Γράφει ο Ιωάννης Κυφωνίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Μήπως ήρθε η ώρα να μετακομίσουμε στον Όλυμπο για να δροσιστούμε λιγάκι? Διότι όσο επιμένει αυτός ο ας πούμε καύσωνας δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Βέβαια εάν μετακομίσουμε στην κορυφή του ακόμη και τώρα θα χρειαστούμε μπουφάν και σκούφο.
Σε γενικές γραμμές το κλίμα στον Όλυμπο μπορεί να χαρακτηριστεί μεσογειακού τύπου με ηπειρωτική επίδραση. Οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της θάλασσας και του έντονου ανάγλυφου της περιοχής.Στις χαμηλότερες περιοχές (Λιτόχωρο και πρόποδες) το κλίμα είναι τυπικά μεσογειακό, δηλαδή θερμό και ξηρό το καλοκαίρι – υγρό και ψυχρό τον χειμώνα. Στις υψηλότερες περιοχές είναι πιο υγρό και πιο τραχύ, με εντονότερα φαινόμενα: σ’ αυτές τις περιοχές πέφτει συχνά χιόνι όλο το χειμώνα, ενώ η βροχή και το χιόνι είναι συνηθισμένα φαινόμενα και το καλοκαίρι. Η θερμοκρασία κυμαίνεται το χειμώνα από -10 °C μέχρι 20 °C και το καλοκαίρι γενικά από 0 °C μέχρι 20 °C, ενώ οι άνεμοι είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, κάθε 200 μ. υψόμετρου η θερμοκρασία πέφτει κατά 1 °C. Όσο ανεβαίνει το υψόμετρο, τα φαινόμενα γίνονται εντονότερα και οι διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και την υγρασία συχνά απότομες. Οι παραθαλάσσιες βορειανατολικές πλευρές του Ολύμπου δέχονται περισσότερες βροχές από τις ηπειρωτικές νοτιοδυτικές, με αποτέλεσμα σαφή διαφορά στη βλάστηση, που είναι πλουσιότερη στις πρώτες. Ο πιο θερμός μήνας είναι ο Αύγουστος ενώ ο πιο ψυχρός ο Φεβρουάριος.
Η ψηλότερη ζώνη του βουνού, πάνω από τα 2.000 μ., καλύπτεται από χιόνια για εννέα περίπου μήνες (Σεπτέμβριο – Μάιο). Σε ορισμένα σημεία οι άνεμοι συγκεντρώνουν χιόνι πάχους 8-10 μέτρων (ανεμοσούρια), ενώ σε μερικές βαθιές χαράδρες το χιόνι διατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έτους (αιώνιο χιόνι). Για την αλπική αυτή περιοχή του Ολύμπου έγιναν μετρήσεις τη δεκαετία του 1960 από το πρώτο ορεινό μετεωροσκοπείο στην Ελλάδα, που λειτούργησε στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.815 μ.), παρέχοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία για το κλίμα του βουνού. Η μέση θερμοκρασία είναι -5 °C το χειμώνα και 10 °C το καλοκαίρι. Τα μέσα ετήσια βροχομετρικά ύψη κυμαίνονται από 149 cm στα Πριόνια (1.100 μ.) έως 170 cm στον Άγιο Αντώνιο, από τα οποία τα μισά περίπου είναι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις-χαλαζοπτώσεις και τα υπόλοιπα χειμερινές χιονοπτώσεις. Μέσα στην ίδια ημέρα ο καιρός μπορεί να αλλάξει αρκετές φορές.Τους καλοκαιρινούς μήνες οι βροχοπτώσεις είναι πολύ συχνές και συνήθως εκδηλώνονται ως απογευματινές καταιγίδες, που αρκετές φορές συνοδεύονται από χαλαζόπτωση και ισχυρούς ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, οι πηγές νερού πάνω από τα 2.000 μ. είναι σπάνιες και οι επισκέπτες θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να έχουν πάντα μαζί τους νερό και φυσικά τον απαραίτητο ρουχισμό για κάθε καιρικό ενδεχόμενο.
Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, γνωστό παγκοσμίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας, ακριβές υψόμετρο 2.917,72 μέτρα) κατοικούσαν οι Δώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι επίσης το δεύτερο σε ύψος βουνό στα Βαλκάνια, με πρώτο τη Ρίλα (περίπου 7 μέτρα διαφορά) στη Βουλγαρία.Ο συμπαγής ορεινός του όγκος βρίσκεται στα όρια της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία, μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της περιοχής, ανακηρύχθηκε το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας, ενώ αργότερα το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε τον Όλυμπο ως αρχαιολογικό και ιστορικό τόπο λόγω των διάσπαρτων μνημείων του.
Για την ετυμολογία της ορεωνυμίας «Όλυμπος» έχουν εκφραστεί διάφορες εκδοχές (ουρανός, λαμπρός, ψηλός, βράχος κ.ά.). Σύμφωνα με μία εκδοχή, η λέξη Όλυμπος είναι προελληνικό τοπωνύμιο άγνωστης προέλευσης, του οποίου η αρχική σημασία θα πρέπει να ήταν απλά «βουνό».
Το σχήμα του Ολύμπου, η πολύμορφη και ευμετάβλητη γοητεία της φύσης του, οι ψηλές κορυφές του, γεμάτες ομίχλη και χαμηλά σύννεφα που φέρνουν συχνά καταιγίδες, προκάλεσαν δέος και θαυμασμό στον προϊστορικό άνθρωπο που κατοίκησε στους πρόποδές του, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει σήμερα ευρήματα από οικισμούς της εποχής του σιδήρου. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής θα δημιουργήσουν τους θρύλους που αργότερα θα αποδώσουν το Δωδεκάθεο των Αρχαίων Ελλήνων.Οι δώδεκα θεοί κατοικούν στα φαράγγια, «τις πτυχές του Ολύμπου» όπως τα αποκαλεί ο Όμηρος- όπου βρίσκονται και τα παλάτια τους. Το Πάνθεον (ο σημερινός Μύτικας), είναι το σημείο συνάντησής τους. Ο θρόνος του Δία (το σημερινό Στεφάνι), φιλοξενεί αποκλειστικά τον αρχηγό των θεών, τον Δία (Ζευς). Ο Όλυμπος στην Ιλιάδα ονομάζεται μέγας, μακρύς, αιγλήεις (δηλ. λαμπρός), πολύδενδρος.Στις ανατολικές παρυφές του Ολύμπου, στην Πιερία, η μυθολογική παράδοση τοποθέτησε τις εννέα Μούσες, προστάτιδες των Καλών Τεχνών, θυγατέρες του Δία και της Τιτανίδας Μνημοσύνης.
Η ιστορία στάθηκε πολυτάραχη στον Όλυμπο, η ευρύτερη περιοχή του οποίου, πέρα από ιερό προσκύνημα, αποτέλεσε πεδίο μαχών για τον έλεγχο της πρόσβασης από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία από τα αρχαία χρόνια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το βουνό υπήρξε κρησφύγετο και ορμητήριο διασήμων κλεφτών και αρματολών.
Στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο αρματολίκι στην Ελλάδα, με επικεφαλής τον Καρά Μιχάλη, το 1489. Η δράση των κλεφτών στον Όλυμπο έκαναν τους Τούρκους να ξεσπάσουν την οργή τους στη σύμμαχο των κλεφτών (στα τέλη του 17ου αιώνα) Μηλιά, την οποία κατέστρεψαν. Την περίοδο εκείνη έδρα του αρματολικίου του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας γίνεται το Λιβάδι Ολύμπου και πρώτος αναγνωρισμένος διοικητής του ανέλαβε ο Πάνος Ζήδρος. Το 18ο αιώνα οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τους αρματολούς (οι οποίοι μεταπήδησαν πολλές φορές στην τάξη των κλεφτών) με Τουρκαλβανούς αρματολούς, οι οποίοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο της Μακεδονίας. Ωστόσο, μέχρι τη συνθηκολόγησή τους με τον Αλή Πασά, οι αρματολοί του Ολύμπου δε σταμάτησαν να αγωνίζονται σε στεριά και σε θάλασσα. Μεγάλα ονόματα που έδρασαν εκεί και σε άλλες περιοχές συμπεριλαμβάνουν τον Νικοτσάρα, τον Γεωργάκη Ολύμπιο και την οικογένεια των Λαζαίων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα έως και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, έδρασαν εδώ ληστές -γνωστότερος ο διαβόητος Γιαγκούλας. Κατά την εισβολή των Γερμανών το 1941 ο ελληνικός στρατός μαζί με μονάδες Νεοζηλανδών και Αυστραλών έδωσαν σημαντικές μάχες. Αμέσως μετά φώλιασε εδώ η Εθνική Αντίσταση ενώ λίγο αργότερα στο Λιτόχωρο άναψε η σπίθα που οδήγησε στον εμφύλιο.
Στην περιοχή του Ολύμπου υπάρχουν και αρκετά χριστιανικά μνημεία, ανάμεσά τους και το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, στην ομώνυμη κορυφή (2.803 μ.), το οποίο κτίστηκε τον 16ο αιώνα από τον Όσιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω, που ίδρυσε και την σημαντικότερη μονή της περιοχής.
Η Παλαιά Μονή Αγίου Διονυσίου βρίσκεται σε υψόμετρο 820 μ. μέσα στη χαράδρα του ποταμού Ενιπέα, που είναι και οδικά προσβάσιμη από το Λιτόχωρο. Λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1943 καταστράφηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, που υποπτεύονταν ότι αποτελούσε άντρο ανταρτών. Σήμερα έχει μερικώς αναστηλωθεί και λειτουργεί ως μετόχι της Νέας Μονής Διονυσίου, που βρίσκεται έξω από το Λιτόχωρο. Κοντά στο παλιό μοναστήρι, υπάρχει ακόμα το παρεκκλήσι της Γέννησης, σε ένα τοπίο μέσα σε ένα σπήλαιο με μια πηγή που αναβλύζει από το βράχο, όπου και πρωτομόνασε ο Όσιος Διονύσιος. Η μνήμη του Οσίου Διονυσίου εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Σε δεσπόζουσα θέση σε υψόμετρο 820 μ. στην χαράδρα της Ζηλιάνας, στις νότιες παρυφές του Ολύμπου βρίσκεται η Μονή Κανάλων, σε απόσταση 8 χλμ. από το χωριό Καρυά. Ιδρύθηκε το 1684 και από το 2001 ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως γυναικεία μονή. Δυτικότερα, στην έξοδο του ρέματος του Μαυρατζά και σε υψόμετρο 1.020 μ. βρίσκεται η Μονή Αγίας Τριάδας του Σπαρμού, που ήκμασε στις αρχές του 18ου αιώνα και διέθετε μεγάλη περιουσία και βοήθησε να ιδρυθεί η μεγάλη σχολή της Τσαριτσάνης. Είχε εγκαταλειφθεί το 1932 και από το 2000 ανακαινίστηκε πλήρως και επαναλειτουργεί ως αντρικό μοναστήρι, υπαγόμενο στη Μητρόπολη Ελασσόνας