Ο συγγραφέας Μάνθος Σκαργιώτης συνομιλεί με τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά λυμένα…

1283 Views
Ο συγγραφέας Μάνθος Σκαργιώτης συνομιλεί με τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά λυμένα… Ο συγγραφέας Μάνθος Σκαργιώτης συνομιλεί με τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά λυμένα…

Ο συγγραφέας Μάνθος Σκαργιώτης συνομιλεί με τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά λυμένα… 
,
Ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος μισεί τις κλειδαρότρυπες και συνομιλεί με εκείνους τους εργάτες της τέχνης που του δανείζουν τα κλειδιά και τα αντικλείδια για τις πόρτες του νου και της ψυχής!
 
1. Ένας από τους βασικούς στόχους μιας συνέντευξης είναι να φιλοξενήσει μέσα στις γραμμές της τις αλήθειες κι ένας δεύτερος να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Φυσικά μέσω αυτής “διαφημίζεται” και αυτός που την παραχωρεί στο μέσο. Έχετε την ευκαιρία να διαφημίσετε ανοιχτά και ξεκάθαρα αυτό που θα θέλατε και να πείσετε τους αναγνώστες μας για την αλήθεια σας.
 
Όσο καταφέρνει η πηγή να διαφημίσει εξ αποστάσεως τη δροσιά του νερού της, τόσο καταφέρνει και ο συγγραφέας να διαφημίσει τις αλήθειες του βιβλίου του μέσα σε μια συνέντευξή του. Αν ο αναγνώστης δεν σκύψει να πιει νερό (κείμενο), πες του εσύ ότι έχεις γράψει το αριστούργημα του αιώνα – θα σου χαμογελάσει συγκαταβατικά. Στη συνέντευξη ο συγγραφέας το μόνο που καταφέρνει, αν ερωτηθεί, είναι να γνωστοποιήσει απλώς τι έγραψε. Όχι τους στόχους του ή τα μηνύματά του ή τις ιδέες του ή τα «κατορθώματά» του ή «άλλα ηχηρά παρόμοια». Αυτά, αν υπάρχουν, θα τα ανακαλύψει ο αναγνώστης. Εξάλλου, στη λογοτεχνία την πρωτοκαθεδρία την έχει πια ο αναγνώστης. Ο συγγραφέας «έχει πεθάνει» προ πολλού. Συγκεκριμένα από τη δεκαετία του `60. Οι απόψεις του για το δικό του έργο είναι…  κουβέντα να γίνεται.
Ασφαλώς, χαίρομαι που μου δίνετε την ευκαιρία να τα πούμε και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία.
 
2. Θα σας προκαλούσα να σκεφτείτε τη μέχρι τώρα ζωή σας και να επιλέξετε στη συνέχεια να μας παρουσιάσετε τα ελαττώματα ή τα προτερήματά σας. Ξέρω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν και ελαττώματα και προτερήματα. Στην παρούσα στιγμή θα με ενδιέφερε να επιλέξετε μόνο την αυτοσύσταση των προτερημάτων σας ή μόνο την αυτοσύσταση των ελαττωμάτων σας.
 
Και ποιον αφορούν τα προτερήματα και τα ελαττώματά μου; Μόνο τους κοντινούς μου ανθρώπους. Αυτοί τα ξέρουν και μάλιστα καλύτερα από μένα. Οι απ’ έξω δε δίνουν πεντάρα. Άσε που θα τα διαβάζουν με δυσπιστία! Όσο για τον αναγνώστη των βιβλίων μου, σκασίλα του. Είπαμε, ο συγγραφέας βρίσκεται πλέον πίσω απ’ τη σκηνή. Ωστόσο οφείλω να απαντήσω στο ερώτημά σας. Επιλέγω ελαττώματα, όχι από γενναιότητα, αλλά γιατί θέλω να δώσω τον πλαγιότιτλό τους για τη βασιμότητα του οποίου δεν έχω καμιά αμφιβολία. Πιστεύω πως έτσι η απάντησή μου θα είναι πιο κοντά στην αλήθεια από το αν επέλεγα προτερήματα. Λοιπόν, έχω (όπως όλοι μας) ελαττώματα (σύμφυτα, κληρονομικά και επίκτητα), αλλά ένα είναι το βασικό: η αδυναμία μου να τα εντοπίσω ακριβοδίκαια (ώστε να μην αδικήσω ούτε τον εαυτό μου ούτε την αλήθεια) και να τα μερεμετίσω όσο θα ήθελα. Το έχουν πει κιόλας άλλοι: τον κόσμο ολόκληρο μπορεί να τον γνωρίσουμε, τον εαυτό μας δύσκολα.
 
3. Δώστε μόνος σας έναν τίτλο από την ψυχή και το μυαλό σας για αυτή την συνέντευξη. Θα ήθελα αυτός ο τίτλος αρχικά να προβληματίσει τον αναγνώστη μας και στη συνέχεια να του δημιουργήσει την επιθυμία να διαβάσει τις απόψεις σας. Εφόσον καταφέρει να τη διαβάσει μέχρι το τέλος... να του αφήσει και κάποιον προβληματισμό.
 
Ό,τι μας στερεί η ζωή μάς το προσφέρει γενναιόδωρα η τέχνη.
  
4. Αν δεν απαντήσετε σε κάποια από τις ερωτήσεις, κάτω από την ερώτησή μου θα βάλω μία παύλα. Θεωρώντας αυτονόητο πως όλες οι ερωτήσεις μου θα κινούνται στα πλαίσια της κοσμιότητας και θα έχουν να κάνουν με το μυαλό, την ψυχή και την ιδεολογία σας θεωρώ την αποφυγή μιας απάντησης ως αδυναμία έκφρασης και επικοινωνίας. Ποια είναι η δική σας άποψη περί του θέματος αυτού, αλλά και γενικότερα για την “ελευθερία” αυτού που παραχωρεί τη συνέντευξη;
 
Υπό την προϋπόθεση αυτή (πλαίσια κοσμιότητας), ναι, δεν υπάρχει ερώτηση χωρίς απάντηση. Εκτός από τις ερωτήσεις που αφορούν το υπερπέραν. Πρέπει όμως η ερώτηση να κινείται μέσα στο γνωστικό πεδίο, στα ενδιαφέροντα και στην ιδιότητα του ερωτώμενου. Αν συμβαίνει αυτό, η αποφυγή μιας απάντησης φανερώνει, όπως λέτε, αδυναμία εκφραστική. Κι αυτό, γιατί η γλώσσα μας είναι πλούσια και μας εφοδιάζει με την ευελιξία των ψαριών. Ας πάρουμε ως ακραίο παράδειγμα τους πολιτικούς (δεν εννοώ αυτούς που άλλα τους ρωτάς και εντελώς άσχετα απαντούν). Αν κατέχουν καλά τη γλώσσα και διαθέτουν πνευματική σβελτάδα, γίνονται σουπιές· κι ο πολύς κόσμος χειροκροτεί τη θολούρα (όχι τόσο σήμερα – για άλλους λόγους βέβαια – όσο παλιότερα). Σε επίρρωση, μεταφέρω λόγια ενός γέρου (επί δικτατορίας, 1972): «Τι ωραία τα λέει ο Παπαδόπουλος! Τόσο καλά που εμείς οι χωριάτες δεν καταλαβαίνουμε γρυ. Ενώ το δάσκαλο τον καταλαβαίνει ακόμα και το κουτορνίθι της Μήτραινας». Ξεκαθαρίζω ότι δεν συμφωνώ ούτε με τις σουπιές ούτε με τους πολιτικούς. Θα απαντήσω δηλαδή στις ερωτήσεις σας χωρίς υπεκφυγές και μελάνες. Γιατί νιώθω ελεύθερος (εκτός εισαγωγικών), όπως έχει τη δυνατότητα, με βάση τα παραπάνω, να νιώθει ο καθένας που παραχωρεί συνέντευξη. Αν δεν απαντήσω σε κάποια ερώτηση, σημαίνει ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου αρμόδιο να το κάνει και εκεί θα εξηγήσω γιατί.   
 
 
5. Όταν ρωτάς έναν συγγραφέα να σου αναφέρει κάποιο βιβλίο που του άρεσε, μετρημένες είναι οι φορές που δεν απαντά αναμενόμενα. Αναφέρει κάποιο ξένο βιβλίο, αποφεύγει επιμελώς τους έλληνες συγγραφείς και τα βιβλία τους για να μην κακοκαρδίσει κανέναν και σχεδόν πάντα δεν σου λέει γιατί του άρεσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Υπάρχει και η άποψη πως οι συγγραφείς μας δε διαβάζουν... Είμαι περίεργος τι θα σκεφτώ όταν θα διαβάζω τη δική σας απάντηση.
 
Υπάρχουν έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που μου άρεσαν. Αριστουργήματα. Όμως αξεπέραστα στην ψυχή μου παραμένουν τα διηγήματα και τα ποιήματα των μαθητικών χρόνων μου (δημοτικού και γυμνασίου). Έργα των Παπαντωνίου, Πολέμη, Προβελέγγιου, Κρυστάλλη, Κοτζιούλα, Ξενόπουλου, Δροσίνη, Γρανίτσα, Τέλλου Άγρα, Βιζυηνού, Καρκαβίτσα, Εφταλιώτη, Βουτυρά, Κουρτίδη… Αυτοί οι συγγραφείς παραμένουν για μένα μύθος. Δεν «έχουν πεθάνει». Πείτε το εμμονή, παραλογισμό, αλλά δεν μπορώ να τους κατεβάσω από το τέμπλο της Λογοτεχνικής Ορθοδοξίας. Τους λατρεύω, γιατί με κρατούνε παιδί. Και θέλω το παιδί αυτό να μην ενηλικιωθεί ποτέ.
Από έργα σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων θα αναφέρω δυο: Βαρκαρόλα (διηγήματα) του Δημήτρη Κουκουλά, και Ουζερί Τσιτσάνης (μυθιστόρημα) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ο Κουκουλάς έγραψε με προσωπικό ύφος για σημερινά πράγματα τόσο κοντινά και ταυτόχρονα τόσο μακρινά. Ο Σκαμπαρδώνης συνδύασε δυο σαγηνευτικούς λογοτεχνικά πόλους, τον Τσιτσάνη και την Κατοχή, με τρόπο κινηματογραφικό.
Ως προς τη φιλαναγνωσία των συγγραφέων, θα συμφωνήσω εν μέρει. Είναι αρκετοί εκείνοι που δεν αγαπούν το διάβασμα. Κι αυτό είναι κακό και για τους ίδιους και για τη λογοτεχνία. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που «καταβροχθίζουν» βιβλία. Όσο με αφορά, προσπαθώ να διαβάζω. Δεν το καταφέρνω πάντα όσο θα ήθελα. Πάντως φροντίζω να έρχομαι σε επαφή με τους παλιούς συγγραφείς (Έλληνες και ξένους) και να γνωρίζω τους καινούριους. Κι αυτό, γιατί, πλην των άλλων, πιστεύω πως η ανάγνωση είναι μια συνεχής άσκηση στον τρόπο γραφής και στον τρόπο κοιτάγματος των πραγμάτων.
 
6. Η τέχνη ξεκινάει από το εξώφυλλο ενός βιβλίου ή από το εσωτερικό του; Το εσωτερικό του βιβλίου στη δική σας περίπτωση συμβαδίζει με το εξωτερικό ή βαδίζουν σε εντελώς αντίθετους δρόμους; Ανάμεσα στις απαντήσεις που θα μου δώσετε για αυτή την συνέντευξη θα βάλω και μερικά από τα εξώφυλλα των βιβλίων σας. Ποια έχετε να μου προτείνετε;
 
Από το εσωτερικό ξεκινάει η τέχνη. Τα εξώφυλλα είναι καλό να αποτελούν την εικαστική αποτύπωση του κειμένου. Έχω την εντύπωση πως τα εξώφυλλα των βιβλίων μου συμπορεύονται με το περιεχόμενο. Προτείνω τα: Ουδέτερη Ζώνη, Κέδρος, Ένα κλειδί, τρεις πόρτες, Μεταίχμιο, Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια, Εμπειρία Εκδοτική, Στο δρόμο των αρωμάτων, Διόπτρα.
 
7. Η φιλοσοφία κάνει λόγο για την αυτοαναφορικότητα στην τέχνη. Στοιχεία από την προσωπική ζωή, την ιδεολογία, την προσωπική φιλοσοφία του συγγραφέα που περνούν με μιαν άλλη μορφή μέσω της τέχνης του στο ευρύ κοινό. Μπορείτε να μου υποδείξετε κάποια στοιχεία αυτοαναφορικότητας στο έργο σας.
 
Συμβαίνει κάποιες φορές να «πρωταγωνιστώ» σε διάφορα σημεία των βιβλίων μου. Παραθέτω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.  Στο δρόμο των αρωμάτων: Με το δικό μου χέρι έριξε ο Κωσταντίνος στα νερά του Στρυμόνα την ψεύτικη αγιοκούπα του καλόγερου με την οποία ξεγελούσε τον κόσμο (σελ. 476), ή με το δικό μου στόμα εξήγησε ο παππούς Ονούρ πώς δυο γειτονικές οικογένειες, τουρκική και ελληνική, σ’ ένα μικτό χωριό της Ανατολίας ζουν αρμονικά (σελ. 361). Το Λαθραίο: Το φόβο και τη μυρουδιά του λαθραίου καπνού τα νιώθω ακόμα, ενώ τα γεμάτα σακιά και το χαβάνι στο κατώι του σπιτιού μου τα βλέπω να περνούν συχνά μπροστά από τα μάτια μου. Ένα κλειδί, Τρεις πόρτες: Η δική μου καρδιά χτυπάει στα στήθια του Λευτέρη όταν τον ξεκινάει η μάνα του κάθε Κυριακή απόγευμα για το γυμνάσιο με τα τρόφιμα της εβδομάδας στο σακούλι του (σελ. 213, 214). Δώδεκα μήνες, Δεκατρία φεγγάρια: Ο τόπος δίπλα στον Άραχθο με τους ανθρώπους του, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις – τον οποίο επισκέφτηκε ο Στέφανος – είναι ο δικός μου τόπος…
 
 
8. Οι ερωτήσεις οφείλουν να ψάχνουν το γιατί και το πώς. Δε θεωρώ έξυπνες τις απαντήσεις που ξεφεύγουν με νηπιακά τεχνάσματα από την ουσία και δεν απαντούν στο ερώτημα. Έχοντας στον νου μου την ειδοποιό διαφορά... θα ήθελα λοιπόν να μου πείτε γιατί να επιλέξω να διαβάσω και τα δικά σας βιβλία ανάμεσα στα τόσα άλλα βιβλία που κυκλοφορούν σε βιβλιοπωλεία και διαδίκτυο.
 
Το να ξεφεύγει κανείς, ευφυώς ή μη, δεν είναι πρέπον. Θεωρώ όμως ότι δεν είμαι ο κατάλληλος για να πω τους λόγους επιλογής των βιβλίων μου. Και εξηγώ γιατί: α) Παραμένω σταθερός στην άποψη που διατύπωσα απαντώντας στην 1η ερώτησή σας. β) Αν είχα εργοστάσιο απορρυπαντικών, θα σας έλεγα ξεκάθαρα γιατί να προτιμήσετε τα δικά μου προϊόντα. Θα μου το επέβαλλαν οι νόμοι της οικονομίας και το πορτοφόλι μου. Τα λογοτεχνικά βιβλία όμως δεν θα ήθελα να τα τοποθετήσω κάτω από την ανταγωνιστική στέγη της αγοράς. Νιώθω πως έτσι θα τα έβαζα στο ίδιο ράφι με τα καθαριστικά γενικής χρήσης. Κι αυτό μοιάζει με ιεροσυλία. Υποστηρίζω αυτή τη θέση, γιατί πιστεύω στην παιδική αθωότητα της τέχνης.
Το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι τούτο: όταν ετοιμάζω ένα βιβλίο ερευνώ επίμονα και σε βάθος την εποχή στην οποία τοποθετείται η υπόθεση (δουλειά απολαυστική αν και κουραστική) και γράφω πάντα με ειλικρίνεια, καθώς και με σεβασμό προς τον αναγνώστη.  
Εντέλει, μόνος αρμόδιος να απαντήσει στο ερώτημά σας είναι ο αναγνώστης. Αν μεταφέρω εδώ απόψεις του, πάλι θα συγκρουστώ με τον εαυτό μου.
 
 
9. Κανένας άνθρωπος της τέχνης δεν πιστεύει πως έχει καβαλήσει το καλάμι. Το καλάμι το καβαλάς είτε επειδή πιστεύεις πως γράφεις καλά, είτε επειδή πουλάς πολύ, είτε επειδή ακούς καλά λόγια από τους άλλους. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα πολλά. Αν διαθέτετε αυτογνωσία, μέτρο και σεμνότητα τότε μιλήστε μου για αυτά. Αν πάλι τυχαίνει να διαθέτετε και τα αντίθετά τους... με το ίδιο ενδιαφέρον θα ακούσω την απάντησή σας.
 
α) Η δυσχερέστερη ανακάλυψη (επαναλαμβάνω κάτι που είπα παραπάνω) είναι αυτή της ψυχής σου. Ποιος είσαι; Τι είσαι; Συμβαίνει, για παράδειγμα, πολλές φορές η εκφραζόμενη, με όποιον τρόπο και σε όποια ένταση, σεμνότητα να είναι το εύθραυστο κέλυφος του εγωισμού. Ομοίως, διάφορες φορεσιές μπορεί να βάλεις, σκόπιμα ή από άγνοια, σε πολλά από τα στοιχεία που συνιστούν τον χαρακτήρα σου. Οπότε η προσωπικότητά σου παραμένει θολό τοπίο και για σένα τον ίδιο και για τους άλλους. Ορατές είναι μόνο οι γενικές γραμμές. Κάτι σαν τις κορυφογραμμές βουνών που ξεμυτίζουν πάνω από πυκνή ομίχλη. Ο πραγματικός εαυτός σου βρίσκεται κάτω από την ομίχλη. Σε απρόσμενες συνταρακτικές καταστάσεις ανακαλύπτεις χαρακτηριστικά σου που ποτέ ως τότε δεν είχες φανταστεί ότι υπήρχαν μέσα σου. Εντέλει, είσαι αυτός ή άλλος;
 
β) Σκέφτομαι και «βλέπω» τους καλαμοκαβαλάρηδες από ένα άλλο σύμπαν, από μια άλλη υπόσταση (ας πούμε τη μετά θάνατο), και λέω: μα πόσο αστείος γίνεται κάποιες φορές ο άνθρωπος! Πλέκει με τα χέρια του κλαδιά δάφνης και στολίζει το κεφάλι του. Γράφει δοξαστικά και στημένος μπροστά στον καθρέφτη τα απαγγέλλει με στόμφο. Διαβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους και νομίζει πως ακούει χειροκροτήματα και επευφημίες. Και τι κερδίζει τελικά; Με τις δάφνες, τα δοξαστικά και τα κατά φαντασίαν χειροκροτήματα ψηλώνει τόσο πολύ, που δεν μπορεί από εκεί ψηλά να δει τις λακκούβες· γι’ αυτό συνήθως σκοντάφτει και τσακίζεται. Αλλά και να μην τσακιστεί, θα ακούσει κάποτε αμείλικτα τα ερωτήματα: Ε, και; Ποιοι θα μείνουν απ’ το σινάφι; Πόσοι και ποιοι από τους σημερινούς λογοτέχνες θα διαβάζονται μετά πενήντα ή εκατό χρόνια; Δυο, τρεις, πέντε;
 
Κλείνοντας, πιστεύω ότι οι συγγραφείς που καβαλούν καλάμι, μόλις θυμηθούν ότι ομότεχνοί τους είναι ο Στάιμπεκ, ο Τολστόι, ο Σοφοκλής, θα αφιππεύσουν διακριτικά και τα καλάμια θα τα βάλουν στον κήπο για να αναρριχηθούν οι φασολιές τους, οι ντοματιές, οι «πατατιές» ή ό,τι άλλο έχει σπείρει ο καθένας μας.
 
10. Ο συγγραφέας είναι ένας πνευματικός άνθρωπος της εποχής του. Ποιος λοιπόν θα έπρεπε να είναι ο ρόλος ενός συγγραφέα στα σημερινά δίσεκτα χρόνια που ταλανίζουν την πατρίδα μας; Εσείς τι ακριβώς κάνετε για να δικαιολογήσετε στον εαυτό σας και στους γύρω τον “τίτλο” σας;
 
Ο συγγραφέας οφείλει να έχει τον ρόλο της αλογόμυγας (Απολογία Σωκράτη). Να τσιμπάει, να αφυπνίζει, να μην αφήνει ήσυχο κανέναν. Να λέει: «Ε, φίλε, μια φορά ζεις. Σκοτάδι πριν, σκοτάδι μετά. Τι κάθεσαι;…» Να πείσει τους άλλους ότι πρέπει όλοι μας να κάνουμε κάτι για να ζήσουμε καλύτερα. Καλύτερα ψυχικά, συναισθηματικά, πνευματικά. Ξέρεις τι είναι να σου έχει δοθεί η χάρη να ζήσεις μια φορά στον κόσμο, μια φορά μες στην αιωνιότητα, και να αφήσεις να σου κλέψουν τη ζωή; Γι’ αυτό επιβάλλεται αυτή τη ζωή, τη μοναδική, να τη διεκδικείς συνεχώς. Να παλεύεις δηλαδή για όσα σου ανήκουν και προσπαθούν να σου τα πάρουν άλλοι ή σου τα έχουν ήδη πάρει. Θέλω να πιστεύω πως μέσα από τα βιβλία μου ακούγεται ο αντίλαλος (λοξή φωνή δηλ.) αυτού του χρέους. Που δεν είναι χρέος ατομικό αλλά γενικό. Γιατί, όταν ματώνει κανείς για τα δικά του δικαιώματα, ουσιαστικά ματώνει για τα δικαιώματα όλων. Το βιβλίο λοιπόν, κάθε λογοτεχνικό βιβλίο, δεν πρέπει ούτε να χαϊδεύει, ούτε να χαϊδεύεται.
 
Να προσθέσω πως, εκτός αυτών, ο συγγραφέας οφείλει να ρίχνει με το έργο του βάλσαμο στις πληγές, τις δικές του και του αναγνώστη.   
 
 
11. Κατά την εκτίμησή μου λογοτεχνία δίχως “έρωτα” και “θάνατο” δεν μπορεί να υπάρξει. Ανεξάρτητα με το αν ενστερνίζεστε ή βρίσκεστε απέναντι στην παραπάνω άποψη θα ήθελα να μάθω πως διαχειρίζεστε εσείς στην γραφή αλλά και στη ζωή σας τις έννοιες του έρωτα και του θανάτου;
 
Εν αρχή ην ο έρως. Και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Εξάλλου, η λογοτεχνία δεν είναι παρά η εν εσόπτρω εγγράμματη εκδοχή της ζωής. Έρωτας για το καθετί που σε γοητεύει. Για μια γυναίκα, για έναν τόπο, για μια ενασχόληση, για μια ιδέα. Θέλει όμως προσοχή. Όσο περισσότερο διατυμπανίζεται ο έρωτας, τόσο χάνει από την ομορφιά του. Όσο περισσότερο απογυμνώνεται, τόσο απομυθοποιείται. Γι’ αυτό τον διαχειρίζομαι με σεβασμό και στη ζωή και στη γραφή.
 
Όσο για το θάνατο, ναι, δεν λείπει από τα βιβλία μου. Τον αντιμετωπίζω όπως και στην πραγματικότητα: ως το τραγικότερο γεγονός του ανθρώπου. Μπορεί κάποιες φορές να συμφιλιώνομαι μαζί του, αλλά όταν τον φαντάζομαι – απλώς τον φαντάζομαι – να πλησιάζει αγαπημένα μου πρόσωπα, τότε κονιορτοποιούμαι. Πάντως προσπαθώ συχνά να κάνω μελέτη προσωπικού θανάτου για να αμβλύνω κάπως τη μορφή του. Θα έλεγα, με κάποια δόση υπερβολής, ότι η ζωή μου είναι μια συνεχής μελέτη θανάτου. Κακό αυτό, θα πει κάποιος. Αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω. Ίσως και καλό. Γιατί νιώθω την αξία της ζωής. Μπερδεμένα πράγματα. Καταλήγοντας, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δυο έννοιες εσαεί και πανταχού παρούσες και συχνά αλληλοτροφοδοτούμενες.
 
12. Μέσα από αυτή την συνέντευξη θα ήθελα να δώσω στους αναγνώστες μας την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα την συγγραφική σας τέχνη. Δώστε μας ένα δείγμα πέντε έως δέκα σειρών από κάποιο έργο σας.
 
Από το μυθιστόρημα Στο δρόμο των αρωμάτων,σελ.297
«Αχ, εσείς οι Έλληνες! Ή τρέχετε για να φτάσετε τους άλλους ή καρτερείτε για να σας φτάσουν οι άλλοι· δεν είστε ποτέ στην ώρα σας. Και περβατείτε καλύτερα, όχι όντας έχετε γερά τα ποδάρια, πάρεξ άμα σας τα κόψουν. Κι όθε παγαίνετε, δε σας ακλουθεί ο δικός σας ίσκιος, αλλά ο ίσκιος κεινού που λαχταράτε να μοιάσετε· τον εαυτό σας, μαθές, πάντα τον έχετε κάπου ξεχασμένο». Είπε ακόμα: «Κι όποτε γονατίζετε, δε γονατίζετε από ταπεινοσύνη, αλλά για να ιδείτε αποκεί χαμηλά πόσο ψηλά φτάνει το μπόι σας… Αλλοπρόσαλλοι είστε. Για ό,τι θωρείτε βάνετε μάρτυρες τ’ αυτιά, για ό,τι ακούτε βάνετε μάρτυρες τα μάτια. Κι άμα το ψωμί σας είναι λίγο, πάντα σας περισσεύει· άμα είναι πολύ, ποτές δε σας φτάνει… Χάνω το νου μου με σας. Μιανού του `χαν κόψει το πεύκο της αυλής του και κείνος καθότουν ακόμα στον ίσκιο του. Απάντησα καμπόσους που σπούδαζαν την τέχνη της αλήθειας – γιατί, θαρρείς; Για να λέγουν καλύτερα το ψέμα. Έχετε άκρη; Έναν άλλον τον είχαν ρίξει στη σαβούρα κι αυτός φερότουν σαν να `ταν ακόμα καπετάνιος. Είδα και πολλούς που δεν ημπόρηγαν να φέρουν τα ρούχα στα μέτρα τους, κι ήφερναν το κορμί τους στα μέτρα των ρούχων…»
 
13. Τι σας έκανε να διαλέξετε το παραπάνω;
 
Για να δείξω ότι έχουμε χρέος να κάνουμε εσωτερική ανίχνευση και ως άτομα και ως λαός.
 
14. Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τα όνειρα και τα οράματά σας που δεν είδαν ακόμα το φως του ήλιου, δηλαδή για εκείνα τα κομμάτια της ψυχής σας που έμειναν μέχρι σήμερα κλεισμένα στα συρτάρια της εσωτερικότητας παρόλο που θα ήθελαν πολύ να περπατήσουν την ύπαρξή τους στον παρόντα χρόνο.
 
Έχω όνειρα που αφορούν γενικότερα τον κόσμο και άλλα που με αφορούν προσωπικά. Τα γενικά είναι πόθοι και αναρίθμητων άλλων ανθρώπων. Παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη, αρμονική συνύπαρξη, αγάπη, αλληλεγγύη, ευτυχία κλπ. Όνειρα που αφορούν μόνο εμένα και είναι «κλεισμένα στα συρτάρια»: Να διέγραφα με μια μονοκοντυλιά αυτά που με στενοχωρούν. Να μπορούσα να ζήσω μικρά διαστήματα μακριά από τους ανθρώπους σε κάποιο βουνό. Να διάβαζα όλα τα λογοτεχνικά αριστουργήματα των αιώνων. Αυτά. Ίσως και μερικά ακόμη. Πάντως τα προσωπικά όνειρα μεταβάλλονται κατά καιρούς.   
 
 
15. Στην ερώτησή μου για το τι είναι τέχνη οι περισσότεροι μου λένε πως είναι ένα μεγάλο θέμα και πως θέλει χρόνο μια τέτοια συζήτηση. Έχετε όλο τον χρόνο να σκεφτείτε και να μου δώσετε τον δικό σας “ορισμό” για την τέχνη.
 
Επιγραμματικά: Η τέχνη είναι παιδί ανύπαντρης μητέρας που το συνέλαβε σε στιγμές ερωτικής τρέλας.
 
16. Υπήρξατε “αιρετικός” στην τέχνη και στη ζωή ή για να μπορέσετε να προχωρήσετε συμβιβαστήκατε με το σύστημα αξιών, τις σκληρές απαιτήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής σας;
 
Στη ζωή. Αν δεν συμβιβαζόμουν με κάποιους κώδικες, σήμερα θα βρισκόμουν αλλού και θα ήμουν αλλιώς. Η καθημερινότητα και το πλέγμα των αναγκών με έβαλαν σε δρόμο προδιαγεγραμμένο. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είχα τα κότσια να εκτροχιαστώ. Δεν μου άφηναν τέτοια περιθώρια και οι τρέχουσες υποχρεώσεις. Αυτά τα περιθώρια τα αφήνει μόνο η τέχνη. Ό,τι λοιπόν μου στερεί η ζωή μού το παρέχει γενναιόδωρα η τέχνη. Οπότε έχω τη δυνατότητα να περπατώ πάνω σε δυο ράγες: στον επιβαλλόμενο συμβιβασμό και στην αιρετικότητα. Πάνω σ’ αυτές τις ράγες βρίσκω την ελευθερία που ποθώ.
  
 
17. Σήμερα δεν υπάρχουν μόνο πολλοί εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς, αλλά και πολλοί κριτικοί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι συγγραφείς που γράφουν σε περιοδικά – ηλεκτρονικά και μη – κριτικές για το έργο των ομοτέχνων τους. Κατά πόσο ο μέσος αναγνώστης είναι σε θέση να διαχωρίσει την βιβλιοκριτική του ανθρώπου που κουβαλά σπουδές, γνώση και εμπειρία στις πλάτες του από εκείνη την γνώμη που προβάλλει την θετική ή αρνητική ενός έργου με μοναδικό ίσως σκοπό να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα και να διατηρήσει τις δημόσιες σχέσεις του στο βάθρο του προσκηνίου;
 
Πράγματι, είναι πολλοί οι κριτικοί. Πόσοι όμως κρατούν ζυγαριά ακριβείας; Ή απλώς ζυγαριά; Ο μέσος αναγνώστης, νομίζω, δυσκολεύεται να διαχωρίσει αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις και την εντιμότητα να ασκήσουν σωστή κριτική από εκείνους που υπηρετούν αλλότρια προς την τέχνη συμφέροντα. Συμβαίνει ακόμα κάποιοι να γράφουν χωρίς καν να έχουν διαβάσει το βιβλίο που κρίνουν. Αυτή η εικόνα της κριτικής και η σύγχυση στην οποία οδηγείται ο αναγνώστης θολώνουν το γενικότερο τοπίο της λογοτεχνίας. Υπάρχουν και οι απλοί αναγνώστες που γράφουν την άποψή τους σε διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες. Έχω την εντύπωση πως αυτοί, ανεξάρτητα από τα εφόδια που έχουν και από το τι γράφουν, λειτουργούν με ειλικρίνεια. Προπαντός όταν δεν τους συνδέει τίποτε με τον συγγραφέα εκτός φυσικά από το έργο του. Εν κατακλείδι, η κριτική της λογοτεχνίας είναι μια υπόθεση που πονάει. Γι’ αυτό ο πιο αξιόπιστος κριτής είναι ο χρόνος.    
 
 
18. Ευτυχισμένες και δυστυχισμένες ώρες του παρελθόντος έρχονται στην σκέψη σας σε μια στιγμή προσωπικού απολογισμού. Η ευτυχία και η δυστυχία κουμπώνουν την ύπαρξή τους με την επιτυχία και την αποτυχία; Πως διαχειρίζεστε στον παρόντα χρόνο τη χαρά και τη λύπη του χθες;
 
Αναμφισβήτητα, η επιτυχία και η αποτυχία επηρεάζουν την καθημερινότητά μας. Η απόσταση όμως ανάμεσα στα δυο ζεύγη (επιτυχία, αποτυχία – ευτυχία, δυστυχία) είναι ή πρέπει να είναι μεγάλη. Κι αυτό, γιατί το πρώτο ζεύγος, που είναι μετρήσιμο, ανήκει στα δεδομένα της ζωής, στα αναμενόμενα. Αν λοιπόν σκεφτούμε ότι η φυσιολογική ζωή είναι μια αλυσίδα από επιτυχίες και αποτυχίες κι ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, δεν θα πετάξουμε στα σύννεφα όταν πετύχουμε κάτι ούτε θα γκρεμιστούμε στα Τάρταρα όταν αποτύχουμε. Αρκεί να έχουμε ανακαλύψει τις πραγματικές πηγές της ευτυχίας. Αυτές, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται μέσα μας και έξω μας. Και είναι η ψυχική διάθεση να αγαπούμε, να ερωτευόμαστε, να γελούμε ξένοιαστα, να χαιρόμαστε την ανατολή του ήλιου, να απολαμβάνουμε ένα τραγούδι, ένα κελάηδημα πουλιού, μια βόλτα στην εξοχή, μια φιλική κουβέντα. Με άλλα λόγια, η πραγματική ευτυχία παρέχεται δωρεάν.
 
Πώς διαχειρίζομαι τις χαρές και τις λύπες του χθες; Τις πρώτες τις ανακαλώ στη μνήμη μου, όταν θέλω να απαλύνω στενοχώριες του σήμερα. Καλό παυσίπονο. Αντίθετα, οι παλιές πικρίες δεν βρίσκουν εύκολα το δρόμο για το παρόν. Αυτό συμβαίνει γιατί τις πικρίες τις μελετώ σε βάθος στην ώρα τους έτσι που σιγά-σιγά χάνουν τη δυναμική τους. Κάποιες μάλιστα, αν για κάποιο λόγο βγουν πολύ αργότερα απ’ τον πυθμένα της ψυχής, ενδέχεται να προκαλέσουν στιγμιαία ευφορία. Έτσι γίνεται με τα δυσάρεστα βιώματα, αν αυτά δεν έχουν αφήσει ανίατες συνέπειες πάνω μας: μετά από χρόνια έρχονται στο μυαλό μας ευχάριστα. Ας σκεφτούμε τι νιώθει κάποιος όταν περιγράφει σήμερα πώς γλίτωσε, όταν πριν από πολλά χρόνια τού επιτέθηκε λύκος στο δάσος. 
 
 
19. Λένε πως η γραφή είναι μια εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα. Τα τμήματα δημιουργικής γραφής βοηθούν αυτή την ανάγκη να βγει προς τα έξω με τρόπο που να διαμορφώσει σταδιακά τη μοναδικότητά της ή της δίνουν μια μορφή – φόρμα πάνω στην οποία το υποκείμενο θα στηρίξει την ασαφή ύπαρξή της καινούργιας γνώσης και θα προχωρήσει;
 
Βάση της πνευματικής δημιουργίας είναι η εσωτερική φλόγα και το ταλέντο. Σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής δεν έχω πάει για να είμαι σε θέση να κρίνω. Ίσως να είναι χρήσιμα ως ένα σημείο. Πώς να γράφει κανείς, τι να αποφεύγει, τι να επιδιώκει. Πάντως μου φέρνουν στον νου τους καλουπατζήδες οικοδομών. Καδρόνι, τάβλα, σκαλωσιά· κι αποτέλεσμα σχεδόν ομοιόμορφο. Γενικά οι συνταγές με θυμώνουν. Διάβαζα τελευταία μια διαφήμιση: Πώς να γράψετε ένα ευπώλητο βιβλίο. Αισθάνομαι ότι αυτό είναι προσβολή και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη και για τη λογοτεχνία.
 
20. Το “είναι” και το “φαίνεσθαι” ενός πετυχημένου συγγραφέα μπορεί να μπει στα καλούπια του κομφορμισμού και να δημιουργήσει; Στην λέξη πετυχημένος θα ήθελα να δώσω την έννοια του πετυχημένου δημιουργού που είναι αποδεκτός από το σινάφι και τους αναγνώστες του.
 
Όταν ο λογοτέχνης μπαίνει στα καλούπια, «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.» Δε μιλάμε τότε για γνήσια πνευματική δημιουργία, αλλά για παραγωγή ομοειδών προϊόντων. Όπως τα τούβλα. Ο κομφορμισμός δηλαδή είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της τέχνης.   
 
21. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και να κλείσουμε την κουβέντα μας με κάτι δικό σας. Κάτι που θα βγαίνει από τη ψυχή σας και θα θέλατε να το μοιραστείτε με τους νέους ανθρώπους αυτής της χώρας... αλλά κι με εμάς τους λιγότερο νέους.
 
Μη σταματάς ποτέ τον αγώνα. Κι αν είναι να πέσεις, φρόντισε τουλάχιστο να πέσεις προς τα πάνω.
 
Σας ευχαριστώ κι εγώ για τη συζήτησή μας.
 .
-Πληροφορίες για την Μ. Σ. εδώ
.
Δείτε και αυτά:
-Ελένη Στασινού: "Αρώσιμη γη"... -Αλέξης Σταμάτης: «Όσο πλησιάζω το μέλλον απομακρύνεται». -Μάνος Κοντολέων: «Μην πιστεύετε όλα όσα λέω… Αναζητήστε και όσα κρύβω...». -Ελένη Γκίκα: «Ήμουν ο Όμηρος σε λίγο θα είμαι Κανένας σαν τον Οδυσσέα» -Γρηγόρης Χαλκιακόπουλος: «Τα σωθικά της σκέψης»  -Φαίδων Θεοφίλου: «Η ποιότητα δεν θορυβεί…». -Γιάννης Καλπούζος: «Βεβαιότητες, βιαιότητες» -Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη: «Από την Ελλάδα στη Διασπορά πετώντας με τα φτερά της λογοτεχνίας». -Φώτης ΚατσιμπούρηςΔεν υπάρχουν 100% ειλικρινείς απαντήσεις στις συνεντεύξεις.-Νίκος Κυριαζής: «Χωρίς παιδεία, όχι δημοκρατία»... -Πασχαλία Τραυλού: «Γυμνό ψυχής…» -Μαίρη Κόντζογλου«Εγώ πάντως μεγάλωσα με συγγραφείς που ήταν πεθαμένοι πολλούς αιώνες πριν…». -Βικτώρια Μακρή: «Μην πείτε στη μαμά μου ότι είμαι διαφημιστής, της έχω πει ότι είμαι πιανίστας σε μπορντέλο». -Τούλα Τίγκα: «Το ζητούμενο, ο επαρκής αναγνώστης». -Ευρυδίκη ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ: «Πίστευε και μη, ερεύνα.»

Φωτογραφικό υλικό






Αρθρογραφος

Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος
Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος
Ένας άνθρωπος που μισεί τις κλειδαρότρυπες συνομιλεί με εκείνους τους εργάτες της τέχνης που του δανείζουν τα κλειδιά και τα αντικλείδια για τις πόρτες του νου και της ψυχής! 21 ερωτήσεις από τον συγγραφέα Τάσο Αγγελίδη – Γκέντζο…

Γραψε το σχολιο σου

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί. Υπογραμμίζονται τα υποχρεωτικά πεδία *

Γραψε το σχολιο σου στο Facebook

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

τελευταιες αναρτησεις

ΘΕΑΤΡΟΜΑΝΙΑ

Περισσότερη θεατρομανία
ΣΙΝΕΜΑΝΙΑ

Περισσότερη Σινεμανία
ΜΟΥΣΙΚΟΜΑΝΙΑ

Περισσότερη Μουσικόμανία
ΤΕΧΝΗ - ΒΙΒΛΙΟ

Περισσότερα Τέχνη Βιβλίο
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Περισσότερη Θεσσαλονίκη