Την ταινία σκηνοθέτησε ο 33χρονος τότε Μιχάλης Κακογιάννης, που είχε δώσει δείγματα του ταλέντου του στην κωμωδία «Κυριακάτικο Ξύπνημα» ένα χρόνο πριν.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), μια δημοφιλής τραγουδίστρια στο λαϊκό μαγαζί «Ο Παράδεισος». Είναι πανέμορφη και εκρηκτική γυναίκα, που ζει και ερωτεύεται, πέρα από τα στερεότυπα της εποχής της. Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού που την τραβά σαν μαγνήτης, διακόπτει τον δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), νεαρό γόνο μιας πλούσιας οικογένειας, που αντιδρούσε στη σχέση τους.
Ο Κακογιάννης συνδυάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό με στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας και του μελοδράματος. Η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη είναι συγκλονιστική στον ρόλο της γυναίκας που θέλει να ζήσει ελεύθερη και ανεξάρτητη κι αποτέλεσε το διαβατήριό της για τη διεθνή καριέρα που ακολούθησε. Σπουδαίες ερμηνείες δίνουν και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ρόλου τους: ο Γιώργος Φούντας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Κακκαβάς, η «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο (Μαρία), ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (Μήτσος), η Βούλα Ζουμπουλάκη (Αννέτα), η Χριστίνα Καλογερίκου (μητέρα του Μίλτου) και η Τασσώ Καββαδία (αδελφή του Αλέκου).
Τα σκηνικά υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις με συνεργασία με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Κλασική είναι η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη στο τραγούδι «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι», ενώ στην ταινία ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο».
Η «Στέλλα» πρωτοπροβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών του 1955 (26 Απριλίου – 10 Μαΐου) και δημιούργησε αίσθηση, αν και δεν κέρδισε κάποιο βραβείο. Από εκεί χρονολογείται και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις κατοπινές του ταινίες. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας (Ντένη Βαχλιώτη).
Στους ελληνικούς κινηματογράφους έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955 και ήταν η πιο εμπορική της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν (134.142 εισιτήρια).
Η κριτική ήταν από αμήχανη έως ευνοϊκή για την ταινία. Εχθρική ήταν η στάση των εντύπων της Αριστεράς. «Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας;» διερωτάται ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ενώ ο Κώστας Σταματίου από τις στήλες της Αυγής χαρακτηρίζει την ταινία «ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα».
Φωτογραφικό υλικό