Δεν έφυγα ικανοποιημένος από την ταινία Ο Νο1 Καταζητούμενος του Άντον Κόρμπιν.
Κριτική από τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη.
Η αλήθεια είναι πως και στο μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ, όταν το διάβαζα, δεν ένιωθα δονήσεις ανάλογων έργων του, μου φαινόταν “λίγη” η πλοκή, όμως με συνέπαιρνε η ατμόσφαιρα. Οι περιγραφές του νυχτερινού Αμβούργου, των μεταναστευτικών χώρων, των παρακολουθήσεων κλπ, έβγαζαν λογοτεχνικά ιδιάζουσα σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Στην ταινία, την ατμόσφαιρα δεν την βρήκα. Παρόλο ότι οι τεχνικοί συντελεστές είναι εξαιρετικοί.
Και μολονότι στο μοντάζ υπάρχει μιά βετεράνα, η Κλαιρ Σίμσον (Οσκαρ για το “Platoon”, υποψηφιότητα για τον “Επίμονο κηπουρό”), ένιωθα πως παρακολουθώ κάτι άρρυθμο. Κι ας ήταν εξαιρετική η συνεργασία της με τους μοντέρ του ήχου, που το διαπίστωνες σε κάποια σημεία όταν η ανία σε υποχρέωνε να κοιτάς λίγο τις λεπτομέρειες (αυτό δεν είναι καλό ειδικά όταν πρόκειται για τέτοια έργα που οφείλουν να σε παρασύρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην προλάβεις να κοιτάξεις τα τεχνικά-κι αν έχεις το ψώνιο, θα του κάνεις δεύτερη επίσκεψη για να δεις τι έκαναν οι επιμέρους συντελεστές)
Αρα φταίει ο σκηνοθέτης,ο Αντον Κόρμπιν. Του οποίου ούτε ο “Αμερικάνος” με τον Τζορτζ Κλούνει μου είχε αρέσει-καθόλου μάλιστα θα έλεγα. Κι εκεί του είχα χρεώσει ότι δεν έπιανε καθόλου την “Ιταλία”. Ο Ολλανδός βιντεοκλιπάς δεν έχει εσωτερικό παλμό, αυτό διαπιστώνω. Εδώ, η αλήθεια είναι ότι επιχείρησε να κρατήσει ακέραιο το πνεύμα του βιβλίου αλλά τελικά αυτό ακριβώς έχασε.
Και παρόλο ότι η παραγωγή τον βοήθησε με εξαιρετικό cast, δεν θαυμάσαμε καμία επίδοση.
Στην ταινία, την ατμόσφαιρα δεν την βρήκα. Παρόλο ότι οι τεχνικοί συντελεστές είναι εξαιρετικοί.

Και μολονότι στο μοντάζ υπάρχει μιά βετεράνα, η Κλαιρ Σίμσον (Οσκαρ για το “Platoon”, υποψηφιότητα για τον “Επίμονο κηπουρό”), ένιωθα πως παρακολουθώ κάτι άρρυθμο. Κι ας ήταν εξαιρετική η συνεργασία της με τους μοντέρ του ήχου, που το διαπίστωνες σε κάποια σημεία όταν η ανία σε υποχρέωνε να κοιτάς λίγο τις λεπτομέρειες (αυτό δεν είναι καλό ειδικά όταν πρόκειται για τέτοια έργα που οφείλουν να σε παρασύρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην προλάβεις να κοιτάξεις τα τεχνικά-κι αν έχεις το ψώνιο, θα του κάνεις δεύτερη επίσκεψη για να δεις τι έκαναν οι επιμέρους συντελεστές)
Αρα φταίει ο σκηνοθέτης,ο Αντον Κόρμπιν. Του οποίου ούτε ο “Αμερικάνος” με τον Τζορτζ Κλούνει μου είχε αρέσει-καθόλου μάλιστα θα έλεγα. Κι εκεί του είχα χρεώσει ότι δεν έπιανε καθόλου την “Ιταλία”. Ο Ολλανδός βιντεοκλιπάς δεν έχει εσωτερικό παλμό, αυτό διαπιστώνω. Εδώ, η αλήθεια είναι ότι επιχείρησε να κρατήσει ακέραιο το πνεύμα του βιβλίου αλλά τελικά αυτό ακριβώς έχασε.

Και παρόλο ότι η παραγωγή τον βοήθησε με εξαιρετικό cast, δεν θαυμάσαμε καμία επίδοση.
Μεγαλύτερη απογοήτευση θα έλεγα ότι ήταν ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν, αυτός ο ηθοποιάρας, ο οποίος πραγματικά δεν έδωσε τίποτε στο ρόλο. Εκτός από ένα “για τα μάτια του κόσμου” υπόκωφο γερμανικό “αξάν” που κι αυτό δεν πολυακουγόταν. Σαν να βαριόταν……Οπως άλλωστε και κανένας ηθοποιός δεν είδαμε να δίνει στο ρόλο του κάτι προσωπικό. Ίσως μόνο το παλληκαράκι , ο Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν που παίζει το ρόλο του τίτλου. Στη σκηνή που μιλά στη δικηγόρο για τη μάνα του, κάτι έδειξε να υπάρχει πίσω από τα μάτια του. Τίποτε άλλο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις πάντα χρεώνω τον σκηνοθέτη, περισσότερο κι από τον σεναριακό διασκευαστή στο αν τους έφτιαξε ρόλους στους οποίους να μπορέσουν κάτι να δώσουν. Οι ρόλοι όπως φτιάχτηκαν ήταν ελλιπείς.
Όμως… Προσέξτε αυτό το “ΟΜΩΣ”…
Ως fan των κατασκοπικών ταινιών και μυθιστορημάτων αλλά και του Τζον Λε Καρέ προσωπικώς μα και γενικότερα μιά κι αγαπώ το είδος, ΜΠΗΚΑ στο κατασκοπικό παιχνίδι της ιστορίας. Κι ενώ δεν με παράσερνε ο ρυθμός, την δική μου ευχαρίστηση την έπαιρνα. Όπως επίσης και το πνεύμα του βιβλίου του Τζον Λε Καρέ που έμεινε ατόφιο στην ταινία περί του πως κατασκευάζεται ένας τρομοκράτης ενώ δεν αρνείται την ύπαρξη του προβλήματος και της απειλής.
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να δώσω credit στο σκηνοθέτη που κράτησε αυτή τη γραμμή και δεν την πήγε σε βιντεοκλιπέ σχολή δράσης. Μα όσοι ξέρουν το πως γίνονται τα έργα, γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούσε διότι η δουλειά που είχε αναλάβει ήταν να σκηνοθετήσει το βιβλίο του Τζον Λε Καρέ σε ύφος ανάλογο. Μέχρι εκεί μπορούσε.
Ξανακοιτάζω το κείμενο και μου φαίνεται πιο αυστηρό από το συναίσθημα με το οποίο βγήκα από τον κινηματογράφο. Χμ! Ισως διότι εκεί μίλησε το “θυμικό”, ο δεξιός λοβός του εγκεφάλου, ο fan των κατασκοπικών ταινιών. Ενώ εδώ, που υπαγορεύει ο αριστερός λοβός της κρισης και της λογικής, τα κάνει τα πράγματα να φαίνονται χειρότερα ΑΠΟ ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις πάντα χρεώνω τον σκηνοθέτη, περισσότερο κι από τον σεναριακό διασκευαστή στο αν τους έφτιαξε ρόλους στους οποίους να μπορέσουν κάτι να δώσουν. Οι ρόλοι όπως φτιάχτηκαν ήταν ελλιπείς.
Όμως… Προσέξτε αυτό το “ΟΜΩΣ”…
Ως fan των κατασκοπικών ταινιών και μυθιστορημάτων αλλά και του Τζον Λε Καρέ προσωπικώς μα και γενικότερα μιά κι αγαπώ το είδος, ΜΠΗΚΑ στο κατασκοπικό παιχνίδι της ιστορίας. Κι ενώ δεν με παράσερνε ο ρυθμός, την δική μου ευχαρίστηση την έπαιρνα. Όπως επίσης και το πνεύμα του βιβλίου του Τζον Λε Καρέ που έμεινε ατόφιο στην ταινία περί του πως κατασκευάζεται ένας τρομοκράτης ενώ δεν αρνείται την ύπαρξη του προβλήματος και της απειλής.
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να δώσω credit στο σκηνοθέτη που κράτησε αυτή τη γραμμή και δεν την πήγε σε βιντεοκλιπέ σχολή δράσης. Μα όσοι ξέρουν το πως γίνονται τα έργα, γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούσε διότι η δουλειά που είχε αναλάβει ήταν να σκηνοθετήσει το βιβλίο του Τζον Λε Καρέ σε ύφος ανάλογο. Μέχρι εκεί μπορούσε.
Ξανακοιτάζω το κείμενο και μου φαίνεται πιο αυστηρό από το συναίσθημα με το οποίο βγήκα από τον κινηματογράφο. Χμ! Ισως διότι εκεί μίλησε το “θυμικό”, ο δεξιός λοβός του εγκεφάλου, ο fan των κατασκοπικών ταινιών. Ενώ εδώ, που υπαγορεύει ο αριστερός λοβός της κρισης και της λογικής, τα κάνει τα πράγματα να φαίνονται χειρότερα ΑΠΟ ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
Ποιά “πραγματικότητα” όμως;
Μα στην “πραγματικότητα” του εκάστοτε λήπτη, του δέκτη, του ΘΕΑΤΗ…
Φωτογραφικό υλικό