Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Σε αυτό το άρθρο θα αρχίσουμε ένα ταξίδι διερεύνησης. Θα δούμε την πορεία εξέλιξης της απεικόνισης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέσα από τις δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Θα θυμηθούμε παλιές ταινίες και θα γνωρίσουμε καινούργιες μέσα από μία λογική ανάλυση. Ήσαστε έτοιμοι και έτοιμες; Πάμε να δούμε μερικές ταινίες!!!
Δεκαετία του ‘30: «Σύννεφα πάνω από τον Κινηματογράφο…»
Οι πρώτες ταινίες κάνουν την αμήχανη εμφάνιση τους εμπρός ενός παγκόσμιου γεγονότος που θα άλλαζε την ιστορία του ανθρώπου και του πλανήτη για πάντα. Το έτος 1938, κατά το οποίο η ναζιστική Γερμανία θέτει δυναμικά σε εφαρμογή το σχέδιο της για παγκόσμια κυριαρχία, κυκλοφορούν ταινίες που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Μία από αυτές είναι το “Confessions Of A Nazi Spy” (1939) σε σκηνοθεσία Ανατόλι Λίτβακ και παραγωγή “Warner Brothers”. Πρόκειται για την ιστορία κατασκόπων των Ναζί που επιχειρούν σε αμερικανικό έδαφος. Ο ομοσπονδιακός πράκτορας Έντουαρντ Ρέναρντ, τον οποίο ερμηνεύει ο ήρεμος δυναμίτης Έντουαρντ Τζι Ρόμπινσον, καλείται να εξαρθρώσει το κύκλωμα. Μία ταινία που αποτέλεσε εισπρακτικό θρίαμβο στην Αμερική, αλλά πολεμήθηκε από το τότε καθεστώς της Γερμανίας με απειλές, μηνύσεις και απαγορεύσεις. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων υπήρχε αστυνομική δύναμη προστασίας στο σετ. Στους τίτλους τέλους, τα ονόματα πολλών ηθοποιών αποκρύπτονται ή παρουσιάζονται εμφανώς αλλαγμένα, για να αποτραπεί η οποιαδήποτε ταυτοποίηση και αντίποινα στους συγγενείς τους.
Δεκαετία του ’40: «Ο Κινηματογράφος σε Επιστράτευση!»
Η νέα δεκαετία βρήκε τον κόσμο διχασμένο σε ένα πόλεμο ιδεολογιών, με τη ναζιστική Γερμανία να προελαύνει προς όλες τις κατευθύνσεις, τη Γαλλία να παραδίδεται, την Αγγλία να αλλάζει τη στρατηγική της, την Αμερική να αμφιταλαντεύεται, τη Σοβιετική Ρωσία να αναμένει και τη φασιστική Ιταλία να διαλύεται στην βόρεια Ήπειρο. Ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχος εμπρός των εξελίξεων. Δεν μπορεί να αναδείξει αμιγώς πολεμικές ταινίες με αχανή πεδία μαχών και αναρίθμητους κομπάρσους. Αρκείται σε ταινίες κατασκοπίας, προπαγάνδας και συμβολισμού.
Στην Αμερική δύο ονόματα πρωταγωνίστησαν με τις ταινίες τους, ενώ πλήθος τόσο ταινιών όσο και ντοκιμαντέρ κατέκλυσαν τις αμερικάνικες αίθουσες. Το πρώτο είναι αυτό του Άλφρεντ Χίτσκοκ με την ταινία «Πριν Από Τη Θύελλα» (Foreign Correspondent, 1940) σε παραγωγή «United Artists».Η τελευταία σκηνή της ταινίας απεικονίζει γερμανικό βομβαρδισμό σε βρετανικό σταθμό, κάτι που συνέβη στην πραγματικότητα πέντε ημέρες αφού γράφτηκε και απεστάλη η σκηνή. Ο σκηνοθέτης συνέχισε το έργο του με την ταινία «Σαμποτέρ» (Saboteur, 1942) σε παραγωγή «Universal».Αυτή η ταινία είναι μία από τις πρώτες ταινίες που εγκαθιστούν την προσωπική σφραγίδα του Χίτσκοκ να εντείνει την αγωνία όσο προχωράει η πλοκή, με την κλιμάκωση να φθάνει στην κορυφή του αγάλματος της Ελευθερίας. Η επόμενη ταινία του δημιουργού ήρθε δύο χρόνια αργότερα με τίτλο: «Στον Ίσκιο Του Θανάτου» (Lifeboat, 1944) σε παραγωγή «Twentieth Century Fox». Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν εξολοκλήρου σε μία μεγάλη πισίνα με τους ηθοποιούς να βρίσκονται ολότελα βρεγμένοι σε δύο ολοένα κινούμενες βάρκες. Μέλη του καστ υπέφεραν από ναυτία, ενώ ορισμένοι έπαθαν πνευμονία.
Το δεύτερο όνομα ήταν αυτό του Μάικλ Κέρτιζ. Ο Ούγγρος σκηνοθέτης υπήρξε ιδιαιτέρως δραστήριος από τα χρόνια του στην Ουγγαρία, τη Γερμανία και τον τελικό προορισμό του, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι υπεύθυνος για ορισμένες από τις πιο κλασικές ταινίες του αμερικάνικου κινηματογράφου. Στο διάστημα του πολέμου συνέδραμε με τον δικό του τρόπο με δύο ταινίες με παρόμοια θεματολογία αναδεικνύοντας την εναέρια υπεροχή της Αμερικής. Η πρώτη από αυτές ήταν το «Αεροπλάνον Καθέτου Εφορμήσεως» (Dive Bomber, 1941) που γυρίστηκε πριν από την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ και η δεύτερη το «Captain Of The Clouds» (1942) που γυρίστηκε στον Καναδά σε παραγωγή «Warner Brothers». Το πραγματικό αριστούργημα του δημιουργού ήρθε όταν «προσγειώθηκαν» οι ιστορίες του και απογειώθηκε η θεματική και οι συμβολισμοί της.
Ο λόγος για το κλασικά αξεπέραστο «Καζαμπλάνκα» (Casablanca, 1942) με τον μονίμως κουρασμένο, αλλά γοητευτικό Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την σχεδόν ονειρική Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Τι να πει κανείς για αυτή την ταινία, η κληρονομιά της, αλλά και η βιβλιογραφία γύρω από αυτή μιλούν από μόνες τους. Τα έχει όλα, σκηνοθεσία, ερμηνείες, ατάκες που σημάδεψαν την κινηματογραφική κουλτούρα και μία γλυκόπικρη αίσθησηπου την ανεβάζει σε συγκεκριμένο και υψηλό βάθρο. Ο Κέρτιζ με τον Μπόγκαρτ θα αποπειραθούν να επαναλάβουν το θαύμα με την ταινία τους «Δραπέται Της Κολάσεως» (Passage To Marseille, 1944), δίχως βέβαια να τα καταφέρουν παρά τον ωμό ρεαλισμό.
Κλείνοντας με την πολεμική δεκαετία του ’40, αξίζουν να δοθούν εύσημα στον Γερμανό σκηνοθέτη Φρίτζ Λάνγκ, υπεύθυνο για μερικά από τα έπη του γερμανικού στούντιο «UFA», όπως το «Οι Ιππόται Της Ομίχλης» (1924) και το «Μετρόπολις» (1927), ο οποίος κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ανέλαβε δυναμική δράση εναντίον του καθεστώτος της ίδιας του της χώρας. Μερικές από τις ταινίες του σε Αμερικάνικο έδαφος είναι οι εξής και φέρουν έντονο συναισθηματισμό: «Γιατί Δεν Σκότωσα Τον Χίτλερ» (1941), «Και Οι Δήμιοι Πεθαίνουν» (1943), «Αγάπη Στη Σκιά Του Φόβου» (1944) και «Μανδύας Και Στιλέτο» (1946).
Δεκαετία ’50: «Νέο Στοίχημα, Νέο Ρίσκο»!
Η νέα δεκαετία βρίσκει τους νικητές του πολέμου σε δυναμικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, που λαμβάνει πολεμική διάσταση στην Κορέα με τον επακόλουθο «Πόλεμο της Κορέας» (1950-1953).Στον κινηματογράφο οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής αρχίζουν να απεικονίζουν επιχειρήσεις πια πολεμικού επιπέδου. Φαίνεται μέσα από τους αριθμούς και τις επιλογές τους ότι δείχνουν την προτίμηση τους στα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των μαχών στη βόρεια Αφρική, στη διαβίωση των κρατουμένων πολέμου, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις εν καιρώ πολέμου.
Η παντοδυναμία των σκηνοθετών υποχωρεί μετην αναγνωρισιμότητα και τη δημοφιλία των ηθοποιών να αναλαμβάνει να περατώσει το έργο της γνωστοποίησης των ταινιών τους. Σε αυτή την εποχή ονόματα όπως αυτό του Τζέιμς Μέϊσον αποτελούν εγγύηση με τον ηθοποιό να μεταφέρει τον χαρακτήρα του γερμανού στρατηγού Έρβιν Ρόμμελ σε δύο διαφορετικές ταινίες. Η πρώτη είναι η «Ρόμμελ, Η Αλεπού Της Ερήμου» (The Desert Fox:The Story Of Rommel, 1951) σε σκηνοθεσία Χένρι Χάθαγουεϊ και η δεύτερη το «Dessert Rats» (1953)σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουάιζ με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον να αναλαμβάνει το αντίπαλο δέος του Μέϊσον και να δείχνει στη βιομηχανία του Χόλυγουντ ότι διεκδικεί μία θέση στα μεγάλα ονόματα και θα την έχει.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε αυτή τη δεκαετία όλοι επιθυμούν μερίδιο από την επιτυχία του νέου κινηματογραφικού είδους με την παραγωγή ταινιών να είναι κυριολεκτικά μαζική. Το δεύτερο όνομα που ξεχωρίζει είναι αυτό του Γουίλιαμ Χόλντεν που διανύει την καλύτερη δεκαετία της καριέρας του. Πρωταγωνιστεί στην ταινία: «Ο Καταδότης Του Θαλάμου 17» (Stalag 17, 1953), η οποία συνδυάζει άριστα το πολεμικό δράμα των φυλακισμένων με στοχευμένες ανάλαφρες στιγμές που φλερτάρουν με την κωμωδία. Αν αυτό το πάντρεμα φαντάζει αδύνατον, αρκεί να δούμε το όνομα που βρίσκεται πίσω από αυτή την ιδέα και δεν είναι άλλο από τον πλεονέκτη Μπίλι Γουάιλντερ. Ο Χόλντεν θα αποσπάσει βραβείο όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου και θα εδραιωθεί στον χώρο.
Η επανάληψη του θριάμβου του θα έρθει μετά από λίγα χρόνια με το κλασικό αριστούργημα του μεθοδικού Ντέιβιντ Λίν με τίτλο: «Η Γέφυρα Του Ποταμού Κβάι» (The Bridge On The River Kwai, 1957). Θα ήταν άδικο ωστόσο να επικεντρωθούμε στον προαναφερόμενο ηθοποιό και να μην κάνουμε μία αναφορά στο ηχηρό ερμηνευτικό εκτόπισμα του Σερ Άλεκ Γκίνες, που κερδίζει με τη σειρά του ένα από τα επτά βασικά βραβεία όσκαρ.
Το τρίτο όνομα που θα απασχολήσει τη βιομηχανία για την υποκριτική του δεινότητα είναι αυτό του Μοντγκόμερι Κλίφτ. Ο ηθοποιός εξαιρετικά εμπρός της εποχής του φέρνει μία ερμηνευτική προσέγγιση και τρόπο που παρατηρείται στο σύγχρονο κινηματογράφο. Η δύναμη του εντούτοις βρίσκεται στην αλληλεπίδραση με τους συμπρωταγωνιστές του όπως αυτή που αναδεικνύεται μέσα από την ταινία «Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι»(From Here To Eternity, 1953)σε σκηνοθεσία Φρέντ Ζίνερμαν. Η ταινία δεν απεικονίζει τον πόλεμο, αλλά καταλυτικές στιγμές πριν την έναρξη αυτού, ενώ μας δίνει μία σεκάνς με το πιο διάσημο φιλί που δόθηκε ποτέ επί οθόνης. Η ταινία απέσπασε οχτώ όσκαρ με τους πρωταγωνιστές Κλίφτ και Μπάρτ Λάνκαστερ να έχουν πολλές πιθανότητες να βρίσκονται ανάμεσα στους νικητές.
Η δεύτερη ταινία που καταφέρνει να συναρπάσει για τους ίδιους λόγους είναι «Ο Χορός Των Καταραμένων» (The Young Lions, 1958) σε σκηνοθεσία Έντουαρντ Ντμίτρικ. Ο Μοντγκόμερι Κλίφτ έρχεται αντιμέτωπος με τον Μάρλον Μπράντο σε μία σύγκρουση που δεν τους μετατρέπει σε εχθρούς, αλλά σε θύματα του ίδιου τους του πολέμου.
Κλείνοντας θα ήταν κρίμα να μη μιλήσουμε για την ταινία σοβιετικής παραγωγής με τίτλο «Η Μπαλάντα Ενός Στρατιώτη» (1959) σε σκηνοθεσία Γκριγκόρι Τσουχράι που καταφέρνει να απεικονίσει ρεαλιστικά τον γλυκόπικρο ρομαντισμό της ρωσικής αισθητικής.
Δεκαετία του ’60: «Η Εποχή Των Επών!»
Η νέα δεκαετία βρίσκει τη ψυχρή σύγκρουση σε ιδιαίτερη θέρμη με την κρίση των πυραύλων στην Κούβα (1962), αλλά και τη σύγκρουση στο Βιετνάμ που μετατρέπεται σε κανονικό πόλεμο (1965-1973). Στον κινηματογράφο δίνεται το «πράσινο φως» για ταινίες-έπη μεγάλης κλίμακας για να διατηρηθεί ο εμπόλεμος ενθουσιασμός και να γίνει μία επίδειξη δύναμης μέσα από τις νίκες του παρελθόντος.
Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε ταινίες με μεγάλη συγκέντρωση ηθοποιών να ερμηνεύουν ρεαλιστικά ή φανταστικά πρόσωπα εξίσου γνωστών επιχειρήσεων όπως η Απόβαση στη Νορμανδία. Ο Τζέι Λι Τόμσον κάνει το μεγάλο άνοιγμα με ταινίες όπως «Τα Κανόνια Του Ναβαρόνε» (Guns Of Navarone, 1961) φέρνοντας μεγάλα ονόματα μαζί όπως τον Γκρέγκορι Πεκ, τον Ντέιβιντ Νίβεν, τον Άντονι Κουίν, τον Άντονι Κουέιλ και τη δική μας Ειρήνη Παπά. Ο σκηνοθέτη δείχνοντας τον δρόμο και στους υπόλοιπους θα δώσει την σκυτάλη στον Άντονι Μάν με την ταινία «Οι Ήρωες Του Τέλεμαρκ» (1965), στον Ρόμπερτ Άλντριχ με την ταινία «Και Οι 12 Ήταν Καθάρματα» (1967) και στον Μπράιν Τζι Χάττον με την ταινία «Όπου Τολμούν Οι Αετοί» (1968).
Ο σκηνοθέτης Κέν Άννακιν από την άλλη θα εκμεταλλευθεί την εποχή και τα μέσα που έχει στη διάθεση του και θα παραδώσει την ταινία με τίτλο: «Η Πιο Μεγάλη Μέρα Του Πολέμου» (The Longest Day, 1962) απεικονίζοντας την απόβαση στη Νορμανδία και την προέλαση του αμερικανικού στρατού. Η κλίμακα της ταινίας ξεπερνάει τα δεδομένα της εποχής και θυμίζει ντοκιμαντέρ λόγω της συνειδητής επιλογής να γυριστεί ασπρόμαυρη. Ο Τζον Γουέιν, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Χένρυ Φόντα, ο Ρόμπερτ Ράϊαν είναι μερικοί μονάχα από τους πρωταγωνιστές σε αυτή την εξίσου μεγάλη ταινία. Το εγχείρημα θα επαναληφθεί με την άτυπη συνέχεια και την αντεπίθεση των Γερμανών στην ταινία: «Η Μάχη Των Αρδεννών» (Battle Of TheBulge, 1965).
Αφήνοντας τον πόλεμο αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά μένοντας στο πολεμικό είδος βλέπουμε ταινίες που θέλουν να δώσουν περισσότερη έκταση και φως σε σημαντικά γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ταινία δικαστικό δράμα του Στάνλει Κράμμερ με τίτλο: «Η Δίκη Της Νυρεμβέργης» (Judgment At Nuremberg, 1961), κατά τη διάρκεια της οποίας δικάστηκε η ηγεσία και οι συνεργάτες των Ναζί. Η ταινία του Τζον Στάρτζες με τίτλο «Η Μεγάλη Απόδραση» (The Great Escape, 1962) ρίχνει φως στην πραγματική απόδραση κρατουμένων πολέμου και τη διεκπεραίωση τους στην Ευρώπη με τον Στήβ Μακουίν να χαρίζει μεγάλες κινηματογραφικές στιγμές. Τέλος, η ταινία του γνώριμου πια Ανατόλι Λίτβακ με τίτλο: «Η Νύχτα Των Στρατηγών» (The Night Of The Generals, 1967) κάνει λόγο για τη μυστική επιχείρηση των ίδιων των Γερμανών εναντίον του Χίτλερ με τους Πήτερ Ο’Τουλκαι Ομάρ Σαρίφ να συναντιούνται ξανά επί οθόνης μετά από τον «Λώρενς Της Αραβίας» (1962).
Δεκαετία του ’70: «Φθίνουσα Πορεία…»
Η νέα δεκαετία βρίσκει τον κόσμο σε αναταραχή με τα διάφορα κινήματα, μέσα στα οποία υπάρχει και αυτό κατά του πολέμου να έχουν μεγάλη απήχηση στην κοινωνία. Το πολεμικό είδος περνάει κρίση και ακολουθεί μία πραγματικά φθίνουσα πορεία με τους παραγωγούς να μην έχουν νέες ιδέες και να μη θέλουν να έχουν, δεδομένης της αλλαγής που υφίσταται και η ίδια η βιομηχανία του κινηματογράφου.
Οι μόνες αξιόλογες ταινίες που έχουμε βρίσκονται στις αρχές της δεκαετίας, που οι προαναφερθείσες αλλαγές δεν έχουν ακόμη συντελεστεί. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε την απόλυτη βιογραφική ταινία του Φράνκλιν Τζέι Σάφνερ με επίκεντρο την πληθωρική προσωπικότητα του στατηγού Τζόρτζ Πάττον στην ταινία με τίτλο: «Πάττον, Ο Θρύλος Της Νορμανδίας» (Patton, 1970) με πρωταγωνιστή τον ανεπανάληπτο Τζόρτζ Σκόττ, ο οποίος δίνει πραγματικά ερμηνεία καριέρας και λαμβάνει ένα από τα επτά βραβεία όσκαρ. Ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα υπογράφει το σενάριο.
Η δεύτερη ταινία που προκαλεί αίσθηση λόγω του μεγέθους της είναι η συμπαραγωγή και συνεργασία των σκηνοθετών Ρίτσαρντ Φλέισερ, Κίντζι Φουκουσάκου και Τοσίο Μασούντα στο φιλμ με τίτλο: «Η Εποποιία του Περλ Χάρμπορ» (Tora Tora Tora, 1970). Η ταινία συναρπάζει με το πλήθος πρακτικών εφέ που χρησιμοποιεί για τη μέγιστη πιστότητα και επιβραβεύεται με το αντίστοιχο βραβείο όσκαρ. Μετά από λίγα χρόνια θα έχει και συνέχεια με την ταινία «Η Ναυμαχία Του Μίντγουεϊ» (1976), δίχως όμως την πρωθύστερη του επιτυχία.
Η δεκαετία κλείνει με την τελευταία ταινία της εποχής της βασισμένη στο βιβλίο του Κορνίλιους Ράϊαν με τίτλο: «Η Γέφυρα Του Άρνεμ» (A Bridge Too Far, 1977) σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Άτενμπόροου. Αν μία εποχή πρέπει να παρέλθει αυτό η ταινία είναι ιδανική για να επισφραγίσει τον επίλογο. Ένα οπτικό έπος μεγάλης διάρκειας με σημαντική συγκέντρωση ηθοποιών όπως ο Λόρενς Ολίβιε, ο Σον Κόνερι, ο Μάικλ Κέιν, ο Άντονι Χόπκινς και φυσικά πολλοί ακόμη.
Δεκαετία ’80: «Το Τέλος Του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου…»
Οι ταινίες με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτελούν πλέον ιστορία, καθώς οι παραγωγοί βρήκαν νέο τρόπο να ανανεώσουν το είδος απεικονίζοντας ιστορίες από το μέτωπο του πολέμου του Βιετνάμ. Δε θα ασχοληθούμε με αυτόν τον πόλεμο όμως, θα αρκεστούμε στο να αναφέρουμε τις ελάχιστες ταινίες αυτής της δεκαετίας που ασχολήθηκαν με τη θεματική που εξετάζεται και διατήρησαν ένα επίπεδο στη νέα αυτή πραγματικότητα.
Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που η πρώτη ταινία για την οποία θα μιλήσουμε δεν προέρχεται από την Αμερική, αλλά από την Γερμανία. Ο Βόλφκανγκ Πήτερσεν με την ταινία του «Υποβρύχιο U-96: Επιστροφή Στην Κόλαση» (Das Boot, 1981) μεταφέρει στην οθόνη μία ιστορία μέσα από το εσωτερικό των διαβόητων υποβρυχίων κλάσης «U–Boat» δίνοντας μία ρεαλιστική και φρέσκια προσέγγιση πάνω στη διαβίωση των κυβερνητών και των ναυτών τους. Χρειάστηκε να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια και απεικόνιση φανταστικής συνθήκης σύγκρουσης για να ξεπεραστεί αυτή η ταινία.
Η επόμενη ταινία που εκπλήσσει για την πρωτοτυπία της ιστορίας της έρχεται από τον νέο δημιουργό Στήβεν Σπίλμπεργκ που πρωταγωνιστεί στα κινηματογραφικά δρώμενα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και σήμερα. Ο λόγος για μία από τις άγνωστες σχετικά ταινίες του με τίτλο: «Η Αυτοκρατορία Του Ήλιου» (Empire Of The Sun, 1987). Αυτή η ιστορία ακολουθεί ένα νεαρό αγόρι που χωρίζεται από την οικογένεια του κατά την εισβολή των Ιαπώνων στη Σαγκάη και μεγαλώνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στον ρόλο του αγοριού βρίσκεται ο ανήλικος τότε Κρίστιαν Μπέιλ και δείχνει στους φτασμένους ηθοποιούς πως δίνεται μία μεγάλη ερμηνεία.
Η δεκαετία κλείνει με την ταινία του Ρολάν Ζοφέ σχετικά με το πρόγραμμα «Μανχάταν» και τη δημιουργία της ατομικής βόμβας με τίτλο: «Οι Άνθρωποι Της Σκιάς» (Fat Man And Little Boy, 1989). Ο Ζοφέ μας δείχνει τριάντα τέσσερα χρόνια πριν την ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν «Οπενχάιμερ» (2023) με ποιον τρόπο σκέφτηκε να φέρει την ιστορία στην οθόνη. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας είναι η συμμετοχή του Πωλ Νιούμαν σε αυτή, ο οποίος φέρνει έναν κλασάτο ερμηνευτικό αέρα στον ρόλο του.
Δεκαετία ’90: «Ωμός Ρεαλισμός…»
Η νέα δεκαετία επιφυλάσσει μία έκπληξη για τον Δυτικό κόσμο. Η Σοβιετική Ένωση διαλύεται και μαζί της κλείνει ο κύκλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο κινηματογράφος βιώνει άλλη μία αλλαγή με την είσοδο του ψηφιακού μέσου στη βιομηχανία. Οι ταινίες με τη θεματική του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δεν είναι αρκετές, αλλά έχουμε τα καλύτερα δείγματα του είδους τότε, στο τέλος της δεκαετίας, στο τέλος του αιώνα.
Το όνομα του Στήβεν Σπίλμπεργκ θα πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη δεκαετία, καθώς οφείλεται για τις δύο από τις τέσσερις ταινίες για τις οποίες θα μιλήσουμε και με τις οποίες το ευρύ κοινό είναι πλήρως εξοικειωμένο.
Η πρώτη είναι η εξομολογητική του ταινία με τίτλο: «Η Λίστα Του Σίντλερ» (Schindler’s List, 1993). Ποτέ ξανά δεν απεικονίστηκε το ολοκαύτωμα του εβραϊκού λαού με τόση ένταση και ρεαλισμό. Ο σκηνοθέτης επιλέγει επιτηδευμένα την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση γεγονός που προσδίδει στον ρεαλισμό. Οι ερμηνείες των Λίαμ Νίσον, Ράλφ Φάινς και Μπεν Κίνγκσλει απογειώνουν το ήδη υψηλό επίπεδο με τον Σπίλμπεργκ να κερδίζει βραβείο όσκαρ καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας.
Ο δρόμος είναι ανοιχτός για τη δική του εκδοχή της απόβασης στη Νορμανδία με το δεύτερο του αριστούργημα «Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράϊαν» (Saving Private Ryan, 1998). Με αυτή την ταινία σφραγίζει απόλυτα τη συνεισφορά στον κινηματογράφο και χαρίζει στο κοινό την απόλυτη εμπειρία πολεμικής ταινίας. Καμία άλλη δεν την ξεπέρασε και δε θα την ξεπεράσει! Οι βετεράνοι που ζούσαν, όταν κυκλοφόρησε η ταινία, με δάκρυα στα μάτια δήλωσαν ότι αυτό ακριβώς είχαν ζήσει. Ηθοποιοί, όπως ο Τόμ Χάνκς, ο Τόμ Σαίζμορ, ο Έντγουαρντ Μπέρνς, ο Τζιοβάνι Ριμπίσι και ο Μάτ Ντέιμον μεταφέρουν τους χαρακτήρες τους με τον πιο ρεαλιστικό και ταιριαστό τρόπο.
Οι τελευταίες δύο ταινίες αυτής της επισκόπησης έγραψαν τη δική τους ιστορία στο κομμάτι του πολέμου στο οποίο αναφέρονται. Η πρώτη είναι «Ο Άγγλος Ασθενής» (1996) του Άντονι Μιγκέλα με τον Ράλφ Φάινς και την Ζιλιέτ Μπινός. Πρόκειται για ταινία που δεν μπορείς να δεις πολλές φορές, αλλά μία προβολή αρκεί για να την θυμάσαι για όλη σου τη ζωή με τον Μιγκέλα να παραδίδει ένα έπος ερωτικής-τραγικής ιστορίας, όμοιας της δεν έχει βγει ξανά.
Η δεύτερη ταινία προέρχεται από τον φιλόσοφο της έβδομης τέχνης, Τέρενς Μάλικ, ο οποίος με την ταινία του «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» (1998) κοντράρει ανοιχτά τον Σπίλμπεργκ. Εμείς από μεριάς μας θα πούμε ότι είναι και οι δύο νικητές σε αυτή την ευγενή διαμάχη, δεδομένου ότι ο Μάλικ συγκεντρώνει τη μισή βιομηχανία του θεάματος για να συμμετάσχει στην ταινία του σε μικρούς ρόλους. Ένα πνευματικό και έντονα συναισθηματικά φορτισμένο ταξίδι εν μέσω διαρκών μαχών, το οποίο αναγκάζει τους πρωταγωνιστές του να αναρωτηθούν που βρίσκεται ο Θεός σε όλη αυτή την καταστροφή και ποιος είναι ο πραγματικά δίκαιος σε αυτό τον πόλεμο.
Επίλογος:
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε πεδίο έμπνευσης για τους κινηματογραφιστές και παραγωγούς για τους δικούς τους λόγους κατά το πέρας των δεκαετιών. Σαν είδος έχει πλέον εκλείψει, όπως άλλωστε και το γουέστερν με το οποίο φέρει πολλά κοινά στοιχεία. Εντούτοις, δεν έχει εξαφανιστεί τελείως. Χρησιμοποιείται ως ιστορικό πλαίσιο για ταινίες που δεν επικεντρώνονται στο κομμάτι του πολέμου. Με αυτό το εκτενές άρθρο καλύψαμε μονάχα ένα κομμάτι αυτού του «κόσμου» που δημιουργήθηκε για έναν από τους χειρότερους πολέμους που είδε ποτέ το γένος των ανθρώπων και ελπίζουμε να μη ζήσουμε ξανά παρά μόνο σε ταινίες.