Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Ο κινηματογράφος από τη «γέννηση» του βασίζεται σε ένα χαρακτηριστικό που του δίνει διαχρονική υπόσταση, σχεδόν αιώνια και παντοτινή. Καταγράφεται, αρχικά σε ένα σύνολο φωτογραφιών, αργότερα σε ατελείωτες λωρίδες φιλμ και τώρα σε ψηφιακές κάρτες μνήμης. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να επισκεπτόμαστε συχνά ή σπάνια τα έργα της έβδομης τέχνης. Να έχουμε μερίδιο, δηλαδή από την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που πρόσφεραν ακόμη και πριν από δεκάδες χρόνια.
Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ταινία που αποδεικνύει, όχι μόνο τον σκοπό της, αλλά ανανέωσε και τον χώρο του κινηματογράφου στο σύνολο του. Ο λόγος για την ταινία γαλλικής παραγωγής: «Με κομμένη την ανάσα» (A bout de souffle, 1960).
Υπόσχεση:
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 50, που ο κινηματογράφος, αν και έχει κάνει κάποια βήματα προς τον εκσυγχρονισμό του, παραμένει πιστός στην πεπατημένη των προηγούμενων δεκαετιών. Όταν γίνεται λόγος περί εκσυγχρονισμού, δε νοείται στον τεχνικό τομέα, εκεί συνέβησαν άλματα οράματος και πίστεως και ακολούθησαν θαύματα. Το ζήτημα του εκσυγχρονισμού τίθεται στο κομμάτι του ποιος έχει τη δυνατότητα να κάνει κινηματογράφο και αν η βιομηχανία λαμβάνει ρίσκα. Τη δεκαετία του ’50 λοιπόν τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο διαφεντεύουν τον χώρο του θεάματος με τους ηθοποιούς να αποτελούν μία καλογυαλισμένη βιτρίνα. Οι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, φωτογράφοι, κτλπ σπάνια αποτελούν τον λόγο που οι άνθρωποι παρακολουθούν τις ταινίες τους. Όλοι ακολουθούν τη φόρμα και ο χώρος βαλτώνει, δίχως υπόσχεση για το μέλλον. Σας θυμίζει κάτι αυτή η κατάσταση;
Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αν και βαθύτατα επηρεασμένος από τον αμερικανικό που μεσουρανεί, παράγει κινηματογραφικά ρεύματα, αλλά και μία νέα γενιά κινηματογραφιστών με όραμα να σπάσουν δεσμά και κανόνες. Η βιομηχανία δεν τους δίνει τα απαραίτητα κεφάλαια, και όπως οι νέοι καλλιτέχνες όλων των εποχών, γίνονται ευρηματικοί με τους πενιχρούς πόρους που διαθέτουν. Αυτή η ταινία, σκηνοθετημένη από τον «δάσκαλο» της έβδομης τέχνης, Ζαν Λουκ Γκοντάρ και καδραρισμένη από τον κινηματογραφιστή Ραούλ Κουτάρντ είναι μία από τις πρώτες του ρεύματος του «Νέου Κύματος» (NouvelleVague).
Πλοκή:
Η πλοκή της ταινίας είναι απλοϊκή, αφαιρετική, σχεδόν προσχηματική. Υπάρχει και υφίσταται για να μπορεί να σταθεί το απελεύθερο όραμα των δημιουργών της. Για το τυπικό της υπόθεσης λοιπόν, βρισκόμαστε στην τότε σύγχρονη εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 στη Γαλλία. Ένας άνδρας με ολοένα κλιμακούμενη εγκληματική δράση, ο Μισέλ, κινείται από την ανάγκη του να υπάρξει στον κόσμο, δίχως να κάνει εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Ακολουθεί το ένστικτο, την όρεξη και το συναίσθημα του και αυτά τον οδηγούν στην ερωμένη του, την Πατρίσια, αμερικανίδα δημοσιογράφο. Ακολουθώντας τους έχει κανείς τη δυνατότητα να δει το Παρίσι εκείνη της εποχής, αλλά και το ζευγάρι να αλληλεπιδρά μέσα από συζητήσεις αφηρημένων εννοιών, όπως την αγάπη, τον έρωτα, το πέρας των χρόνων. Έχουν διαφορετικές επιθυμίες και κίνητρα, γεγονός που θα προκαλέσει τη σχέση τους…
Σκηνοθεσία:
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο άτομο, αν και την αρχική ιδέα την έγραψε άλλη μια εξέχουσα προσωπικότητας της «Nouvelle Vague», ο Φρανσουά Τριφώ. Αυτός εμπνεύστηκε από ένα άρθρο σε γαλλική εφημερίδα, για έναν απατεώνα που έκλεψε ένα αυτοκίνητο και σκότωσε έναν αστυνομικό. Η σκηνοθεσία, όπως άλλωστε και το σενάριο ακολουθούν μία μη προβλεπόμενη από τους κανόνες της βιομηχανίας πορεία και τρόπο διεκπεραίωσης.
Δεν υπάρχει κινηματογραφικό στούντιο από πίσω για να στηρίξει με εξοπλισμό, κάμερες, φώτα και χώρους, μονάχα ένας παραγωγός ονόματι Ζώρζ Ντε Μπορεγκάρντ. Ο Γκοντάρ από την άλλη θέλει να βγάλει αληθινές και ειλικρινές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του και δίνει έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Οι διάλογοι του σεναρίου γράφονται την ίδια ημέρα και δίνονται στους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Μια επαναστατική ερμηνευτική μέθοδος που όμως ταιριάζει απόλυτα στο «Νέο Κύμα». Ο Γκοντάρ δε διστάζει να δώσει ένα ολοκληρωμένο, αλλά στην πραγματικότητα ψεύτικο σενάριο στις αρχές, για να του επιτρέψουν να γυρίσει σε δημόσιους δρόμους της πόλης του φωτός. Είπαμε, όχι στούντιο, όχι ασφάλεια, όχι κάλυψη, αλλά αναζήτηση της αλήθειας διαμέσου της οδού της αυθεντικής τέχνης.
Η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές συνέχεια, περπατάει μαζί τους, κάθεται στο πίσω κάθισμα, ενώ αυτοί οδηγούν, τους παρακολουθεί όταν ξαπλώνουν και κρύβονται κάτω από τα σεντόνια. Τα διαρκή «travel in», οι σεκάνς δηλαδή που ακολουθούν εν κινήσει τους ηθοποιούς, επιτεύχθηκαν με χρήση αναπηρικού αμαξιδίου. Ένας έξυπνος και φθηνός τρόπος, που πλέον σχεδόν εννοείται σε ταινίες με περιορισμένο κεφάλαιο και μη. Άλλη μια πρωτοτυπία που «εφηύραν» οι δημιουργοί και έγινε συνήθης πρακτική, είναι οι διακοπές- κοψίματα της ροής ενός συνεχόμενου κάδρου, το αποκαλούμενο «JumpCut». Η ανάγκη για αυτό τον κινηματογραφικό ελιγμό ανέκυψε λόγω των μακρόσυρτων πλάνων, τα οποία πατούσαν φρένο στον ρυθμό της ταινίας. Ο Γκοντάρ αναλογίστηκε τις πιθανότητες και αντί να κόψει από ορισμένες μόνο σκηνές, έκοψε λίγο από όλες, διαμορφώνοντας μεταξύ άλλων και την σφραγίδα του ως «auteur». Το «jumpcut» είναι πλέον ο πιο συχνός τρόπος να κινηματογραφηθεί μια σκηνή με περίσσεια πληροφορία ή μία σκηνή τρόμου, καθώς η «ανωμαλία» στη ροή προκαλεί αγωνία και σύγχυση.
Ερμηνείες:
Οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι εξίσου δύο νέοι άνθρωποι, των οποίων το πρόσωπο συνδέθηκε άμεσα με το καλλιτεχνικό ρεύμα, αλλά και τη δεκαετία που ακολούθησε, τη δεκαετία του ’60. Ο λόγος για τον Ζαν Πωλ Μπελμοντό και την Τζιν Σίμπεργκ, οι οποίοι μεταφέρουν αυτό το ανέμελο και το αφαιρετικό, ακριβώς με τον τρόπο που τους ζητήθηκε.
Ο Ζαν Πωλ Μπελμοντό σε μια από τις πρώτες του ταινίες δείχνει ότι ήρθε για να μείνει. Αν και άνδρας με εξαιρετική διάπλαση και φυσική κατάσταση, το πρόσωπο του διατηρεί μια ενήλικη παιδικότητα. Αλλάζει, γίνεται γοητευτικό, βαρεμένο, αστείο, ακολουθώντας τις υπερβολικές μεν, καθημερινές και συνεχείς δε μεταβολές του ανθρώπινου προσώπου. Μέσα από την ταινία, εφευρίσκεται και το νέο είδος πρωταγωνιστή, μαζί με το νέο είδος κινηματογράφου. Η μετάβαση γίνεται με δύο πλάνα, ένα στην αφίσα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και ένα πίσω στον Ζαν Πωλ Μπελμοντό, ο οποίος βρίσκεται διαρκώς με ένα τσιγάρο στο στόμα. Η εποχή του σκληρού άνδρα, που ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο έχει περάσει στον κόσμο της «NouvelleVague». Το “Νέο Κύμα” διατηρεί την σκληράδα, αλλά δίνει κάτι το τρυφερό στον πρωταγωνιστή που θα στρέψει το βλέμμα του προς τον βολικό και εύκολο δρόμο.
Η Τζιν Σίμπεργκ από την άλλη στήνει τα θεμέλια για την πρωταγωνίστρια της νέας εποχής. Δεν έχει σχέση με τη σημερινή και σύγχρονη πρωταγωνίστρια, αλλά με το προφίλ της ανεξάρτητης γυναίκας, όπως αυτή διαμορφώνοταν εκείνη την εποχή. Η κοντοκουρεμένη κώμη της και το μοντέρνο στυλ της ξεχωρίζει και ενισχύει θεματικά τη θέση της. Είναι δυναμική, αλλά και μπερδεμένη δίχως να απαντάει πλήρως στο κάλεσμα του Μισέλ (Ζαν Πωλ Πελμοντό). Οι επιλογές της θα καθορίσουν τη συνέχεια της ιστορίας, αλλά και της μεταξύ τους σχέσης.
Αποτίμηση:
Με αυτή τη την ταινία ανοίγει μία νέα οδός για τον κινηματογράφο, ο οποίος ενηλικιώνεται και εξέρχεται από την προστασία και την φροντίδα των μεγάλων στούντιο. Βλέποντας την ταινία αισθάνεσαι ότι είναι αποτέλεσμα και προϊόν ανθρώπων, όχι με μέσα και πόρους, αλλά κουράγιο και μεράκι. Νιώθεις την σπίθα της έμπνευσης και θυμάσαι κάτι από τον νεότερο εαυτό σου. Άνθρωποι σαν τον Γκοντάρ, τον Τριφώ και τον Ρενέ ευθύνονται για την κάλυψη της απόστασης ανάμεσα στον δημιουργό- καλλιτέχνη- «auteur» με τις ταινίες του. Οι ανορθόδοξες μέθοδοι τους έγραψαν εκ νέου το «βιβλίο» και συνέβαλλαν στον εμπλουτισμό της κινηματογραφικής τέχνης στο σύνολο της.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 7,7 για όλη την παρακαταθήκη που άφησαν φωτίζοντας τον γεμάτο σκιές αβεβαιότητας δρόμο των νέων κινηματογραφιστών.
Με κομμένη την ανάσα, (A bout de souffle, 1960) ασπρόμαυρη.
Διάρκεια: 1 ώρες και 30 λεπτά Είδος: Δράμα-εγκλήματος
Σκηνοθεσία: Ζαν ΛουκΚοντάρ Πρωταγωνιστές: Ζαν Πωλ Μπελμοντό, Τζιν Σίμπεργκ