Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ

Είναι γεννημένος στον Πειραιά το 1956. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στο θέατρο το 1977 με τη θεατρική ομάδα “Ελεύθερο Θέατρο” και στον κινηματογράφο το 1981 στην ταινία “Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια”. Το 1986 δημιούργησε τη δική του θεατρική ομάδα, το “Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας”. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Σημαντικότερες θεατρικές του παραστάσεις ως ηθοποιός και σκηνοθέτης: Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, την Αντιγόνη και Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, Ορέστη, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Μήδεια του Ευριπίδη, Πλούτος, και Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, Άμλετ, Μάκβεθ, Έμπορος της Βενετίας, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Κοριολανός, Η κωμωδία των παρεξηγήσεων, Ριχάρδος Γ’, Οθέλλος, Βασιλιάς Ληρ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Βολπόνε του Μπεν Τζόνσον, Συρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν Ροστάν, Επιθεωρητής του Νικολάι του Γκόγκολ, Έγκλημα και τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αρχιμάστορας Σόλνες, Τζων Γαβριήλ Μπόργκμαν του Ερρίκου Ίψεν, Πλατόνωφ, Ιβάνωφ, Ο Γλάρος, Θείος Βάνιας του Αντόν Τσέχωφ, Πατέρας, Δεσποινίς Τζούλια του Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Ψηλά απ’ τη γέφυρα του Άρθουρ Μίλλερ, Επιστάτης, Ένα τελευταίο, Βουνίσια γλώσσα, Νέα τάξη πραγμάτων, Party Time, Εκτός απ’ αυτό, του Χάρολντ Πίντερ, η Συνάντηση, Δωδέκατη Νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε.

Στον κινηματογράφο τον είδαμε στις ταινίες: Ο αγώνας των τυφλών, Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια, Λούφα και παραλλαγή, Εν πλω, Γέλιο με δόσεις (Περάστε την πρώτη του μηνός), Νοκ άουτ, BiOS + πολιτεία, Άγραφος νόμος (τηλεταινία), Βιοτεχνία ονείρων, Ένας κι ένας, Λίστα γάμου, Ψυχραιμία, Πρώτη φορά νονός, Λούφα και απαλλαγή Ι4, Μια μέλισσα τον Αύγουστο, Οι ιππείς της Πύλου,The Republic, Μαριονέτες
Δεκάδες και οι τηλεοπτικές εμφανίσεις, όπως: Στο Θέατρο της Δευτέρας Εγνατία οδός και Να ντύσουμε τους γυμνούς στην ΥΕΝΕΔ καθώς και Το ταξίδι, στην ΕΡΤ Λάουρα και Αστροφεγγιά, Αληθινές ιστορίες ΙΙ (τηλεταινία), Κίτρινος φάκελος, στον Στον ψυχίατρο, Ιατρικό Απόρρητο στον ΑΝΤ1, Ακριβή μου Σοφία, Δεν θα μου κάνετε εμένα το σπίτι… στην ΕΤ1, Το τελευταίο αντίο και Στο παρά πέντε στο MEGA, Ξέχασέ με στον ALPHA
Συναντήσαμε τον Γιώργο Κιμούλη με αφορμή την παράσταση «Δωδέκατη Νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μία ξεκαρδιστική κωμωδία που έχει ως θέμα την έννοια της επιθυμίας. Άλλωστε, η επιθυμία δεν είναι αυτή που κινεί τα πάντα;
Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα.

«Ο τίτλος του έργου δεν είναι μόνο “Δωδέκατη Νύχτα”, αλλά είναι “Δωδέκατη Νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε”. Η «Δωδέκατη Νύχτα» ουσιαστικά είναι η ημερομηνία των Θεοφανείων, στο Δυτικό Χριστιανισμό είναι η παραμονή της Επιφάνειας, της ημέρας που οι τρεις Μάγοι επισκέφθηκαν το νεογέννητο Χριστό. Δώδεκα μέρες απ’ τη γέννησή του. Η λέξη επιφάνεια υποδηλώνει την αποκάλυψης του Θεού σε ανθρώπινη μορφή, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Τότε που όλα ήρθαν στο φως. Παράλληλα την ημέρα εκείνη αρχίζει το καρναβάλι. Η γιορτή της μεταμόρφωσης. Στο καρναβάλι όλοι μπορεί να γίνουν αυτό που επιθυμούν. Οι ρόλοι που υπάρχουν τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου αντιστρέφονται. Η κοινωνική ιεραρχία ανατρέπεται. Οι πλούσιοι μπορούν να γίνουν φτωχοί, οι φτωχοί να γίνουν πλούσιοι, οι άνδρες να ντυθούν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες».

Ε.Π.: Ποιο είναι το θέμα του έργου;
Γ.Κ.: «Πρόκειται για μία ξεκαρδιστική κωμωδία που έχει ως θέμα την έννοια της επιθυμίας. Η επιθυμία στον άνθρωπο είναι αυτό που ουσιαστικά τον χαρακτηρίζει. Δυστυχώς ένα ολόκληρο σύστημα προσπαθεί να τον αναγκάσει να καταπιέζει και να κρύβει τις επιθυμίες του. Ουσιαστικά δηλαδή, να κρύβει αυτά που τον χαρακτηρίζουν. Αυτό είναι το βασικό θέμα του έργου. Σε όλο αυτό το παιχνίδι της ανατρεπτικής μεταμόρφωσης ουσιαστικά ο Σαίξπηρ έρχεται να προτείνει «μήπως θα έπρεπε σιγά σιγά να μην γιορτάζεται μία φορά το χρόνο αλλά 365 ημέρες»; Αυτό είναι το θέμα του έργου, το οποίο, όσο και αν ηχεί ιδιαίτερα σοβαρό, ο Σαίξπηρ το παρουσιάζει με έναν πανέξυπνο κωμικό τρόπο. Οι επιθυμίες των ανθρώπων, όσο κι αν καταπιέζονται, όσο κι αν νομίζουμε πως κρύβονται, πάντα έρχονται στο φως. Κι αυτό γελοιοποιεί τον άνθρωπο. Ενώ ταυτόχρονα, μπορεί να έρθουν στο φως με βίαιο τρόπο και με τη μορφή εφιάλτη.
Ε.Π.: Έχετε κάνει και τη μετάφραση αλλά και τη σκηνοθεσία του έργου. Συναντήσατε δυσκολίες στο κομμάτι της μετάφρασης; Τροποποιήθηκαν σημεία του κειμένου προς χάριν της παράστασης;
Γ.Κ.: Εάν δεν κάνω λάθος, είναι ο όγδοος Σαίξπηρ που μεταφράζω. Ανέκαθεν πίστευα στην έννοια της “ουσιώδους μετάφρασης”. Η μετάφραση δεν εξαντλείται στην απλή μεταφορά «ισοδύναμων» όρων από γλώσσα σε γλώσσα. Η μετάφραση είναι μία “μετάβαση”, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μία μετάβαση από έναν ορίζοντα σε έναν άλλο ορίζοντα. Από ένα «σύμπαν» σημασιών, θα μπορούσαμε να πούμε, σε ένα άλλο διαφορετικό σύμπαν. Δεν βρισκόμαστε στον ίδιο κόσμο, όταν μεταφράζουμε από μία γλώσσα-αφετηρία σε μία γλώσσα-στόχο. Η ενδελεχής ανάλυση και ερμηνεία της γλώσσας – αφετηρίας, πάντα πρέπει να έχει ως τελικό σκοπό, τη γλώσσα-στόχο. Άλλωστε είναι αδύνατον, προκειμένου να κατανοήσει κάποιος ένα κείμενο ή ένα έργο, να μεταφέρει απολύτως τον εαυτό του στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αυτό δημιουργήθηκε, ξεχνώντας την εποχή που βρίσκεται ο ίδιος. Καθώς όλοι μας είμαστε πάντα εντός του πλαισίου της δικής μας εποχής και βλέπουμε πάντα υπό το δικό της πρίσμα.

Ε.Π.: Σκηνοθετικά υπήρξαν δυσκολίες;
Γ.Κ.: Η σκηνοθεσία έχει άμεση σχέση με τους συνεργάτες. Με το Διονύση Τσακνή που έχει γράψει τους στίχους και τη μουσική συνεργάζομαι πάρα πολλά χρόνια και δεν χρειάζεται να πούμε πολλά μεταξύ μας για να συνεννοηθούμε. Γνωρίζει ο ένας τον άλλο και ξέρει και τί θέλει ο ένας από τον άλλο αλλά και πως να το εκφράσει. Ακόμη και στη διανομή παίζει ρόλο το τί συνεργάτες έχεις. Πιο συγκεκριμένα, στη διανομή πέρα από το ταλέντο το οποίο ζητείται, πέρα από τη σχέση που μπορεί να έχουν οι ηθοποιοί με τους ρόλους, με τις απαιτήσεις των ρόλων, τεράστια σημασία έχει και ο τρόπος με τον οποίο συνεννοείσαι με τους συναδέλφους σου. Και αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο για να διευκολύνεσαι εσύ ή να διευκολύνεται η συνεργασία, αλλά για να μπορεί το αποτέλεσμα να είναι όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτό που έχεις φανταστεί.
Ε.Π.: Άρα γίνεται πολύ προσεκτική μελέτη ως προς τον κάθε ρόλο και τα άτομα..
Γ.Κ.: Θα έπρεπε να γίνεται και πρέπει να γίνεται. Πολλές φορές μπορεί και να κάνεις λάθη. Στη συγκεκριμένη παράσταση πιστεύω ότι όλα πήγαν καλά.
Ε.Π.: Ποια είναι τα επίκαιρα σημεία του κειμένου;
Γ.Κ.: Εκτός από την έννοια της επιθυμίας, που ανέφερα πριν, η οποία εκ φύσεως καθιστά το έργο επίκαιρο, ένα άλλο βασικό θέμα του έργου είναι η θέση και η στάση του Σαίξπηρ, που εμφανώς δηλώνει, ότι η σεξουαλική ορμή δεν έχει φύλο. Πράγμα το οποίο και τότε αλλά και σήμερα ακόμη σοκάρει. Είναι όμως αλήθεια.

Ε.Π.: Και το προηγούμενο έργο που είχατε ανεβάσει «Η Συνάντηση» νομίζω ότι άγγιζε παρόμοια θεματική.
ΓΚ.: Βεβαίως. Πιστεύω ότι είναι ο σωστός χρόνος να επιμείνει κανείς για να γίνουν αντιληπτά κάποια πράγματα, τα οποία έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και χρόνια. Αντιληπτά και αποδεκτά.
Ε.Π.: Γιατί επιλέξατε κωμωδία για την καλοκαιρινή περιοδεία;
Γ.Κ.: Πάντα πίστευα και πιστεύω πως το γέλιο αφοπλίζει. Το θέμα είναι το πώς το χρησιμοποιείς, πώς χρησιμοποιείς τις κωμικές στιγμές, πώς χρησιμοποιείς να παρουσιάσεις κωμικά ένα θέμα. Γιατί η φράση “το γέλιο αφοπλίζει” μπορεί να είναι και αμφίσημη, μιας και δεν έχει εμφανές αντικείμενο. Δηλαδή, ποιον στην πραγματικότητα αφοπλίζει το γέλιο; Αυτόν με τον οποίο γελάς ή μήπως στο τέλος υπάρχει ο κίνδυνος να αφοπλίζει και σένα, αν γελάς με οτιδήποτε υπάρχει; Η κωμωδία παραμένει να είναι ένα όπλο, όπλο στον απλό άνθρωπο, το να γελά, να διακωμωδεί καταστάσεις που υπάρχουν και κινούνται στο χώρο του άβατου.
Ε.Π.: «Περίεργος, αστείος και μπερδεμένος σαν μια σταγόνα νερό στον ωκεανό, ψάχνω συνέχεια να βρω μια άλλη σταγόνα αν και ξέρω πώς αυτό που επιθυμώ, θα είναι πάντα αυτό που λείπει…» …να το σχολιάσουμε;
Γ.Κ.: Το πρώτο μέρος της φράσης αφορά την αναζήτησή μας για το άλλο μας μισό. Όποιο κι αν είναι αυτό. Η δεύτερη φράση, «ξέρω πώς αυτό που επιθυμώ, θα είναι πάντα αυτό που λείπει…» έχει άμεση σχέση με το ότι πάντα επιθυμούμε αυτό που δεν έχουμε. Η Επιθυμία είναι Έλλειψη.
Ε.Π.: Δίνει κίνητρο;
Γ.Κ.: Ακριβώς. Να γιατί πρέπει να τη σεβόμαστε. Οφείλουμε να σεβόμαστε αυτό που μας λείπει.Οφείλουμε να σεβόμαστε την έλλειψή μας. Για να μπορούμε να συνεχίσουμε να επιθυμούμε, οφείλουμε να σεβόμαστε αυτό που μας λείπει. Κι όταν – και εάν – το συναντήσουμε, τότε οφείλουμε να σεβόμαστε τη διαφορετικότητά του. Αυτό το άλλο, που είναι. Και όχι να πέφτουμε στην παγίδα, μόλις νιώσουμε ότι αποκτήσαμε αυτό που επιθυμούμε, να θέλουμε να το κάνουμε ίδιο με μας.

Ε.Π.: Ηθοποιός – σκηνοθέτης, ιδιαίτερα απαιτητικό επάγγελμα στο οποίο εκτίθεσαι είτε με τον ένα είτε με τον άλλο ρόλο. Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της τέχνης;
Γ.Κ.: Περισσότερο εκτίθεσαι ως ηθοποιός. Την ώρα της παράστασης ο ηθοποιός είναι παρών. Αυτό ίσως πολλοί σκηνοθέτες το ξεχνούν, εγώ όμως δεν μπορώ να το ξεχάσω γιατί παραμένω και είμαι ηθοποιός. Από εκεί και πέρα, ο σκηνοθέτης είναι κάτι σαν το νομοθέτη. Φτιάχνει νόμους, πιστεύει ότι είναι δίκαιοι και ορθοί, για να μπορούν να συνυπάρξουν πολλοί άνθρωποι μαζί, οι οποίοι έχουν τον ίδιο στόχο. Από την άλλη, ο ηθοποιός είναι σαν τον πολίτη. Ό,τι και εάν έχει ορίσει ο νομοθέτης ως νόμο, εάν ο ίδιος δε θέλει να τηρήσει αυτούς τους νόμους είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί ένα σύνολο το οποίο θα παράγει αυτό το οποίο οφείλει να παράξει.
Ε.Π.: Τελευταία παρατηρείται μια έξαρση, μια έντονη εμφάνιση νέων σκηνοθετών. Μέσα από τη μακρόχρονη και άκρως επιτυχημένη πορεία σας πώς το βλέπετε αυτό;
Γ.Κ.: Η καλλιτεχνική έκφραση όπως και να εμφανίζεται είναι θετική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ζούμε σε μια χώρα ηθοποιών και όχι σκηνοθετών. Θεωρώ, όσο κι αν ηχεί απλουστευτικό, πως υπάρχουν κάποιες χώρες που είναι χώρες σκηνοθετών και αντίστοιχα κάποιες χώρες είναι χώρες ηθοποιών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νότιες χώρες της Ευρώπης είναι χώρες ηθοποιών, ενώ οι βόρειες είναι χώρες σκηνοθετών. Το ότι προσπαθούν εδώ και κάποιες δεκαετίες να μας πείσουν ότι είμαστε χώρα σκηνοθετών, πιστεύω ότι δε θα βγάλει πουθενά. Βλέπω ας πούμε τον τρόπο που προωθούν διαφημιστικά μία παράσταση και στο διαφημιστικό υλικό τους αναφέρεται μόνο το όνομα του σκηνοθέτη ή της σκηνοθέτιδας. Λες και στην παράσταση δε συμμετέχουν και κάποιοι ηθοποιοί. Δικαίωμά τους βέβαια, αλλά το θεωρώ ακραία επηρμένο. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικοί σκηνοθέτες. Έχουμε άλλωστε μια σημαντική ιστορία σπουδαίων σκηνοθετών στη χώρα μας, από τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Ευαγγελάτο, το Σολωμό. Αλλά και στη συνέχεια η επόμενη γενιά, ο Βολανάκης, ο Κώστας Τσιάνος, σπουδαίοι, σημαντικοί σκηνοθέτες. Και αρκετοί νεότεροι βεβαίως.
Ε.Π.: Ποια είναι η πιο ωραία συμβουλή που έχετε ακούσει μέχρι τώρα;
Γ.Κ.: Εμένα ουσιαστικά ηθοποιό με έκανε ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Βλέποντας δύο παραστάσεις δικές του αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Από εκεί και πέρα βασική συμβουλή που έχω δεχτεί από άνθρωπο του θεάτρου είναι από τον Δημήτρη Χόρν, ο οποίος μου είπε «Να μην παίζεις έργα που τα θεωρείς κατώτερα εσού. Παίζε σπουδαία έργα και ας αποτυγχάνεις. Έτσι τανίζεσαι, έτσι μεγαλώνεις, έτσι αυξάνεις τον εαυτό σου στην προσπάθεια να τα φτάσεις. Και ας μην τα φτάνεις ποτέ».
Ε.Π.: Επιτυχία- Αναγνωρισιμότητα.. Ποιο είναι το καλύτερο που ακολουθεί μία τέτοια αναγνώριση; Και ποιο είναι το τίμημα αυτής της επιτυχίας;
Γ.Κ.: Εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι η επιτυχία και η αποτυχία είναι ο τρόπος που βλέπουν οι άλλοι τις πράξεις μας.Γιατί μπορεί κάτι να φαίνεται προς τα έξω ως επιτυχημένο αλλά ουσιαστικά να μην είναι για σένα. Και το ανάποδο όμως… να φαίνεται προς τα έξω αποτυχημένο αλλά το ταξίδι που έχεις κάνει να είναι τεράστια επιτυχία για σένα. Άρα, δεν αντιμετωπίζω την επιτυχία και την αποτυχία σαν κάτι που μπορεί να αφορά εμένα και τη δουλειά μου. Είναι ο τρόπος που βλέπουν οι άλλοι τις πράξεις μας και ως τέτοιο το σέβομαι, αλλά δεν αφορά εμένα. Από εκεί και πέρα η αναγνωρισιμότητα, αυτός που την φέρει περνάει διάφορες φάσεις. Όταν είσαι νεότερος χαίρεσαι, είσαι περήφανος, κολακεύεσαι… Μετά έρχεται η φάση που μπορεί αυτή η αναγνωρισιμότητα ακόμη και να σε ενοχλεί. Όσο μεγαλώνεις όμως, φτάνεις σε ένα σημείο που την αποδέχεσαι χωρίς να της δίνεις κάποια φοβερή σημασία. Την αποδέχεσαι απλώς σαν μια τρυφερή κίνηση του κόσμου προς εσέ.

Ε.Π: Η τηλεοπτική συμμετοχή των ηθοποιών, η τηλεοπτική δημοφιλία τους πόσο επηρεάζει μια θεατρική παράσταση ως προς την ανταπόκριση που θα έχει στο κοινό;
Γ.Κ.: Η αναγνωρισιμότητα και η εμπορευματική αξία που μπορεί να έχει ένας ηθοποιός, αλλά και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται από τον παραγωγό ή από τον σκηνοθέτη ήταν κάτι το οποίο υπήρχε ανέκαθεν, δεν υπάρχει μόνο σήμερα. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί παρουσιάζεται, ως φαινόμενο της σημερινής εποχής.
Ε.Π.: Πώς βλέπετε το κοινωνικό γίγνεσθαι σήμερα; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο;
Γ.Κ.:Η πολιτική αδιαφορία. Έχει πειστεί πλέον ο άνθρωπος ότι η πολιτική δεν πρόκειται να βελτιώσει τη ζωή του, νομίζει ότι η πολιτική δεν επηρεάζει τη ζωή του και αυτό είναι μεγάλο λάθος. Η πολιτική επηρεάζει όχι μόνο τη ζωή μας συνολικά, αλλά και το κάθε λεπτό της ημέρας μας. Αυτό το τεράστιο ποσοστό αποχής στις εκλογές δεν είναι κουδουνάκι αλλά καμπάνα τεράστια, που χτυπά προειδοποιώντας μας για την καταστροφή που έρχεται. Ίσως, ο σύγχρονος άνθρωπος να έχει πειστεί πλέον ότι το συλλογικό είναι εχθρός του ατομικού. Το ατομικό όμως ζει, υπάρχει και ανθοφορεί μόνο μέσα από το συλλογικό.
Παράλληλα έχει εμφανιστεί μία νέα μανία, ιδίως μέσα στα social media: κυνηγάμε διαρκώς και προτάσσουμε την αρνητική πλευρά ενός θέματος. Αυτή διαφημίζουμε, μόνο γι’ αυτή συζητούμε και μιλάμε, δηλητηριάζοντας έτσι τα πάντα.

Ε.Π.: Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα; Υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας;
Γ.Κ.: Ως καλλιτέχνης οφείλω να είμαι αισιόδοξος. Στη νεότερη γενιά ακουμπώ τις ελπίδες μου. Η δική μας η γενιά έκανε τον κύκλο της, έδωσε τις δικές της μάχες… κάτι έχασε, κάτι κέρδισε… ίσως περισσότερο να έχασε. Έχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε πολλά πράγματα ακόμη να προσφέρουμε και ορθώς ίσως οι νεότεροι δεν μας ακούν, γιατί κυρίως πιστεύω ότι δεν είχαμε τη γενναιότητα να αποδεχθούμε τις ήττες μας.
Ε.Π.: Για τη νέα σεζόν υπάρχουν κάποια πλάνα;
Γ.Κ.: Η Τέχνη από ένα πράγμα οφείλει ουσιαστικά να χαρακτηρίζεται, από την αφοσίωση και από την εμμονή ή μάλλον από την εμμένεια. Απ’ την πίστη και το σεβασμό στον τόπο που κατοικείς. Με λίγα λόγια αφοσίωση, εμμένεια και πειθαρχία σ’ αυτό που κάνεις. Κι εγώ τώρα κατοικώ και είμαι αφοσιωμένος στη “Δωδέκατη Νύχτα”. Η “νέα σαιζόν” είναι κάτι που θα έρθει. Τότε θα δούμε…
Ευχαριστώ θερμά.
.
-Τρίτη 18 & Τετάρτη 19 Ιουλίου.
Θέατρο Κήπου.
«Δωδέκατη Νύχτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.

Μία ξεκαρδιστική κωμωδία ανεκπλήρωτου έρωτα. Δύο δίδυμα αδέλφια κατορθώνουν να επιβιώσουν μετά από ένα ναυάγιο, αναγκάζονται να ζήσουν στην ίδια παράξενη χώρα, χωρίς να ξέρει ο ένας αν η άλλη είναι ζωντανή. Οι διαρκείς παρεξηγήσεις, λόγω της απόλυτης ομοιότητας των δύο αδελφών, καθιστούν το διασκεδαστικό αυτό έργο ως μία μια από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του Σαίξπηρ.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης. Ερμηνεύουν: Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Σοφία Βογιατζάκη, Άννα Μονογιού κ.ά
.
Φωτογραφικό υλικό