Η ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση του ελληνικού κοινωνικοπολιτικού πλαισίου από τον Νίκο Περάκη στην πάροδο των χρόνων μέσα από τη φιλμογραφία του, αποτέλεσε το αντικείμενο της ημερίδας με τίτλο «Success Story ή Άρπα Colla; Η Ελλάδα του Νίκου Περάκη», που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου & Τηλεόρασης (EMEKT) του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, στο πλαίσιο του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Στα δύο πάνελ των ομιλητών συμμετείχαν οι Ελευθερία Θανούλη (Καθηγήτρια στο ΑΠΘ, Διευθύντρια ΕΜΕΚΤ και Πρόεδρος ΦΚΘ), Στάθης Καλύβας (Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης), Παναγής Παναγιωτόπουλος (Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΕΚΠΑ), Μπέττυ Κακλαμανίδου (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο ΑΠΘ), Αναστασία Τιντικάκη (προπτυχιακή φοιτήτρια), Βρασίδας Καραλής (Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ), Βασίλης Βαμβακάς (Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΑΠΘ). Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με μια συζήτηση με τον Νίκο Περάκη, την οποία συντόνισαν η Ελευθερία Θανούλη και ο Στάθης Καλύβας.
Το κοινό καλωσόρισε στην ημερίδα η πρόεδρος του ΔΣ του Φεστιβάλ, Ελευθερία Θανούλη, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, με μια ιδιαίτερη αναφορά στο ξεχωριστό έργο του Νίκου Περάκη ως σκηνογράφου, όπως τον είχε παρακολουθήσει εν δράσει πριν μερικά χρόνια στα γυρίσματα της ταινίας Success Story, όπου είχε έναν μικρό ρόλο. «Ο Περάκης πάει στο γύρισμα με την ταινία έτοιμη, την έχει ζωγραφίσει όλη και ξέρουμε την καταγωγή του – είναι πάρα πολύ καλός production designer που ζωγραφίζει υπέροχα. Πάει, λοιπόν, στο γύρισμα με ένα τεράστιο βιβλίο, το οποίο είναι καρέ καρέ το storyboard όλης της ταινίας. Θυμάμαι ένα βραδινό γύρισμα με τη Φιόνα Γεωργιάδη και την Τώνια Σωτηροπούλου και σε κάθε πλάνο ο Νίκος Περάκης έπαιρνε το storyboard και έλεγε στον Claudio Bolivar, τον διευθυντή φωτογραφίας, πώς θα καδράρουμε», είπε χαρακτηριστικά ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Ο Περάκης σκηνοθετεί κινηματογραφικά την κωμωδία και αυτό ήταν μια σημαντική αλλαγή που έφερε από το 1980 όταν μπήκε στο ελληνικό σινεμά», σημείωσε ο ίδιος.
Αμέσως μετά, τον λόγο πήρε η Ελευθερία Θανούλη με μια αναφορά στην ίδρυση του Εργαστηρίου Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης από την ίδια και την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΑΠΘ, Μπέττυ Κακλαμανίδου, το 2018, με στόχο την προώθηση της έρευνας και της παραγωγής γνώσης γύρω από το ελληνικό σινεμά και την ελληνική τηλεόραση με συστηματικό τρόπο. «Είμαστε το μόνο ακαδημαϊκό τμήμα που κάνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα», είπε η κ. Θανούλη. Η ίδια αναφέρθηκε στις προηγούμενες δράσεις του εργαστηρίου, όπως την ημερίδα για την Ελληνική Επανάσταση και την αναπαράστασή της στο σινεμά και την ελληνική τηλεόραση το 2021, το ντοκιμαντέρ για τις ελληνικές ταινίες με θεματολογία την Ελληνική Επανάσταση, την ημερίδα για την πρώτη ελληνίδα σκηνοθέτιδα Μαρία Πλυτά που πραγματοποιήθηκε στο 63ο ΦΚΘ, την αποκατάσταση της ταινίας Μπουμπουλίνα του Κώστα Ανδρίτσου, το μάθημα της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου στο πρόγραμμα όλων των ερασμιακών φοιτητών στο ΑΠΘ, τη διαχείριση του αρχείου Αχτσιόγλου που έχει δωρηθεί στο τμήμα, καθώς και του αρχείου της εταιρείας Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης που περιήλθε στην κατοχή του τμήματος πρόσφατα ύστερα από δωρεά της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων της εταιρείας, κ. Βελισσαρίου. Αντικείμενο μελέτης του εργαστηρίου για τα επόμενα χρόνια είναι το έργο του Ντίνου Δημόπουλου και η χαρτογράφηση των κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης από το 1945 έως το 1990, με τη συμμετοχή πολλών μεταπτυχιακών φοιτητών.
Στη συνέχεια, η Ελευθερία Θανούλη είπε ότι από όταν ανέλαβε τη θέση της προέδρου του ΔΣ του Φεστιβάλ, ονειρευόταν ένα αφιέρωμα στον Νίκο Περάκη και εξέφρασε τη χαρά της που έγινε πραγματικότητα. «Το έργο του Νίκου Περάκη δεν έχει μελετηθεί από τους έλληνες ακαδημαϊκούς και θέλαμε να κάνουμε την αρχή, γιατί κρίνουμε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό για όλους τους λόγους που θα ακούσετε σήμερα από επτά διακεκριμένους ομιλητές, οι οποίοι θα προσεγγίσουν το έργο του από διαφορετικές πλευρές και από διαφορετικές περιοχές. Όλοι μαζί θα συνθέσουν μια πρώτη προσέγγιση σε ένα έργο που έχει τρομακτικό ενδιαφέρον και από κινηματογραφική πλευρά αλλά και από πολλές άλλες, όπως θα δείτε», είπε η κ. Θανούλη.
Στην πρώτη συνεδρία της ημερίδας, σε συντονισμό του ερευνητή του ΕΜΕΚΤ Πάρη Μουρατίδη, με τίτλο «Κοινωνία, Πολιτική και Φύλο στο έργο του Νίκου Περάκη», ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγής Παναγιωτόπουλος τοποθετήθηκε επί της κοινωνιολογικής κινηματογραφίας του έλληνα δημιουργού στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και τη θεματική της συνύπαρξης και συμβίωσης. Κατά τον κ. Παναγιωτόπουλο, κόντρα στις νόρμες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, καθώς και άλλων εθνικών κινηματογραφιών, που τότε χρησιμοποιούσαν ως αφηγηματικά εργαλεία τη μουντάδα και την ελλειπτικότητα, ο Νίκος Περάκης μίλησε για την ελληνική κοινωνία με παροντικούς όρους, κάνοντας χρήση τεχνικά και κινηματογραφικά άρτιων όρων. «Η κινηματογραφία του Περάκη και ειδικά η πρώτη φάση της συνομιλεί, καταγράφει, και εν πολλοίς οργανώνει μέσα από τη φιλμική αφήγηση, τη Μεταπολίτευση στην ολότητά της», σχολίασε ο κ. Παναγιωτόπουλος. Για τον ίδιο, ο Νίκος Περάκης κάνει πολιτικό κινηματογράφο, όχι πολιτικοποιημένο, χωρίς σκληρή ιδεολογική πρόθεση. Ένα σινεμά που δεν καταγράφει ντοκουμενταριστικά, αλλά καλλιτεχνικά. Ταινίες παροντικού σχολιασμού, που δεν κάνει κανένας άλλος στην ελληνική παράδοση της τελευταίας 50ετίας. Μας δείχνει ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο πολιτικό ζήτημα και ότι ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής είναι και εκδημοκρατισμός των ηθών, της ζωής, πρόταση στην επιθυμία και κυρίως στην ερωτική επιθυμία. «Ο Περάκης αναψηλαφεί το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παναγιωτόπουλος, σημειώνοντας ότι ο Νίκος Περάκης έσπασε όλες τις συμβάσεις της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, κάνοντας κωμωδία, ένα είδος που δεν ήταν εκείνη την περίοδο αρεστό στην Ελλάδα.
Στην ομιλία του με τίτλο «Η μεταπολίτευση του Νίκου Περάκη», ο καθηγητής Στάθης Καλύβας αναφέρθηκε στο έργο του σκηνοθέτη ως ένα συνεκτικό corpus επτά έργων με σχολιασμό της πολιτικής σε real time, μέσα από το ιδιαίτερο στοιχείο της σάτιρας και της κωμωδίας. «Το έργο του Νίκου Περάκη θέτει αμέσως το ζήτημα της συνεκτικότητας αυτού του σώματος όπου αυτές οι ταινίες συνομιλούν διακειμενικά μεταξύ τους. Πολλές φορές οι χαρακτήρες αυτοί είναι και δευτερεύοντες χαρακτήρες και χαρακτήρες οι οποίοι έχουν και ρόλους celebrity. Είναι ένας σταθερός, δια βίου σχολιασμός της πολιτικής. Έχουμε έναν ιστορικό και πολιτικό χρόνο που σε πολλά σημεία συμπίπτουν και σχολιάζουν την πολιτική σε παροντικό χρόνο», είπε ο κ. Καλύβας. Ο ίδιος διαχώρισε τις ταινίες του Νίκου Περάκη σε δύο βασικές ενότητες, την εποχή της αθωότητας και την εποχή της απομάγευσης, στη διάρκεια 40 χρόνων, με βάση τον σχολιασμό τους και τον πολιτικό χρόνο, όπου πρώτη λογίζεται η Λούφα και Παραλλαγή στον ιστορικό χρόνο, καθώς σχολιάζει την περίοδο της Χούντας, ξεκινώντας το ’67 (το Άρπα Colla είναι η πρώτη ελληνόφωνη ταινία που γύρισε ο Νίκος Περάκης το 1982). «Η πολιτική αποκόπτεται από τη σοβαρή και σοβαροφανή της διάσταση, αλλά και από την ηρωική διάσταση που ήταν κυρίαρχη τότε, με διεισδυτικό τρόπο. Η χρήση της σάτιρας και ενίοτε και της φάρσας ουσιαστικά λειτουργεί ως το εργαλείο για έναν πολύ αιχμηρό σχολιασμό, που με τον καιρό εξελίσσεται σε ένα είδος αποδόμησης της πολιτικής», ανέφερε ο κ. Καλύβας. Κατά τον ίδιο: «Στη Μεταπολίτευση του Περάκη, από το 1967 έως το 1982, κυριαρχεί η αθωότητα και η ηθική σαφήνεια, ενώ η κοινωνία έχει μία δόμηση, αντίθετα με το δεύτερο σκέλος της Μεταπολίτευσης, τη δεύτερη φάση της, όπου είσαι χαμένος σε μια απίστευτη κατάσταση από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις, είναι η πλήρης ματαιότητα».
Στην εισήγηση της αναπληρώτριας καθηγήτριας του ΑΠΘ, Μπέττυς Κακλαμανίδου, με τίτλο «Αρρενωπότητες στο έργο του Νίκου Περάκη», οι ανδρικοί χαρακτήρες των ταινιών του εξετάστηκαν ως μία εξαιρετική ευκαιρία για μελέτη στις αναπαραστάσεις της αρρενωπότητας στον ελληνικό κινηματογράφο. Η κ. Κακλαμανίδου επικεντρώθηκε στους ανδρικούς χαρακτήρες στις ταινίες του Νίκου Περάκη Λούφα και Παραλλαγή (1984) και Ψυχραιμία (2007), εκκινώντας και από προσωπικά βιώματα. «Διαφορετικά ερμηνεύτηκαν οι ταινίες σας την εποχή που βγήκαν, διαφορετικά τις ερμηνεύω εγώ και οι συνάδελφοι, διαφορετικά θα ερμηνευτούν και από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες του μέλλοντος που εύχομαι να μελετήσουν το έργο σας», είπε η κ. Κακλαμανίδου απευθυνόμενη στον Νίκο Περάκη. «Αυτό που παρατήρησα στο έργο του κ. Περάκη είναι η διαμεσολάβηση των αρρενωπότητας, της αρρενωπότητας ως κοινωνικό φύλο, αυτό που λέμε gender διεθνώς. Η μελέτη της αρρενωπότητας εμφανίζεται διεθνώς στη δεκαετία του ’90. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ελάχιστες κριτικές μελέτες και άρθρα και το βιβλίο «Gender and Masculinity», γραμμένο στα αγγλικά, του Αχιλλέα Χατζηκυριάκου Γκίκα, βασισμένο σε ανθρωπολογικές μελέτες, για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που έχουν γίνει στη Μεσόγειο», τόνισε η Μπέττυ Κακλαμανίδου. Η νεωτερικότητα και οι αλλαγές στην Ελλάδα του ’80 δεν έχουν θέση σε αυτές τις μελέτες, με τον τρόπο που ασχολείται ο Νίκος Περάκης, κατά την κ. Κακλαμανίδου. Οι χαρακτήρες του Περάκη μεγαλώνουν στη διάρκεια της φιλμογραφίας του ή επανεμφανιζονται σε reboot. «Αυτή η φιλμογραφία μάς δίνει μία εξαιρετική για μία λεπτομερή εξέταση της αρρενωπότητας στη χώρα μας που λανθασμένα θεωρείται ως μονοδιάστατη», κατέληξε η κ. Κακλαμανίδου.
Η Αναστασία Τιντικάκη, προπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, στην εισήγησή της «Από την Φούσκα της Πολιτικής Οικονομίας στην Φούσκα του Νίκου Περάκη», αναφέρθηκε στην πολιτική και στην κωμωδία στην Ελλάδα, κάνοντας μια γόνιμη αναδρομή στην παράδοση αυτών των ειδών μέσα από το έργο του Νίκου Περάκη, καθώς και τη μίξη του κινηματογράφου με την ιστορία. Η κ. Τιντικάκη παρουσίασε τον δημιουργό Περάκη μέσα από αναφορές σε άρθρα και σχολιασμούς του έργο του: o Νίκος Περάκης ως κοινωνιολόγος με την κινηματογραφική μηχανή, αλλά και ως «ο σκηνοθέτης που στην ταινία Φούσκα απομυθοποιεί την κοινωνικοπολιτική ελίτ, την πολιτική και θρησκευτική εξουσία, για να συντεθεί μια προδρομική σάτιρα με την οποία ο δημοφιλής κινηματογράφος, χρησιμοποιώντας την κωμική τροπικότητα, αφηγήθηκε στην ελληνική κοινωνία το “Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου”». Η κ. Τιντικάκη εξέτασε το σινεμά του Νίκου Περάκη μέσα από το πρίσμα κινηματογράφος και ιστορία και ανέλυσε τα βασικά χαρακτηριστικά της ταινίας του Φούσκα (2002). Συμφωνα με το συμπέρασμα της εισήγησής της, «ο Νίκος Περάκης συνεχίζει τις καλύτερες παραδόσεις της σάτιρας, αλλά δίχως πλέον την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Είναι ο δημιουργός που ανανέωσε την ελληνική κωμωδία προσπαθώντας να κάνει εμπορική επιτυχία».
Στο δεύτερο μέρος της ημερίδας, με συντονίστρια του πάνελ την ερευνήτρια Ευδοκία Στεφανοπούλου, ο Βρασίδας Καραλής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, στην εισήγησή του με τίτλο «Χιούμορ, σάτιρα και ρεαλισμός. Κωμωδία και χιούμορ την εποχή του παραλόγου στην εξουσία», συνέκρινε τον Νίκο Περάκη με τον Αριστοφάνη. Με αφετηρία τη χρήση του χρώματος στις ταινίες του έλληνα δημιουργού, από τις πρώτες μέχρι τις τελευταίες, ο κ. Καραλής τόνισε το στοιχείο του υποκειμένου μέσα στο κινηματογραφικό πλαίσιο, που ελλοχεύει στο σινεμά του Νίκου Περάκη – «από τις υποχρωματισμένες ταινίες του ’80 σε αυτές που θυμίζουν Γκόγια και Ντελακρουά», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Καραλής. «Αυτό που με ενδιέφερε πάντα στο σινεμά του κ. Περάκη είναι ο τρόπος που μας έδωσε τη δυνατότητα να επαναξιολογήσουμε το κινηματογραφικό φαντασιακό στην κωμωδία μας. Χρησιμοποιώ την έννοια της κωμωδίας με την έννοια του κωμικού, γιατί θεωρώ το έργο του Περάκη μία σύγχρονη έκφραση του αριστοφανικού χιούμορ. Από τις πρώτες πολιτικές κωμωδίες μέχρι τους τελευταίους ηθικοπλαστικούς σχολιασμούς στην εξέλιξη της κοινωνίας. Από τη Λυσιστράτη στον Πλούτο. Νομίζω ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η μετάβαση, από τις πολιτικές ταινίες των πρώτων χρόνων στις ταινίες που είναι κωμωδίες ηθών», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καραλής. «Θα ήθελα να εξετάσω τη συνενοχή του θεατή σε αυτά που βλέπει στις ταινίες του Περάκη», συνέχισε ο ίδιος, σημειώνοντας ότι σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ταινίες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, όπου κυριαρχεί το στοιχείο της τραγωδίας, στις ταινίες του Περάκη υπάρχει μια ζωτική ευφορία. Διατρέχοντας τις πολιτικοκοινωνικές αντιφάσεις της εποχής που κατέγραψε ο δημιουργός και τον συνειρμικό υβριδικό τόπο στην κωμωδία όπου το γελοίο και το τραγικό συνυπάρχουν, ο Βρασίδας Καραλής υπογράμμισε την εξέλιξη της κωμωδίας του Περάκη σε ένα επίπεδο άλλων διαστάσεων, όπου ο φροϋδισμός αναδύεται μέσα από αυτές. «Η κινηματογραφική εικόνα του Περάκη επικεντρώνεται στο μοναχικό άτομο και στον τρόπο που κατακλύζεται ή καταπίνεται από το πλήθος», κατέληξε ο κ. Καραλής.
Αμέσως μετά, ο Βασίλης Βαμβακάς, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ, αναφέρθηκε στον κωμικό ρεαλισμό του Νίκου Περάκη στην εισήγησή του με τίτλο «Ο κωμικός νεορεαλισμός του Νίκου Περάκη. Ένα αντιπαράδειγμα στον μεταπολιτευτικό κινηματογράφο». «Ο Περάκης είναι από τα λίγα παραδείγματα σκηνοθετών που έκαναν δημοφιλείς ταινίες. Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί case study για όλους μας, καλλιτεχνικά και επιστημονικά ενδιαφερόμενους», είπε ο κ. Βαμβακάς. Όπως είπε, ο σκηνοθέτης «έκοψε εισιτήρια και το παραβλέπουμε πολλές φορές σε μία εποχή που ο κινηματογράφος δεν είχε στόχο να κόβει εισιτήρια», τονίζοντας ότι σε ένα μεγάλο βαθμό ο έλληνας δημιουργός διέπρεψε εμπορικά και εισπρακτικά στο κωμικό είδος την εποχή που αυτό ήταν περιθωριοποιημένο. Επιπρόσθετα, ο κ. Βαμβακάς αναφέρθηκε στη διακωμώδηση της ανδροπαρέας στις ταινίες του Νίκου Περάκη, καθώς και στο πώς ως δημιουργός αποσυνδέθηκε από την επιθεωρησιακή σάτιρα, που συνήθως καυτηρίαζε θέματα που αφορούσαν πολιτικούς πρωταγωνιστές, εστιάζοντας, μεταξύ άλλων, το βλέμμα του στο πώς παράγεται μια πολιτική συνθήκη στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, αλλά και κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες αντιδρούν στην πολιτική εξουσία. «Το περακικό αστείο παράγεται από ένα συνδυασμό διαλόγου και σκηνογραφίας, παρά από τα σωματικά χαρακτηριστικά ή άλλα gags που ακολουθεί συνήθως η φαρσοκωμωδία», σχολίασε ο Βασίλης Βαμβακάς, τονίζοντας ότι το happy end εκλείπει στις ταινίες του έλληνα δημιουργού, αφού οι πρωταγωνιστές του δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα. Ακόμη, αναφέρθηκε στο ενδιαφέρον του Νίκου Περάκη και για τη γυναικεία ταυτότητα και φιλία (Η Λίζα και Όλοι οι Άλλοι), αλλά και στα μοτίβα που έχτισε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ανδρικό φύλο και τη θέση του στην ελληνική κοινωνία
Τέλος, η πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και καθηγήτρια του ΑΠΘ, Ελευθερία Θανούλη, στην εισήγησή της «Σάτιρα ή / και ιστορικός ρεαλισμός; Η περίπτωση της Λούφας και Παραλλαγής (1984)», έστρεψε τη συζήτηση στην κατεύθυνση της ιστορίας και της ιστοριογραφίας. Η Λούφα και Παραλλαγή, γυρισμένη το 1984, αποτελεί μία από τις γνωστότερες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και σήμα κατατεθέν για το έργο του Νίκου Περάκη. «Αν και η πρόσληψη της ταινίας δεν θα αποτελέσει το επίκεντρο της σημερινής μου ομιλίας θα ήθελα να σταθώ σε δύο παρατηρήσεις που προέκυψαν μελετώντας το αρχείο του κ. Περάκη, το οποίο έχει διαθέσει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), και για το οποίο θα ήθελα δημόσια να τον συγχαρώ. Είναι μεγάλη τύχη για εμάς τους ερευνητές να υπάρχει τέτοια τεκμηρίωση», τόνισε η κ. Θανούλη. Από τα δημοσιεύματα της εποχής στα οποία είναι έκδηλη η έκπληξη των σχολιαστών για τη βράβευση της Λούφας και Παραλλαγής, καθώς δεν ήταν μια ταινία φεστιβαλικού κύρους, παρότι άρεσε στο κοινό, η καθηγήτρια του ΑΠΘ παρατήρησε ότι σταθμίστηκε το βάρος και η δηκτικότητα της σάτιρας, την οποία οι κριτικοί εκείνη την εποχή άλλοτε έκριναν εύστοχη και άλλοτε την κατέτασσαν στο επίπεδο της φαρσοκωμωδίας. Η σημασία της ιστορικής αναπαράστασης απασχόλησε ιδιαίτερα την κ. Θανούλη στην εισήγησή της, ως «η λιγότερο φωτισμένη πλευρά της Λούφας και Παραλλαγής, που συνδιαλεγόταν με ένα κομβικό γεγονός στην ιστορία της Ελλάδος». Πώς ο τρόπος της σάτιρας μπορεί να λειτουργήσει ως μία μορφή ιστορικού ρεαλισμού; Μπορεί η Λούφα και Παραλλαγή να θεωρηθεί ιστορική ταινία; Τι σημαίνει να αφηγείσαι την ιστορία μέσω της σατιρικής πλοκής;
Η κ. Θανούλη προσέγγισε τη Λούφα και Παραλλαγή ως έναν αντικατοπτρισμό των φωνών στην ελληνική κοινωνία εκείνη την εποχή, συνεπή ως προς το ιστορικό, πολιτικό και γεωγραφικό της πλαίσιο. Σημείωσε ότι: «Το σατιρικό στοιχείο που εντοπίζεται σε αυτή την ιστορική αναπαράσταση, αλλά και σε πολλές άλλες, δημιουργεί μια ιδιαίτερη ένταση ανάμεσα σε στοιχεία που θεωρούνται ρεαλιστικά και σε εκείνα που θεωρούνται ιδεολογικά, generic, δηλαδή αυτά που ανήκουν στη σάτιρα ως είδος. Η υπερβολή της σάτιρας και το γέλιο που προκαλεί μάς κάνει να αμφιβάλλουμε ως προς την ιστορική ακρίβεια της σάτιρας, υποδηλώνοντας το πρόβλημα που υπάρχει στην προσέγγιση της ιστορίας μέσω της σάτιρας». Ολοκληρώνοντας, η κ. Θανούλη υπογράμμισε τη σημασία της Λούφας και Παραλλαγής ως μίας ιστορίας ήττας της ανθρώπινης δράσης ή αλλιώς ενός σπαραγμού, του κομματιασμού δηλαδή των κλασικών ηρώων: «Η στάση του Περάκη απέναντι σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και τη λειτουργία του ελληνικού στρατού μέσω της σάτιρας, δεν τον τοποθετεί ούτε πιο μακριά ούτε πιο κοντά στο ιστορικό παρελθόν από ότι αν είχε επιλέξει μια ρομαντική ή μια τραγική αντίληψη εκείνων των γεγονότων. Η Λούφα και Παραλλαγή δεν είναι μια ταινία Monty Python. Το στοιχείο που τελικά θα μας κάνει να θεωρήσουμε την αναπαράσταση εκείνης της ιστορικής στιγμής στην ταινία του Περάκη είτε υπερβολική και παράδοξη είτε ρεαλιστικά πιστή στα γεγονότα είναι κατά βάθος οι δικές μας ιδεολογικές τοποθετήσεις». Όπως σχολίασε η ίδια: «Μερικές φορές εκείνο που χρειάζεται είναι η παιχνιδιάρικη ανοησία της σάτιρας για να αποδώσουμε την τρέλα του πραγματικού κόσμου».
Μετά τις εισηγήσεις των ομιλητών της ημερίδας, ακολούθησε συζήτηση του κοινού με τον Νίκο Περάκη, την οποία συντόνισαν οι καθηγητές Ελευθερία Θανούλη και Στάθης Καλύβας. Στη συζήτηση, ο έλληνας δημιουργός, τον οποίο το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε με Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της καριέρας του, διοργανώνοντας παράλληλα εκτενές αφιέρωμα στη φιλμογραφία του με προβολές ταινιών, μίλησε για τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση από την εποχή που φοιτούσε και εργαζόταν στη Γερμανία έως τον μετέπειτα ερχομό του στην Ελλάδα, καθώς και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τη σκηνογραφία.
Όπως είπε ο Νίκος Περάκης για το ξεκίνημά του στη σκηνογραφία και τα πρώτα του βήματα στον χώρο: «Δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω σκηνοθέτης όταν πήγα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών για να σπουδάσω ενδυματολογία και σκηνογραφία. Ήμουν δεκαοκτώ και πήγα στο Μόναχο – δεν θα μπορούσα να πάω Αμερική. Γύρισα ύστερα από τέσσερα χρόνια για να καταταγώ. Τελείωσε η αναβολή μου και έκανα ό,τι κάνουν όλοι οι έλληνες φαντάροι που δεν θέλουν να γίνουν αξιωματικοί, πήγα σε ένα τάγμα μηχανικού και το μηχανικό με έστειλε στη μηχανική υπηρεσία στρατού. Εκεί, επειδή κουβαλούσα χαρτί για τους χάρτες και έγραψα ‘’σκηνογράφος’’, πήγα στη χαρτογραφία που είχε και μεγάλο τυπογραφείο του στρατού. Έκανα αυτή τη δουλειά μέχρι που κάποιος με ρώτησε τι έχω κάνει –είπα, καλές τέχνες, σκηνογραφία–, και με μαρτύρησε στο διπλανό γραφείο. Ήταν ένα τριώροφο κτίριο, το οποίο έκανε το πρόγραμμα για την πειραματική τηλεόραση των Ενόπλων Δυνάμεων. Έφτασαν οι μέρες που θα δοκιμάζαμε ένα κάτοπτρο για τον πομπό τους στα τουρκοβούνια, σε ένα καμαράκι αυθαίρετο μέσα σε άλλα αυθαίρετα. Έτσι άρχισε η καριέρα μου στον στρατό ως σκηνογράφος. Τους έφτιαξα ένα πλατό, δεν υπήρχε τίποτα τότε. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου στην τηλεόραση και με κράτησαν», κατέληξε σχετικά.