Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης κριτικάρει την Dallas Buyers Club του Ζαν Μαρκ Βαλέ.
Θεωρήθηκε “έκπληξη” της χρονιάς, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε προσμονή. Κι ήταν πολύ έξυπνος ο τρόπος διαχείρισης από τους p.r. της ταινίας, όπου η “στρατηγική” στηρίχτηκε στο ότι “δεν γράφουμε τίποτα, δεν λέμε τίποτα όσο η ταινία ετοιμάζεται, δεν προϊδεάζουμε κανένα, την αφήνουμε να βγει απρόσμενα και τότε θα κάνει μεγαλύτερη αίσθηση”
Και να τα αποτελέσματα.
Άλλοι δεν περίμεναν τέτοια ερμηνεία από τον Μάθιου ΜακΚόνοχι, που τον είχαν ταυτίσει με τους άσαρκους ρόλους που έπαιζε και που τον έκαναν γνωστό χωρίς να του έχουν εξασφαλίσει και την εκτίμηση για την υποκριτική του, άλλοι που παρακολουθούν πιο στενά τα κινηματογραφικά δρώμενα κι είχαν δεί κάποιες τελευταίους κινήσεις ξαφνιάστηκαν ευχάριστα μεν για την εξέλιξη πάντως κι αυτοί ξαφνιάστηκαν, άλλοι, και ίσως να είναι πολλοί, έμειναν άφωνοι με τον Τζάρεντ Λέτο, ακριβώς επειδή δεν είχαν προκυκλοφορήσει ευρέως φωτογραφίες που να τον δείχνουν με το γυναικείο look, ή με επεξηγηματικά δημοσιεύματα πως θα παίξει ρόλο “τραβεστί”
Όλα αυτά λοιπόν ξάφνιασαν ευχάριστα κι έδειξαν ότι οι p.r. έκαναν πολύ σωστή δουλειά, όμως σας διαβεβαιώνω πως τίποτε από αυτά δεν θα είχε αποδώσει αν δεν υπήρχε έργο.
Κι αυτό που έχει ενδιαφέρον τελικά είναι το ίδιο το έργο, αυτό είναι που επιτρέπει στους ηθοποιούς να αναδειχτούν μα κι αυτοί τα δίνουν όλα ώστε να το αναδείξουν και να καταλήξει σε έργο ηθοποιίας.
Κι εδώ υπάρχει θέμα, που χάρη στην σεναριακή επεξεργασία
καταλήγει σε έργο.
Το Aids που δεν έχει πάψει να απειλεί, οι προκαταλήψεις που εξακολουθούν στις μέρες μας να δίνουν το παρόν και να εκφράζουν ανοιχτά την ομοφοβία (το είδαμε και στην Ελλάδα αυτές τις μέρες με αναρτήσεις υπαινιγμών για υποψήφιους δημάρχους και περιφερειάρχες) κι η επιλογή του κεντρικού ήρωα ο οποίος είναι ομοφοβικός ετεροφυλόφιλος που προσβάλλεται από τον ιό τον οποίο είχε ταυτίσει με αυτούς που σιχαίνεται.
Ως εδώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι γνώριμο το έδαφος, έχουμε δει κι άλλα παρόμοια. Όμως ο κεντρικός ήρωας δεν έχει να κάνει μόνο με την αναγκαστική συνύπαρξη με αυτούς που μισεί και με την απόρριψη εκείνων με τους οποίους ως τα χτές μισούσαν παρέα, μα έχει να κάνει και με μια πολύ ενδιαφέρουσα προέκταση: Τον αγώνα που θα ξεκινήσει, αυτός ο αντιπαθητικός άνθρωπος, το πιο ενδιαφέρον αντιπαθητικό θύμα που έχουμε δει στην πρόσφατη σεναριογραφία αλλά και δραματουργία γενικότερα) κατά του ιατρικού κατεστημένου, της διακίνησης φαρμάκων, θα γίνει λαθρέμπορας και διακινητής….Τόσες συγκρούσεις με τον εαυτό του, με τις καταστάσεις, με το περιβάλλον, πως να μην βγει ρόλαρος και πως να μην τα δώσει όλα ο Μάθιου μακΚόνοχι, πότε του είχε ξαναδοθεί τέτοια ευκαιρία; Και δεν μιλώ για τα κιλά που έχασε, ούτε για το υποψήφιο για Οσκαρ μακιγιάζ που του τόνισε την Απίσχνανση αλλά για αυτό που κατάφερε, να κυκλοφορεί στην ταινία με βήμα σερνάμενο αρρώστου και συγχρόνως με περήφανο περπάτημα αγωνιστή, τσαμπουκαδόρου. Με μία σκηνή ξεσπάσματος, όλη κι όλη, που είναι κι αυτή τόσο λιτά ερμηνευμένη, τόσο εσωτερική.
Ο Τζάρεντ Λέτο, στο δικό του ρόλο, φτιάχνει την τέλεια μεταμόρφωση, απορείς με το πως μπόρεσε να δώσει στο σώμα τέτοιες οδηγίες ώστε να κινείται σαν να ήταν γυναικείο, προσωπικά πιστεύω ότι η “τριβή” του στη ροκ μουσική τα τελευταία χρόνια, τον βοήθησε να λευτερώσει τα κινητικά του μέσα αλλά δεν μένει εδώ, διότι υπάρχει κι η σκηνή με τον πατέρα, όπου είναι ντυμένος “αντρικά” κι εκεί βλέπουμε λευτέρωμα και των εκφραστικών μέσων.
Ο Καναδός σκηνοθέτης Ζαν Μαρκ Βαλέ επέλεξε να στηριχτεί στους ηθοποιούς και μέσω αυτών να λειτουργήσει η ιστορία. Υπάρχει κι ένα μοντάζ από εκείνα που έχω ξαναπεί και που χωρίς αυτά δεν υπάρχουν ταινίες.
Είναι από τις ταινίες που την δεύτερη φορά μου άρεσαν περισσότερο (ενώ, δυστυχώς, ο “Οδηγός διαπλοκής”, που με είχε σχεδόν ενθουσιάσει στην πρώτη επαφή, κατά τη δεύτερη μου φάνηκε πιο υποτονικός).

Φωτογραφικό υλικό