβάλ Επταπυργίου στις 17 κ 18 Ιουνίου με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Εκεί, εκτός από τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών που υπογράφουμε μαζί με τον Λάζαρο Τσαβδαρίδη, θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά ένα νέο συμφωνικό έργο που γράφω βασισμένο στη μουσική του Σαββόπουλου.
Το αμέσως επόμενο πρότζεκτ είναι το “Sonic Convergence’ («Ηχητική σύγκλιση») μια παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια τρομερή ομάδα μουσικών, τον Χρήστο Ραφαηλίδη στο βιμπράφωνο, τον Πέτρο Κλαμπάνη στο κοντραμπάσο και τον Χρήστο Χατζή στη σύνθεση που, μαζί με ένα κλασικό κουαρτέτο εγχόρδων που απαρτίζεται – έκτος από εμένα – από τον David Bogorad, τον Θανάση Σουργκούνηκαι τον Βασίλη Σαΐτη, φιλοδοξεί να γεφυρώσει τον κόσμο της τζαζ και της σύγχρονης κλασικής μουσικής.
Σας ευχαριστώ!
.

.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..