Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Υπάρχει άραγε σινεφίλ και όχι μόνο, που δεν έχει δει την ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, γυρισμένη το 1955;; Υπάρχει θεατής που δεν συγκλονίστηκε με το φινάλε του φονικού, βιώνοντας μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων, από δέος, αγωνία, σοκ, μέχρι οδύνη ή ακόμα θαυμασμό ή λύτρωση;; Αναμφίβολα μια κορυφαία ταινία – σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου με την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο και αναμφίβολα ένα σενάριο «σοκαριστικά» τολμηρό και εξαιρετικά προχωρημένο για την εποχή του, παρουσιάζοντας ένα αντισυμβατικό, δυναμικό, επαναστατικό πρότυπο γυναίκας, αδιανόητο για τα στερεότυπα του ’50…
Μια αρτίστα μπουζουκιών με τσαγανό, γεννημένη ελεύθερο, ανυπότακτο πνεύμα, δεν παραχωρεί ούτε σπιθαμή της ανεξαρτησίας της σε κανένα αρσενικό που επιχειρεί να τη δεσμεύσει με γάμο, να την «αποκαταστήσει», να της αλλάξει τη ζωή που η ίδια διάλεξε, ακόμα κι όταν ερωτεύεται παράφορα τον γοητευτικό, παθιασμένο ποδοσφαιριστή Μίλτο, επιλέγοντας να πεθάνει από το χέρι του, παρά να προδώσει τη φιλοσοφία ζωής της και μαζί το πάθος του αδέσμευτου έρωτα…
Αυτά το ‘50, με αυστηρά προκαθορισμένους τους ρόλους των φύλων, που για μεν τον άνδρα υπαγόρευαν απόλυτη ελευθερία παντού και συνάμα απόλυτη δικαιοδοσία στο «κτήμα- θηλυκό», ενώ για τη γυναίκα τα όνειρα περί καριέρας, ελευθερίας, αυτοδιάθεσης, σπουδών, δημιουργίας κλπ. ήταν ανέφικτα έως απαγορευμένα, με σχεδόν αποκλειστικό προορισμό το νοικοκυριό και το μεγάλωμα παιδιών… Το πρότυπο της «δούλας και κυράς» άλλωστε, κυριαρχεί συντριπτικά στο σύνολο των τότε ελληνικών ταινιών, αποτυπώνοντας γλαφυρά την ηθογραφία μιας εποχής, όπου η θέση της γυναίκας κινούνταν ανάμεσα στο.. «διακοσμητική» και «χρηστική» για τον άνδρα πρωτίστως! Οπότε ήταν αναμενόμενο η πρωτοποριακή «Στέλλα» με τη θεαματική ανατροπή των στερεότυπων, όχι απλά να ταράξει τα «τακτοποιημένα» νερά, αλλά να σκάσει με πάταγο, διχάζοντας κοινό και κριτικούς… Εκ των οποίων οι μισοί τη λάτρεψαν για το αδέσμευτο πνεύμα, τον δυναμισμό, την ακεραιότητα, τη θυσία και οι άλλοι μισοί την κατακεραύνωσαν ως… χυδαία πόρνη ή φτηνό τσουλί που εκμαυλίζει τα χρηστά οικογενειακά ήθη, προβάλλοντας ανεπίτρεπτες συμπεριφορές και «καλά της έκανε ο Μίλτος που τη μαχαίρωσε»…
Θυμόμαστε βέβαια όλοι την θρυλική σκηνή του τέλους με την Μ. Μερκούρη- Στέλλα και τον Γ. Φούντα – Μίλτο, όπου αφού τον έστησε στην εκκλησία μετανιωμένη για το «ναι» του γάμου που ξεστόμισε άσκεφτα υπό πίεση, εκείνος μη αντέχοντας το πλήγμα πηγαίνει να τη συναντήσει τρελός από πάθος και κραυγάζει την εμβληματική ατάκα που στοιχειώνει ανατριχιαστικά την ταινία «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!»… Όμως η Στέλλα δεν φεύγει, κατευθύνεται αποφασισμένη, περήφανη, ατρόμητη να συναντήσει το φονικό μαχαίρι και να πεθάνει στην αγκαλιά του μοναδικού άνδρα του αγάπησε με το ίδιο πάθος, πιστεύοντας ότι η σύμβαση του γάμου θα το έσβηνε…
Ανάμεσα στους μάρτυρες της σκηνής, η συνάδελφός της Βούλα Ζουμπουλάκη, εκπροσωπώντας τη φωνή της τότε συντηρητικής κοινωνίας, καταδικάζει το θύμα που με την ανυπότακτη συμπεριφορά προκάλεσε τον θάνατό του και παρηγορεί τον δράστη, που παρασυρμένος από τα απαράδεκτα τερτίπια της έφτασε στο έγκλημα, υποκαθιστώντας την κοινωνική κατακραυγή της εποχής «καλά της έκανε»…
Στα κοντά 70 χρόνια που μεσολάβησαν, οι ταχύτατες ανατροπές δεν άφησαν τίποτα στην παλιά του θέση και τα πρώην στερεότυπα στις σχέσεις των φύλων μοιάζουν πλέον γραφικές «ηθογραφίες εποχής»… μουσειακού τύπου, για να θυμούνται οι παλιοί και να ενημερώνονται οι νέοι… Οι σημερινοί ρόλοι άνδρα και γυναίκας, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, επαναπροσδιορίστηκαν καθοριστικά και στη σύγχρονη εποχή θεωρούνται πλέον αυτονόητα για τη γυναίκα όλα τα πρώην απαγορευμένα και φυσικά η ελευθερία οποιωνδήποτε επιλογών, χωρίς να στοχοποιείται γι αυτές ή να πληρώνει τίμημα με… τη ζωή της! Έχει πχ. την άνεση να τραγουδά στα μπουζούκια χωρίς να χαρακτηρίζεται «πόρνη», να ζει αντισυμβατικά και μποέμικα χωρίς να την αποκαλούν «τσουλί», να αρνείται να παντρευτεί ή να κάνει παιδιά, χωρίς το στίγμα της «γεροντοκόρης» ή «στέρφας», να αποφεύγει οποιαδήποτε δέσμευση ή ανελευθερία ή υποταγή, από φόβο μήπως δεν είναι αρκετά «καθωσπρέπει» για τα γούστα των τρίτων…
Οι σημερινές ανεξάρτητες «Στέλλες» – έστω κι αν υπάρχει δρόμος ακόμα- χρωστούν πολλά σε εκείνον τον σημαδιακό ρόλο, που 70 χρόνια πριν φάνταζε κατακριτέα ουτοπία…Ωστόσο, την εικόνα αμαυρώνει ένα μελανό- κατάμαυρο στίγμα, που τα προηγούμενα χρόνια αποκαλούνταν «έγκλημα πάθους» σαν αυτό του Μίλτου στην ταινία και συνήθως απέπνεε έναν δραματικό, σκοτεινό «ρομαντισμό», ενώ σήμερα αποκαλείται «γυναικοκτονία» ως καλπάζουσα μάστιγα και τα μόνα που αποπνέει είναι ζόφος, τρόμος και νοσηρή παθογένεια από ψυχικά άρρωστους άνδρες… Ίσως ρωτήσει κάποιος «σε τί διαφέρει το έγκλημα του Μίλτου από μια σημερινή γυναικοκτονία ώστε να αντιμετωπιστεί με άλλο συναίσθημα;; Δεν ήταν κι αυτός ένας άθλιος γυναικοκτόνος ώστε να προκαλεί απέχθεια;;;» Η απάντηση δεν είναι απλή,καθώς αφορά στα ήθη μιας εποχής που όσοι δεν ζήσαμε δυσκολευόμαστε να ερμηνεύσουμε…
Ωστόσο αν επιχειρήσουμε (έστω και ανόμοιες) συγκρίσεις χάριν της ιστορίας, παρότι η πράξη καθαυτή παραμένει αυτονόητα ειδεχθές έγκλημα με αφαίρεση ζωής, εντούτοις μπορούμε να εντοπίσουμε σημαντικές διαφορές σε σχέση με το ζοφερό σήμερα και βάσει μιας μυθοπλασίας, που όμως αποτύπωσε αυθεντικές καταστάσεις του τότε… Καταρχάς η αιτία που όπλισε το χέρι του δεν ήταν το σημερινό «για ψύλλου πήδημα», αλλά η βαριά προδοσία, προσβολή και δημόσιος εξευτελισμός ενός περήφανου άντρα με μπέσα, που για τα δεδομένα της εποχής ένιωσε να κλονίζεται συθέμελα όλος του ο κόσμος και κυρίως η «τιμή» του… Κατά δεύτερον, ήταν πασιφανές ότι η ακραία πράξη του ήταν γι αυτόν μια επώδυνη υπέρβαση εαυτού λειτουργώντας εκτός ελέγχου σε στιγμή τρέλας και μαζί αφόρητου πόνου για κάτι που οι τότε κοινωνικές επιταγές «επέβαλλαν» να πράξει… Κατά τρίτον η σπαρακτική κραυγή «φύγε, κρατάω μαχαίρι!», βγαλμένη από τα σωθικά του και προτρέποντας με όλη του τη δύναμη την αγαπημένη να γλιτώσει – επαναλαμβάνοντας καταρρακωμένος ακόμα πιο σπαρακτικά «μα γιατί δεν φεύγεις;»- δηλώνει ξεκάθαρα την πρόθεσή του να αποφύγει ένα φονικό που πονούσε τον ίδιο πολύ περισσότερο από το ατρόμητο θύμα που επέλεξε συνειδητά τον θάνατο εν είδει θυσίας…
Μπορούμε φυσικά να αναλύσουμε επί μακρόν τις ιδιαίτερες ψυχοσυνθέσεις των δύο εμβληματικών ηρώων στα ιστορικά πλαίσια της τότε κοινωνίας, όμως το ζητούμενο εν προκειμένω είναι η διάκριση ανάμεσα σε πρώην εγκλήματα πάθους ή τιμής και νυν γυναικοκτονίες… Καθώς στα πρώτα, ως μεμονωμένα «δακτυλοδεικτούμενα» περιστατικά, κυριαρχεί αυθεντικό, ανεξέλεγκτο συναίσθημα άνευ ορίων ή προδομένες αξίες όπως τις όριζαν οι τότε κοινωνικές συμβάσεις- φτάνοντας πχ. σε θανατηφόρες μονομαχίες- ενώ στις σημερινές γυναικοκτονίες με συχνότητα αδιανόητη σε βαθμό… καθημερινής ρουτίνας, ΔΕΝ συναντάμε απαραίτητα ούτε τρελό πάθος, ούτε εν θερμώ αντιδράσεις, ούτε προσβολή τιμής, ούτε ρομαντική «ένωση μέχρι θανάτου», ούτε καταπατημένες αξίες που σήμερα έχουν πλήρως μεταλλαχθεί, παρά μόνο μια νοσηρή, ακατανόητη, επικίνδυνη διαταραχή με διαστάσεις τρομακτικές…
Εν ολίγοις ΔΕΝ αθωώνω επουδενί τον Μίλτο αλλά τον κατανοώ για την εποχή του, ενώ τον σύγχρονο, κυνικό, εν ψυχρώ φονιά ή κακοποιητή «δια ασήμαντον αφορμήν», αμφιβάλλω αν τον κατανοεί ακόμα και ο ψυχίατρος…