11 Ιουνίου 1921, γεννήθηκε μία σπουδαία προσωπικότητα για τον πολιτισμό, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου, χάρισε στη χώρα μας πρωτόγνωρες διεθνείς διακρίσεις, ενώ άφησε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, καθώς και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, με στόχο να προάγει τον πολιτισμό και στις επόμενες γενιές.
Τα πρώτα βήματα του Μιχάλη Κακογιάννη
Γιος της Αγγελικής και του σερ Παναγιώτη Κακογιάννη, γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου, όταν ήταν ακόμη υπό βρετανική κατοχή. Μόλις ενηλικιώθηκε ταξίδεψε στο Λονδίνο για να σπουδάσει Νομική. Αποφοίτησε και άρχισε να εργάζεται για την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, αρχικά ως εκφωνητής ειδήσεων και στη συνέχεια ως παραγωγός πολιτισμικών προγραμμάτων. Μάλιστα, όταν ήταν μόλις 22 χρονών του ανατέθηκε η διεύθυνση της Κυπριακής Ώρας.
Παρά την επιτυχημένη του πορεία στο BBC, δεν άργησε να καταλάβει το πάθος του για τις δραματικές τέχνες. Έτσι, σπούδασε παράλληλα υποκριτική στην Κεντρική Σχολή Δραματικής του Λονδίνου, αλλά και σκηνοθεσία στη Σχολή Old Vic στο Μπρίστολ.
Με το καλλιτεχνικό όνομα “Michael Yannis” είχε δύο μικρούς ρόλους στις ταινίες “Καίσαρας και Κλεοπάτρα” (1945) του Gabriel Pascal και στην ταινία “Vice Versa” (1948) του Peter Ustinov, ενώ έπαιξε και στο θέατρο της Αγγλίας. Αποκορύφωμα της υποκριτικής του καριέρας στο Λονδίνο ήταν η επιλογή του από τον ίδιο τον Αλμπέρ Καμί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Καλιγούλα», σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού.
Σύντομα, όμως, τον κέρδισε η σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα το 1952 να μετακομίσει οριστικά στην Ελλάδα, για να συγκεντρωθεί σε αυτό. Στα 57 χρόνια καλλιτεχνικής του πορείας, σκηνοθέτησε παραστάσεις θεάτρου και όπερας για τα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης, όπως είναι η Όπερα της Φρανκφούρτης. Συνεργάστηκε με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής και παγκόσμιας σκηνής, μεταξύ αυτών ο Άντονι Κουίν και η Καθριν Χέμπορν. Τέλος, γύρισε μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Οι 15 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του ο Μιχάλης Κακογιάννης
Ο σπουδαίος κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε μόλις 15 ταινίες σε όλη την καριέρα του. Κάθε μία από αυτές όμως άφησε εποχή. Απαθανατίζοντας τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, ο Μιχάλης Κακογιάννης αποτύπωσε την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπως λίγοι σκηνοθέτες.
Για τις ταινίες του και την Ελλάδα, ο ίδιος είχε δηλώσει: “Κάπως εγωιστικά και κοιτώντας πίσω μπορώ να πω πως οι Έλληνες αγαπούν τις ταινίες μου, γιατί μέσα από τις ταινίες μου αγάπησα την Ελλάδα, τους Έλληνες και την κουλτούρα μας”.
Κυριακάτικο Ξύπνημα (1954)
Το ντεμπούτο του ήταν η ταινία “Κυριακάτικο Ξύπνημα” (1954). Επηρεασμένος από το μιούζικαλ του Ρενέ Κλαιρ Le Million (1932) και τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Κακογιάννης έγραψε μια ρομαντική κωμωδία για μία κοπέλα (Έλλη Λαμπέτη) που χάνει το λαχείο της, το οποίο καταλήγει σε έναν φτωχό μουσικό, τον Αλέξη (Δημήτρης Χορν). Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ Καννών, ενώ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου το 1954, πήρε Diploma of Merit.
Στέλλα (1955)
Μόλις ένα χρόνο αργότερα ακολουθεί η “Στέλλα”, ταινία-σταθμός τόσο για τον Μιχάλη Κακογιάννη όσο και για την Μελίνα Μερκούρη. Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», αποτελεί μία από τις πρώτες “φεμινιστικές” ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Αψηφώντας τις προκαταλήψεις της εποχής, ο Κακογιάννης έδωσε φωνή σε μία ανεξάρτητη γυναίκα, που ζούσε απελευθερωμένη από τις κοινωνικές συμβάσεις. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1955, ενώ κέρδισε Βραβείο χρυσής σφαίρας καλύτερης ξένης ταινίας από την επιτροπή ανταποκριτών ξένου τύπου στο Hollywood.
Το Κορίτσι με τα Μαύρα (1956)
Στο “Κορίτσι με τα Μαύρα” πρωταγωνιστεί και πάλι η Έλλη Λαμπέτη, αυτή τη φορά στον ρόλο μίας νεαρής κοπέλας που διώκεται από τους γείτονες της για την ερωτική ζωή της μητέρας της και παράλληλα καταστρώνει ένα σχέδιο για να εκδικηθεί τον θάνατο της αδερφής της. Γυρίστηκε στην Ύδρα, ενώ ήταν η πρώτη συνεργασία του Κακογιάννη με τον Γερμανό κινηματογραφιστή Walter Lassally. Η ταινία κέρδισε Ασημένιο Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, Χρυσή Σφαίρα ως καλύτερη ξένη ταινία από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Αμερική και Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Το τελευταίο ψέμα (1958)
Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, αυτή είναι ακόμη μια ταινία στην οποία ο σκηνοθέτης επεδίωξε να τονίσει την ματαιοδοξία της αστικής τάξης και τις αντιθέσεις ανάμεσα στην άεργη πλούσια οικογένεια της Χλόης (Έλλη Λαμπέτη) και την εργατική υπηρέτρια τους. Η ταινία θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αστικά δράματα του ελληνικού κινηματογράφου. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Κανών το 1958, στο φεστιβάλ της Μελβούρνης και στο φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο το 1959. Κέρδισε επίσης Βραβείο κριτικών Αγγλίας.
Ερόικα (1960)
Το 1960 κυκλοφόρησε η πέμπτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, με τίτλο “Ερόικα”. Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, έγραψε ο ίδιος το σενάριο και φυσικά την σκηνοθέτησε. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν ο Αλέξανδρος Μαμάτης, η Τζένι Ράσελ και ο Νικηφόρος Νανέρης. Για την ταινία αυτή, ο Κακογιάννης κέρδισε Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1961, αλλά και ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Λονδίνου.
Χαμένο Κορμί (1961)
Το 1961, μία μόλις χρονιά μετά την επιτυχία του με την ταινία “Ερόικα”, ο Μιχάλης Κακογιάννης θα γυρίσει στη Ρώμη το “Χαμένο Κορμί”, μία ελληνο-ιταλική παραγωγή. Το σενάριο συνυπογράφει ο ίδιος με τον σύζυγο της Έλλης Λαμπέτη Φρεντ Γουέϊκμαν, γνωστό Αμερικανό συγγραφέα. Πρωταγωνίστρια ήταν και πάλι η “μούσα” του, Έλλη Λαμπέτη, μαζί με τον Αμερικανό ηθοποιό Βαν Χεφλιν. Η ταινία αποτέλεσε επίσημη επιλογή του Φεστιβάλ Καννών.
Ηλέκτρα (1962)
Η Ηλέκτρα είναι σίγουρα ένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα του Μιχάλη Κακογιάννη, μετά τον Ζορμπά. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης επιχείρησε να μεταφέρει το έργο του Ευριπίδη στη μεγάλη οθόνη και το έκανε με επιτυχία, κερδίζοντας περισσότερες από 24 διακρίσεις και βραβεία. Για την Le Monde, μάλιστα, η ταινία «ήταν ένα εκπληκτικό κατόρθωμα, μια ταινία συγκλονιστική, που βγάζει από τον καθένα μας ό,τι καλύτερο έχει μέσα του». Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις της, η ταινία κέρδισε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Καννών, καθώς και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Αλέξης Ζορμπάς (1964)
Ο “Ζορμπάς” παραμένει μέχρι και σήμερα μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, διαγράφοντας διεθνή επιτυχία. Για τον Μιχάλη Κακογιάννη αυτή η ταινία ήταν η τέλεια ευκαιρία για να αναδείξει το ταλέντο του σε διεθνές επίπεδο, αποτυπώνοντας με λεπτομέρεια τα αντικρουόμενα συναισθήματα των ηρώων του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Στην ταινία συμμετείχαν οι Άντονι Κουίν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Άλαν Μπέιτς, η Λίλα Κέντροβα, η Ειρήνη Παπά, αλλά και ο Σωτήρης Μουστάκας. Η ταινία απέσπασε τρία Όσκαρ, με σημαντικότερο το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου της Λίλα Κέντροβα, ενώ η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έγινε παγκοσμίως γνωστή ως “συρτάκι”.
Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά (1967)
Από όλες τις ταινίες του, αυτή η μαύρη κωμωδία ήταν από τις λιγότερο επιτυχημένες. Αρχικά κυκλοφόρησε την περίοδο της Επταετίας, με αποτέλεσμα φυσικά να απαγορευτεί η προβολή του στα ελληνικά σινεμά. Άλλος ένας λόγος ήταν πως επρόκειτο για μία ταινία πολύ “μπροστά” για την εποχή της με σουρεαλιστικά κοστούμια και φουτουριστική αισθητική, βασισμένο όμως στην μεταπολεμική πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης έκανε τη δική του κριτική στο σύγχρονο τρόπο ζωής με την υπερκατανάλωση και την αδιαφορία για τη φύση στο στόχαστρο. Πάντα πρωτοπόρος, ο Κακογιάννης γύρισε μία ταινία που μπορεί για την εποχή της να ήταν υπερβολικά τολμηρή, σήμερα όμως αναγνωρίζεται, ενώ οι προβληματισμοί του επιβεβαιώνονται.
Τρωάδες (1971)
Οι Τρωάδες ήταν η πρώτη ταινία του Κακογιάννη μετά το “διάλειμμα” που έκανε από τον κινηματογράφο. Με πρωταγωνίστριες την Κάθριν Χέμπορν, την Βανέσα Ρεντγκρεϊβ και την Ειρήνη Παπά, η ταινία ήταν μία ελληνική, βρετανική και αμερικανική παραγωγή. Πρόκειται για ακόμα μία θρυλική μεταφορά αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στην μεγάλη οθόνη, που έλαβε διθυραμβικές κριτικές, για τη διαχρονικότητα και τον ρεαλισμό της.
Αττίλας ’74: Ο βιασμός της Κύπρου (1975)
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 βρήκε τον Μιχάλη Κακογιάννη στην Ιρλανδία, όπου σκηνοθετούσε τον Οιδίποδα στο Εθνικό Θέατρο της χώρας. Ο σκηνοθέτης έτρεξε αμέσως στον τόπο καταγωγής του, για να “πολεμήσει” την αδικία, όπως μόνο εκείνος ήξερε: Με την κάμερα του. Στο μοναδικό ντοκιμαντέρ που γύρισε ποτέ, κατέγραψε τις μαρτυρίες των Κύπριων πολιτών, αλλά και του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου. Συγκλονισμένος ο Κακογιάννης βλέποντας όλα όσα διαδραματίζονταν, δήλωσε: “Ήταν λες και έβλεπα τις Τρωάδες μπροστά στα μάτια μου“. Σύμφωνα με την London Times αυτή η ταινία ήταν “μία από τις καλύτερες καταγραφές της ιστορίας που έχουν γίνει ποτέ”.
Ιφιγένεια (1976)
Η τρίτη αρχαία ελληνική τραγωδία που ο διάσημος σκηνοθέτης μετέφερε στον κινηματογράφο ήταν η “Ιφιγένεια”, διασκευή του διάσημου έργου του Ευριπίδη. Η ταινία υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, αλλά και για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβεύθηκε ως η Καλύτερη Ταινία, ενώ η πρωταγωνίστρια Τατιάνα Παπαμόσχου κέρδισε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου, σε ηλικία μόλις 13 ετών.
Γλυκιά Πατρίδα (1986)
Δέκα χρόνια μετά την “Ιφιγένεια”, ο Κακογιάννης επέστρεψε στις κινηματογραφικές αίθουσες με την “Γλυκιά Πατρίδα”. Μία ταινία που ομολογουμένως δεν είναι από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σκηνοθέτη, ήταν όμως φιλόδοξη, ενώ την “έντυνε” η καταπληκτική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Με πρωταγωνίστρια την Αμερικανίδα ηθοποιό Τζέιν Αλεξάντερ, η ταινία ήταν βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα-μαρτυρία της Caroline Richards. Θέμα της η δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή και ο πόνος του λαού της Χιλής υπό την φασιστική ηγεσία του.
Πάνω, Κάτω και Πλαγίως (1992)
“Κεντρικό θέμα του Πάνω Κάτω και Πλαγίως είναι αυτό το απερίγραπτο μωσαϊκό της ζωής στη σύγχρονη Αθήνα” είχε δηλώσει ο Μιχάλης Κακογιάννης και πράγματι αυτή η κωμωδία αποτυπώνει τέλεια την χαώδη ζωή στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, με όλες τις τραγελαφικές αντιφάσεις της. Το καστ περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο διάσημους -σήμερα- Έλληνες ηθοποιούς και διασκεδαστές, από τον Γιάννη Μπέζο και τον Γιάννη Ζουγανέλη μέχρι και τον Τάκη Ζαχαράτο, ενώ μας δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε την κωμική πλευρά της Ειρήνης Παπά. Η ταινία κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ο Βυσσινόκηπος (1999)
Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Μιχάλης Κακογιάννης ήταν η διασκευή του δημοφιλούς έργου του Τσέχωφ, “ο Βυσσινόκηπος” το 1999. Μία συγκινητική διασκευή με εκπληκτικές ερμηνείες, που αποτέλεσε την καλλιτεχνική επανένωση του Κακογιάννη με τον Άλαν Μπέιτς. Ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός για την ταινία είναι πως o πλέον διάσημος ηθοποιός Gerard Butler έκανε σε αυτή τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα στον ρόλο του Yasha.