Όμορφη η ταινία ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ (Boyhood) αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους για τους οποίους “διαφημίζεται”.
Κριτική από τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη.
Στην πρώτη, απλή και ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΈΝΗ ερώτηση ενός επίδοξου θεατή “πως είναι η ταινία;”, η απάντηση έρχεται εξίσου απλή: Πολύ όμορφη αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους για τους οποίους “διαφημίζεται”…
Δηλαδή η ταινία είναι γλυκιά, πολιτισμένη, διακριτική, με καλή ροή, ελεγχόμενα ευαίσθητη, ένα καλό feel-good movie, όπως το θέλει η νέα ορολογία και με μόνο ένα ελάττωμα, όσον αφορά σε αυτό το επαινούμενο κομμάτι: την παραπάνω διάρκεια που δεν έχει λόγο μιά κι επαναλαμβάνει πράγματα.
Μόνο, όμως, που η ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλάντερ δεν έχει διαφημιστεί ως αυτό που είναι, δηλαδή αυτό που είδα και μεταφέρω, αλλά γύρω από το ότι σκηνοθέτησε τον πρωταγωνιστή που είναι ένα παιδί από τα 5 του χρόνια ως τα 17 του περίπου, στο φυσικό του μεγάλωμα των 12 αυτών περίπου χρόνων.
Κι από κει και πέρα, ο ένας με τον άλλο, πάνω σε αυτό το τρυκ με το οποίο “πουλούν” την ταινία, αρχίζει να λέει ή να φαντάζεται ιστορίες γύρω από τον φιλμικό χρόνο, γύρω από το ότι το σινεμά παρακολουθεί τη ζωή, ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε την αυθεντικότητα, κλπ, κλπ. Αφήνει δηλαδή την εντύπωση ότι θα δούμε κάτι σαν αυθεντικό “Truman Show” ή σαν κάτι ανάλογο, πάντως σαν κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε.
Κι έρχομαι και ρωτώ: Δηλαδή, αν το ρόλο του παιδιού, του κεντρικού ήρωα , τον έπαιζαν τέσσερις διαφορετικοί ηθοποιοί αντίστοιχων ηλικιών, τι θα άλλαζε σε αυτό το αποτέλεσμα που παρακολουθήσαμε;
Αν δηλαδή δεν μας ζάλιζαν το κεφάλι με αυτή την πληροφορία, σε τι θα επηρέαζε την απόλαυση- ή τη μη απόλαυση- της ταινίας.
Διότι υπάρχουν έργα με ένα συγκεκριμένο τρυκ, όπου ο σκηνοθέτης ή οι παραγωγοί πουλούν αυτό το τρυκ που, όμως, βρίσκεται άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταινία. Είτε μιλάμε για τη “Σωσίβια λέμβο” του Χίτσκοκ όπου εκεί πράγματι η ταινία παίζεται όλη σχεδόν σε μία βάρκα και παρακολουθούμε τη μαεστρία του σκηνοθέτη να μας κρατήσει το ενδιαφέρον μέσα στη βάρκα αυτή ή στο καλοκαιρινό “Locke” όπου πράγματι το “τρυκ’ ενός ανθρώπου στο τιμόνι του αυτοκινήτου επί μιάμιση ώρα όπου θαυμάσαμε το ότι σενάριο, σκηνοθεσία αλλά κι ερμηνευτής κατάφεραν να μη μας κάνουν να βαρεθούμε σε ένα τόσο ανιαρό, όπως θα ακουγόταν αρχικά, σχέδιο. Θέλετε..project; Εστω, project…
Μα και σε ταινίες όπως “Ο βρόχος” πάλι του Χίτσκοκ όπου το τρυκ παραείναι τρυκ και πάει να μας ξεγελάσει με το αν η ταινία είναι ένα πλάνο (που φυσικά ΔΕΝ είναι αλλά πρόκειται για παιχνίδι όπου καθόμαστε και χαζεύουμε απλώς το παιχνίδι το οποίο , ως παιχνίδι και τίποτε άλλο, δεν μπορεί να βγάλει μεγάλη ταινία) ή στην “Κόψη του χρόνου” , με τον Τζόνι Ντεπ όπου η ταινία διαρκεί όσο κι ο αληθινός χρόνος να παρεμποδίσει ο ήρωας μιά πολιτική δολοφονία. Φυσικά το τρυκ αυτό δεν βγάζει υποχρεωτικά και μεγάλο έργο.
Στο “Μεγαλώνοντας” λοιπόν δεν βρήκα το στοιχείο εκείνο που κάνει την ταινία σημαντική, στο ότι παίζει το ίδιο παιδί, το ρόλο, μεγαλώνοντας σε μιά 12ετία.Ποτέ δεν ξεχνάμε τον “Σολίστα” όπου ο ρόλος παίχθηκε από τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς κι ο ένας εξ αυτών που έπαιξε το ένα τρίτο του ρόλου κατάφερε όχι μόνο να αναδειχθεί και να γίνει παγκόσμιος αλλά να πάρει και το Οσκαρ- ο Τζέφρι Ρας.
Αυτά επειδή μιλάμε περί Τέχνης.
Ωστόσο, στο συγκεκριμένο εγχείρημα, ο Ρίτσαρντ Λινκλάντερ τα έχει πάει πολύ καλά κυρίως επειδή από το υποκριτικά άπειρο όργανο του, κατάφερε να αποσπάσει στοιχεία ερμηνευτικά σε όλες τις ηλικίες αφού δεν υποδύεται τον εαυτό του μιά και η ταινία δεν είναι “ντοκουμέντο” αλλά μυθοπλασία.
Κι επειδή στις περιπτώσεις του Ηθαν Χωκ και της Πατρίτσια Αρκέτ δεν είδα τις μεταμορφώσεις της ηλικίας παρά μόνο στο τελευταίο κομμάτι, πάλι αναρωτιέμαι προς τι όλο αυτό κι αν στην περίπτωση τους έχει επέμβει το μακιγιάζ κι όχι ο φυσικός χρόνος.
Με τούτα και με εκείνα, ξεφεύγουμε από το φιλμ κι αναρωτιόμαστε για άλλα πράγματα από αυτά που βλέπουμε. Σαν να μην κοιτάμε το έργο που έχουμε μπροστά μας και σαν να προσπαθούμε να δούμε πως κουμπώνουν με τα επί της οθόνης τεκταινόμενα τα όσα διαφημιστικά ακούσαμε και διαβάσαμε.
Κι επειδή πάνε να το διαφημίσουν σαν “φέτα ζωής”, εκεί έρχονται πολλοί και ζητούν από την ταινία “στοιχεία αληθινής ζωής”. Και την βρίσκουν ελλιπή.
Ποιός φταίει για όλη αυτήν την παρεξήγηση;
Δηλαδή η ταινία είναι γλυκιά, πολιτισμένη, διακριτική, με καλή ροή, ελεγχόμενα ευαίσθητη, ένα καλό feel-good movie, όπως το θέλει η νέα ορολογία και με μόνο ένα ελάττωμα, όσον αφορά σε αυτό το επαινούμενο κομμάτι: την παραπάνω διάρκεια που δεν έχει λόγο μιά κι επαναλαμβάνει πράγματα.
Μόνο, όμως, που η ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλάντερ δεν έχει διαφημιστεί ως αυτό που είναι, δηλαδή αυτό που είδα και μεταφέρω, αλλά γύρω από το ότι σκηνοθέτησε τον πρωταγωνιστή που είναι ένα παιδί από τα 5 του χρόνια ως τα 17 του περίπου, στο φυσικό του μεγάλωμα των 12 αυτών περίπου χρόνων.

Κι από κει και πέρα, ο ένας με τον άλλο, πάνω σε αυτό το τρυκ με το οποίο “πουλούν” την ταινία, αρχίζει να λέει ή να φαντάζεται ιστορίες γύρω από τον φιλμικό χρόνο, γύρω από το ότι το σινεμά παρακολουθεί τη ζωή, ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε την αυθεντικότητα, κλπ, κλπ. Αφήνει δηλαδή την εντύπωση ότι θα δούμε κάτι σαν αυθεντικό “Truman Show” ή σαν κάτι ανάλογο, πάντως σαν κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε.
Κι έρχομαι και ρωτώ: Δηλαδή, αν το ρόλο του παιδιού, του κεντρικού ήρωα , τον έπαιζαν τέσσερις διαφορετικοί ηθοποιοί αντίστοιχων ηλικιών, τι θα άλλαζε σε αυτό το αποτέλεσμα που παρακολουθήσαμε;
Αν δηλαδή δεν μας ζάλιζαν το κεφάλι με αυτή την πληροφορία, σε τι θα επηρέαζε την απόλαυση- ή τη μη απόλαυση- της ταινίας.

Διότι υπάρχουν έργα με ένα συγκεκριμένο τρυκ, όπου ο σκηνοθέτης ή οι παραγωγοί πουλούν αυτό το τρυκ που, όμως, βρίσκεται άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταινία. Είτε μιλάμε για τη “Σωσίβια λέμβο” του Χίτσκοκ όπου εκεί πράγματι η ταινία παίζεται όλη σχεδόν σε μία βάρκα και παρακολουθούμε τη μαεστρία του σκηνοθέτη να μας κρατήσει το ενδιαφέρον μέσα στη βάρκα αυτή ή στο καλοκαιρινό “Locke” όπου πράγματι το “τρυκ’ ενός ανθρώπου στο τιμόνι του αυτοκινήτου επί μιάμιση ώρα όπου θαυμάσαμε το ότι σενάριο, σκηνοθεσία αλλά κι ερμηνευτής κατάφεραν να μη μας κάνουν να βαρεθούμε σε ένα τόσο ανιαρό, όπως θα ακουγόταν αρχικά, σχέδιο. Θέλετε..project; Εστω, project…
Μα και σε ταινίες όπως “Ο βρόχος” πάλι του Χίτσκοκ όπου το τρυκ παραείναι τρυκ και πάει να μας ξεγελάσει με το αν η ταινία είναι ένα πλάνο (που φυσικά ΔΕΝ είναι αλλά πρόκειται για παιχνίδι όπου καθόμαστε και χαζεύουμε απλώς το παιχνίδι το οποίο , ως παιχνίδι και τίποτε άλλο, δεν μπορεί να βγάλει μεγάλη ταινία) ή στην “Κόψη του χρόνου” , με τον Τζόνι Ντεπ όπου η ταινία διαρκεί όσο κι ο αληθινός χρόνος να παρεμποδίσει ο ήρωας μιά πολιτική δολοφονία. Φυσικά το τρυκ αυτό δεν βγάζει υποχρεωτικά και μεγάλο έργο.
Στο “Μεγαλώνοντας” λοιπόν δεν βρήκα το στοιχείο εκείνο που κάνει την ταινία σημαντική, στο ότι παίζει το ίδιο παιδί, το ρόλο, μεγαλώνοντας σε μιά 12ετία.Ποτέ δεν ξεχνάμε τον “Σολίστα” όπου ο ρόλος παίχθηκε από τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς κι ο ένας εξ αυτών που έπαιξε το ένα τρίτο του ρόλου κατάφερε όχι μόνο να αναδειχθεί και να γίνει παγκόσμιος αλλά να πάρει και το Οσκαρ- ο Τζέφρι Ρας.

Αυτά επειδή μιλάμε περί Τέχνης.
Ωστόσο, στο συγκεκριμένο εγχείρημα, ο Ρίτσαρντ Λινκλάντερ τα έχει πάει πολύ καλά κυρίως επειδή από το υποκριτικά άπειρο όργανο του, κατάφερε να αποσπάσει στοιχεία ερμηνευτικά σε όλες τις ηλικίες αφού δεν υποδύεται τον εαυτό του μιά και η ταινία δεν είναι “ντοκουμέντο” αλλά μυθοπλασία.
Κι επειδή στις περιπτώσεις του Ηθαν Χωκ και της Πατρίτσια Αρκέτ δεν είδα τις μεταμορφώσεις της ηλικίας παρά μόνο στο τελευταίο κομμάτι, πάλι αναρωτιέμαι προς τι όλο αυτό κι αν στην περίπτωση τους έχει επέμβει το μακιγιάζ κι όχι ο φυσικός χρόνος.
Με τούτα και με εκείνα, ξεφεύγουμε από το φιλμ κι αναρωτιόμαστε για άλλα πράγματα από αυτά που βλέπουμε. Σαν να μην κοιτάμε το έργο που έχουμε μπροστά μας και σαν να προσπαθούμε να δούμε πως κουμπώνουν με τα επί της οθόνης τεκταινόμενα τα όσα διαφημιστικά ακούσαμε και διαβάσαμε.
Κι επειδή πάνε να το διαφημίσουν σαν “φέτα ζωής”, εκεί έρχονται πολλοί και ζητούν από την ταινία “στοιχεία αληθινής ζωής”. Και την βρίσκουν ελλιπή.
Ποιός φταίει για όλη αυτήν την παρεξήγηση;
Φωτογραφικό υλικό