-εξαθλιωμένους φτωχοδιάβολους-, τα ονόματα των οποίων (Μιχαήλ Άγγελος και Οδυσσέας) συνδυάζουν τα ομηρικά έπη και την Αναγέννηση, σ’ αυτόν τον απροσδιόριστο πόλεμο, στο όνομα -φυσικά, όπως πάντα- του βασιλιά, της πατρίδας, του έθνους, του θεού κλπ. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, οι «ήρωες» επιστρέφουν σπίτι και στις γυναίκες της οικογένειας, που ονομάζονται Κλεοπάτρα και Αφροδίτη, κουβαλώντας σε μια βαλίτσα τα λάφυρα και τους θησαυρούς του κόσμου που αποκόμισαν από την αποστολή τους και που δεν είναι τίποτε άλλο από μια συλλογή καρτ ποστάλ. Οι καραμπινιέροι οδηγούνται στον βασιλιά για να παρασημοφορηθούν, αλλά εντωμεταξύ ο βασιλιάς έχει ανατραπεί χάνοντας τη μάχη με τον «εσωτερικό εχθρό», οπότε οι επαναστάτες τους τουφεκίζουν, μέσα στο χάος και την κοινωνική αναταραχή που έχει δημιουργηθεί.
«Το θέμα της ταινίας είναι άνθρωποι που αλληλοκοιτάζονται και κριτικάρουν ο ένας τον άλλον και στη συνέχεια έρχεται ο κινηματογράφος που τους παρατηρεί και τους κριτικάρει, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Φριτς Λανγκ. Πέρα από την ψυχολογική ιστορία μίας γυναίκας που περιφρονεί τον σύζυγό της, Η περιφρόνηση μοιάζει να είναι η ιστορία των ναυαγών του δυτικού κόσμου, που αποβιβάζονται μια μέρα σ’ ένα έρημο και μυστηριώδες νησί, όπως οι ήρωες του Bερν και του Στήβενσον, ένα νησί που το μυστικό του έγκειται αναμφισβήτητα στην έλλειψη μυστηρίου, δηλαδή την αλήθεια. «Η περιπλάνηση του Οδυσσέα υπήρξε ένα φυσικό φαινόμενο, εγώ όμως γύρισα μία ηθική οδύσσεια: το βλέμμα της κάμερας πάνω στους ήρωες που αναζητούν τον Όμηρο αντικαθιστά το βλέμμα των θεών πάνω στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του» λέει ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ γι’ αυτή την εξαιρετική δημιουργία του. Γυρισμένη σε cinemascope, με εκπληκτική χρωματική παλέτα δια χειρός του Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη θρυλική βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Η περιφρόνηση μιλά με οξύτητα και οξυδέρκεια για την κρίση των αξιών και των διαπροσωπικών σχέσεων, σε μια κοινωνία ολοκληρωτικά αλλοτριωμένη και διαβρωμένη από την κυριαρχία του χρήματος.
Το Σώζων εαυτόν σωθήτω είναι η επιστροφή του Γκοντάρ σε μια κινηματογραφική «κανονικότητα», ύστερα από μια μεγάλη περίοδο δέκα ετών, όπου πειραματίστηκε με το βίντεο και την τηλεόραση. Πρόκειται για μια ταινία μεγάλης στυλιστικής ωριμότητας και ουσιαστικού προβληματισμού σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση: λιτή χρήση των εκφραστικών μέσων (χωρίς τις αισθητικές εκκεντρικότητες της πρώτης περιόδου), αυστηρά πειθαρχημένη δομή και αφηγηματική οικονομία.
Η ταινία όμως, (καθόλου τυχαίος ο τίτλος), έχει μια ζοφερή οπτική σε ό,τι αφορά τον τρόπο που βλέπει την σύγχρονη πραγματικότητα, όπου τα πάντα έχουν εμπορευματοποιηθεί. Σχολιάζει τον εξανδραποδισμό και την ολοκληρωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδικά από την τηλεόραση, που έχει αλώσει κάθε δίοδο πραγματικής επαφής και επικοινωνίας. Το βλέμμα του φιλμ (και του Γκοντάρ) είναι σαρκαστικό μεν και χλευαστικό, αλλά την ίδια στιγμή και βαθιά πεσιμιστικό και κυνικό, μ’ έναν απελπισμένο τρόπο. Η τελική σκηνή με τον Πολ χτυπημένο από αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου, είναι ένα μηδενιστικό μνημείο απανθρωπιάς και ευτελισμού της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Έξοχο το πρωταγωνιστικό τρίο με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ναταλί Μπεΐ και Ζακ Ντιτρόν
Φωτογραφικό υλικό