Το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου έως την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025 σε φυσικούς χώρους και online. Στο 66ο ΦΚΘ θα προβληθούν 278 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες στις αίθουσες Ολύμπιον και Παύλος Ζάννας, στις αίθουσες του Λιμανιού, Φρίντα Λιάππα, Τώνια Μαρκετάκη, Τζον Κασσαβέτης και Σταύρος Τορνές, καθώς και στον κινηματογράφο Μακεδονικόν.
Παράλληλα, παρακολουθούμε 86 ταινίες και διαδικτυακά, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του Φεστιβάλ online.filmfestival.gr.
Μια Αργεντινή ηθοποιός πηγαίνει στις Αζόρες για να συμμετάσχει στην Τρικυμία του Σαίξπηρ. Κατά την άφιξή της στο νησί, δεν βρίσκει κανέναν από την ομάδα, δεν υπάρχει καν θέατρο. Αφού συναντά την Άριελ, το ανάερο πνεύμα της Τρικυμίας που επιθυμεί την απελευθέρωσή του από τον αφέντη του, τον Πρόσπερο, η ηθοποιός ανακαλύπτει ότι η παράσταση έχει ήδη ξεκινήσει, ολόκληρο το νησί είναι ένα θέατρο κι οι κάτοικοί του έχουν μεταμορφωθεί σε χαρακτήρες του Σαίξπηρ. Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Ισπανός Λοΐς Πατίνιο πλάθει ένα μαγικό σύμπαν, όπου τα ονειρικά τοπία στις Πορτογαλικές Αζόρες έχουν τον ρόλο του έρημου νησιού στο οποίο διαδραματίζεται η Τρικυμία. Η ταινία είναι ένα έργο μέσα στο έργο, μια μετα-αφήγηση με στοιχεία από το θέατρο του παραλόγου, που ξεκίνησε από την επιθυμία του σκηνοθέτη να διερευνήσει πώς η ποίηση, η ανθρωπιά και το βάθος των κειμένων του Σαίξπηρ μπορούν να μας αγγίξουν σήμερα.
Πέντε χρόνια μετά τους συγκλονιστικούς Αγριότοπους (61ο ΦΚΘ), ένα μοναδικό δράμα που βρήκε διανομή στη χώρα μας εν καιρώ πανδημίας, η Ζανέτε Νόρνταλ επιστρέφει για άλλη μια φορά στη σκανδιναβική παράδοση του δράματος «δωματίου», για να το αναθεωρήσει και να το απογειώσει. Φάρος της η απόλυτη σταρ του δανέζικου σινεμά Τρίνε Ντίρχολμ, γνωστή στο κοινό του φεστιβάλ από το υποψήφιο για Όσκαρ Το κορίτσι με τη βελόνα, σε (άλλον) έναν ρόλο ζωής. Ένας γάμος που διαλύεται μοιάζει να ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την Άνε και τον Τόμας, που πρόκειται να πάρουν διαζύγιο, αλλά τα παιδιά τους δεν το γνωρίζουν. Ο Τόμας είναι έτοιμος να μετακομίσει με τη νέα του σύντροφο, όταν ξαφνικά η Άνε παθαίνει εγκεφαλικό. Ώσπου να αναρρώσει, το ζευγάρι που σύντομα θα χωρίσει αποφασίζει να ζήσει ξανά κάτω από την ίδια στέγη. Καθώς αντιμετωπίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, ανακαλύπτουν την ελπίδα με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Ευθύ, θαρραλέο, τρυφερό και αδυσώπητο, το ώριμο γυναικείο βλέμμα της σκηνοθέτριας ανιχνεύει την αστείρευτη δυναμική κάθε τέλους να γίνεται και αρχή.
Η πατρίδα, λένε, είναι τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας. Υπάρχουν όμως και καλοκαίρια που διαλύουν την αίσθηση του ανήκειν και στραγγίζουν κάθε απόθεμα ανεμελιάς και αθωότητας κι από τις πιο βαθιές, εφεδρικές δεξαμενές. Στο υπόκωφο πλην εκκωφαντικό ντεμπούτο της, η σκηνοθέτρια Σόφι Ρομβάρι συνεχίζει τις απόπειρες αυτοβιογραφίας των πολυβραβευμένων μικρού μήκους της και επιστρέφει σε μια οριακή εποχή, μέσα από φωτεινά και σκοτεινά θραύσματα της μνήμης. Η οκτάχρονη Σάσα, το μόνο κορίτσι μιας επταμελούς οικογένειας που μετοικεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από την Ουγγαρία στη Νήσο Βανκούβερ, προσπαθεί να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον· παράλληλα παρατηρεί, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, τον αγαπημένο της μεγάλο αδερφό να ολισθαίνει στη διαταραχή και τους «μεγάλους» να παγώνουν από φόβο και αμηχανία. Είκοσι χρόνια αργότερα αναδύεται μέσα από ένα γενναίο cut ένας μεγαλύτερος εαυτός, ο οποίος συγκεντρώνει σκόρπιους ήχους, ζουμάρει σε ταπεινά αντικείμενα, ανατρέχει στη γνώμη των ειδικών για να συναντήσει μια ευεργετική αναλυτική ερμηνεία, παίρνει απόσταση από το τραύμα χωρίς να ξεχνά τις ρίζες του. Όλα αυτά με τα εργαλεία που μόνο το σινεμά μπορεί να χαρίσει, και μάλιστα με lo-fi εικόνες χαμηλής πιστότητας και βαθιάς πίστης. Πιάνοντας το νήμα από ταινίες όπως το Aftersun της Σάρλοτ Γουελς και το Invention της Κόρτνεϊ Στίβενς, αλλά ξεδιπλώνοντας μια σπάνια ιδιοπροσωπία ενός ταλέντου που ήρθε για να μείνει, το Γαλάζιος ερωδιός μάς θυμίζει πως η θεραπεία είναι μια διαδρομή που συχνά ξεκινά από την αποδοχή της ανέφικτης επούλωσης.
Το ξέρατε πως τα γαϊδουράγκαθα βγάζουν αγκάθια και όχι φύλλα από ανάγκη, αλλά για να αποθηκεύουν νερό καθώς φυτρώνουν στα πιο άγονα τοπία; Σε μια τέτοια άνυδρη γη, στην αυτόνομη, πολυεθνοτική Σιντζιάνγκ στα σύνορα Κίνας και Καζακστάν –μια περιοχή που μαστίζεται όχι μόνο από ξηρασία, αλλά και από την υπόγεια βία της μισαλλοδοξίας –συναντάμε τον Καζάκο Αρσίν: ένα νεαρό αγόρι που ξέρει τι σημαίνει να μεγαλώνεις σ’ έναν εύθραυστο κόσμο και που ζει σε μια απομονωμένη κοινότητα όπου πιστεύεται ότι οι ψυχές των νεκρών ενδημούν στο γρασίδι. Εσωστρεφής από τη φύση του, ο Αρσίν βρίσκει συντροφιά στον κόσμο των φυτών και θαλπωρή στις αναμνήσεις του οικογενειακού του δέντρου, που μοιάζουν βέβαια να ξεθωριάζουν. Όμως τα αγκάθια που τον κρατούν σε απόσταση από τον έξω κόσμο ανθίζουν όταν γνωρίζει τη Μεϊγιού, ένα κορίτσι κινεζικής καταγωγής, με την οποία θα αναπτύξουν τη δική τους λεπταίσθητη γλώσσα. Μαζί θα εξερευνήσουν τη χαμηλή βλάστηση της επαρχίας, θα φανταστούν τα χωράφια σαν ωκεανούς, θα μάθουν να μιλούν για βοτανικά είδη και οικογένεια για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, και θα ζήσουν τον αποχωρισμό. Κι ενώ στο ανθολόγιο του σκηνοθέτη μοιάζουν να φυλάσσονται πολύτιμες εικόνες του Τέρενς Μάλικ και του Αμπάς Κιαροστάμι, ο ίδιος καλλιεργεί ένα εντελώς ξεχωριστό υβρίδιο μπολιάζοντας τη μυθοπλασία με την αυτοβιογραφία, την παράδοση με τη νεωτερικότητα, την κινεζική ενδοχώρα με την υπόσχεση της θάλασσας σε μια αχανή έκταση, σε ένα απαράμιλλο μεγάλου μήκους ντεμπούτο που ξεφυτρώνει σε μια ρωγμή φαντασίας και πραγματικότητας – ακριβώς όπως συμβαίνει με τα όνειρα.
Μεγάλωσαν μαζί στο χωριό, όμως ο ένας τους ζει πλέον στην πόλη. Όταν αναγκαστεί να επιστρέψει, ο παιδικός τους έρωτας θα αναθερμανθεί. Τι σημαίνει να είσαι queer στην αγροτική Ινδία, όταν δεν υπάρχει ούτε η σχετική λέξη για να περιγράψει την ταυτότητά σου; Τι χρειάζεται να βρεις μέσα σου για να καταφέρεις να αντιπαρέλθεις τις νόρμες που επιβάλλει μια αυστηρά δυαδική κοινωνία και να βιώσεις τη δική σου αλήθεια; Βραβευμένο στο φετινό Φεστιβάλ του Σάντανς, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Ρόαν Παρασουράμ Καναουντέ, ενός ακόμη νέου ταλέντου από την αχανή κινηματογραφική παραγωγή της Ινδίας που αξίζει να προσέξουμε, είναι η πρώτη ταινία στην ινδική γλώσσα Μαράθι που συμμετείχε ποτέ στην ιστορία του αμερικανικού φεστιβάλ. Ένα καλειδοσκοπικό queer διαμάντι, ευαίσθητο και τρυφερό, για την επαναστατικότητα του να είσαι ο εαυτός σου.
Αφού επέζησε από μια σχεδόν θανατηφόρα πτώση στα παγωμένα νερά μιας ελβετικής λίμνης, η Λίνα, μια διακεκριμένη σχεδιάστρια μόδας από το Μπουένος Άιρες, παρασύρεται σε ένα στοιχειωτικό ταξίδι με οδηγό το τραύμα, τη μνήμη και τη μητρότητα. Καθώς αναρρώνει από την πτώση, η αντίληψή της για την πραγματικότητα καταρρέει. Μέσα από ονειρικές εικόνες, η ταινία αποτυπώνει τη ρευστότητα της μνήμης και την εύθραυστη διαδικασία της ίασης. Παράλληλα, αποτελεί μια εξερεύνηση της γυναικείας ταυτότητας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και των αόρατων δυνάμεων, συναισθηματικών, οικογενειακών και ιστορικών, που διαμορφώνουν την πορεία μιας ζωής.
Η έφηβη Μαριάνα ονειρεύεται να γίνει παλαίστρια, όπως οι γονείς της. Ωστόσο, μια παρορμητική απόφαση την ώρα του αγώνα, οι εκκρεμότητες στη σχέση με τον πατέρα της, ο οποίος ακόμα προσπαθεί να διαχειριστεί τον θάνατο της γυναίκας του, καθώς επίσης ένα μονόπλευρο ερωτικό ενδιαφέρον απευθυνόμενο σε έναν φίλο του πατέρα της, θα οριοθετήσουν μια προσωπική παλαίστρα μέσα στην οποία θα κληθεί να παραμείνει όρθια. Η συνδιαλλαγή με τα όνειρα και τις ματαιώσεις που καραδοκούν δίνουν τον τόνο στο φιλμ του Χοσέ Αλαγιόν που διαδραματίζεται στις Κανάριες Νήσους, με φόντο την ισχυρή ακόμα τοπική παράδοση της πάλης που κρατά από πριν οι Ισπανοί εδραιώσουν την κυριαρχία τους στα νησιά. Στο Ο χορός των ζωντανών, η πάλη ανάγεται στο εύρημα που χαρίζει στους ήρωες μια γλώσσα σωματική, έτοιμη να υποκαταστήσει τα λόγια που συχνά στερεύουν. Μέσα από την ιστορία της Μαριάνα καλούμαστε να ζυγίσουμε όχι μόνο την αξία του ευ αγωνίζεσθαι, αλλά και τη σημασία τού να αναγνωρίζεις τον περιορισμό, την αδυναμία, ή και την ήττα, δίχως να επιτρέπεις να ορίσουν αυτά και μόνο την πορεία σου.
Οι αδελφές Άννα και Σάρλοτ πάντα ανταγωνίζονταν για την προσοχή της μητέρας τους. Καθώς οι παλιές πληγές ξανανοίγουν, τις παρασύρουν πίσω στο οικογενειακό τους σπίτι, όπου ξετυλίγουν συναρπαστικά μυστήρια, όπως οι στάχτες που δεν ξέρουν σε ποιον ανήκουν και η αγάπη της μητέρας τους για έναν γάιδαρο. Θα καταφέρουν να συμφιλιωθούν; H Ολλανδή σκηνοθέτρια Ροζάν Πελ δημιουργεί ένα στοιχειωτικό, σκοτεινά χιουμοριστικό πορτρέτο των οικογενειακών δεσμών που πληγώνουν και ενώνουν ταυτόχρονα. Καθώς η Άννα και η Σάρλοτ εξερευνούν θαμμένες αναμνήσεις και αντιμετωπίζουν το αδύνατο έργο της συμφιλίωσης με το παρελθόν, το Περί όνου σκιάς γίνεται, σύμφωνα με τη σκηνοθέτρια, «ένα θρυμματισμένο γυναικείο τρίγωνο υπό κατάρρευση». Μια ωδή στην αδελφική αντιζηλία, τη μητρική αγάπη και την εύθραυστη διαδικασία της συγχώρεσης.
Ο Έμι ζει με τους θετούς γονείς του σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες. Προσπαθεί να βρει μια δουλειά για να βγάλει τα έξοδά του και παράλληλα μπαίνει σε μια διαδικασία αναζήτησης των βιολογικών του γονέων. Σταδιακά, θα βρει εργασία σε κάποιο συνεργείο και θα αρχίσει να συσχετίζεται τόσο με τον ιδιοκτήτη του όσο και με την οικογένειά του. Όλα αυτά όμως δεν έχουν γίνει τυχαία… Βραδυφλεγές, ειλικρινές και άμεσο δράμα το οποίο (βασισμένο σε μια εξαιρετική πρωταγωνιστική ερμηνεία) ισορροπεί ανάμεσα στη ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων και την υποκειμενική τους προσέγγιση, ψηλαφώντας με ευαισθησία έννοιες όπως αυτές της αναζήτησης της ταυτότητας, των ανθρώπινων σχέσεων και του αναφαίρετου δικαιώματος στην αγάπη, τη συμπερίληψη και την ευτυχία.
Η Μπέθανι ταξιδεύει με τον σύντροφό της, τον Ρομπ, από το Λονδίνο στη Βαρσοβία, συναντά τυχαία το παλιό της crush, τη Νελ, και αποφασίζει να τον παρατήσει για να παρτάρει μαζί της όλο το Σαββατοκύριακο. Όμως κάθε φορά που περνούν χρόνο μαζί τα δύο κορίτσια, ένα ηφαίστειο εκρήγνυται –κυριολεκτικά!– κάπου στον πλανήτη, και τώρα είναι η σειρά της Αίτνας. Αυτό είναι το μυστικό πρότζεκτ που γύρισε, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Πιτ Ος (Η πραγματική ομορφιά τού να σε τσιμπάει τσιμπούρι), η σούπερσταρ της ποπ Charli xcx στην πολωνική πρωτεύουσα, ενόσω το άλμπουμ της brat καθόριζε μουσικά και αισθητικά το περσινό καλοκαίρι. Μια μικρή ευρωπαϊκή αστική ιστορία, τυλιγμένη σε μια πανέμορφη μελαγχολία, γεμάτη με cabin bags και Airbnb και πάρτι και νομάδες καλλιτέχνες και έναν γνήσια αστείο αφηγητή. Η Έκρηξη πρακτικά σηματοδοτεί τη μετάβαση της Charli xcx στην υποκριτική, στην οποία μοιάζει να θέλει να επενδύσει, αν αναλογιστούμε ότι σύντομα θα τη δούμε σε επτά ακόμα πολύ διαφορετικές ταινίες (για τα προσεχώς τους την έχουν επιλέξει δημιουργοί όπως ο Γκρεγκ Αράκι και ο Τακάσι Μίικε!). Μια αληθινή λιχουδιά σε compact συσκευασία 71 λεπτών.
Μετά από δεκαέξι χρόνια έγγαμου βίου και δύο παιδιά, ένα ζευγάρι αποφασίζει να ανοίξει τη σχέση του με την ελπίδα να αναζωπυρώσει το πάθος χωρίς να διαλύσει τη ζωή που έχει χτίσει. Το πείραμά τους ξεδιπλώνεται σε έξι κεφάλαια και στη διάρκεια αρκετών μηνών, με το κάθε κεφάλαιο να εξερευνά διαφορετικές συναντήσεις και τις συναισθηματικές συνέπειές τους. Κάτι που ξεκινά από απλή περιέργεια σύντομα αποκαλύπτει την εύθραυστη φύση του δεσμού τους, καθώς συγκρούονται επιθυμίες, ζηλοτυπίες και τρυφερές στιγμές. Γυρισμένη με πολύ μικρό προϋπολογισμό και εμπνευσμένη από το ρεύμα του mumblecore, το χιούμορ του Τζαντ Άπατοου, τα ευρωπαϊκά δράματα της δεκαετίας του 1970 και το παιχνιδιάρικο πνεύμα των καμπαρέ της δεκαετίας του 1920, η ωμή και βαθιά γοητευτική δραματική κωμωδία του Ερίκ Κ. Μπουλιάν (ο οποίος μάλιστα πρωταγωνιστεί στην ταινία), είναι ένα γλυκόπικρο πορτρέτο των σύγχρονων σχέσεων.
Η Τζόια, την οποία υποδύεται αριστοτεχνικά η Βαλέρια Γκολίνο, είναι μια μεσήλικη καθηγήτρια γυμνασίου που δεν έχει γνωρίσει ποτέ την αγάπη, κι εξακολουθεί να ζει με τους ασφυκτικούς γονείς της. Η ζωή της αλλάζει όταν συναντά τον Αλέσιο, έναν μαθητή που χρησιμοποιεί το σώμα του για να βγάλει μερικές εκατοντάδες ευρώ και να βοηθήσει την οικονομικά ευάλωτη μητέρα του. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας εύθραυστος και απαγορευμένος δεσμός, απροσδόκητος, τρυφερός, απαραίτητος και για τους δύο. Όμως, ενώ η Τζόια τού προσφέρει με αφοπλιστική γλυκύτητα, ίσως τη μόνη αληθινή αγάπη που έχει γνωρίσει ποτέ, εκείνος δεν μπορεί να την αποδεχτεί, καταστρέφοντας τη μοναδική σχέση που θα μπορούσε να τον σώσει. Η ταινία Η χαρά (αυτό που σημαίνει το όνομα της πρωταγωνίστριας στα ιταλικά), που έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Giornate degli Autori του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2025, είναι μια τολμηρή παραβολή για την επιθυμία, την ευάλωτη ανθρώπινη φύση και το κόστος της λύτρωσης.
Στο Homo Sapiens, οι Γκαστόν Ντουπράτ και Μαριάνο Κον παραδίδουν μια καυστική κωμωδία που ξεπερνά τα σύνορα της χώρας τους και αγγίζει μια πανανθρώπινη αλήθεια. Με τον Γκιγέρμο Φρανσέγια να ενσαρκώνει δεκαέξι διαφορετικούς χαρακτήρες, η ταινία φέρνει στην οθόνη φιγούρες και προσωπικότητες που όλοι αναγνωρίζουμε: τον υποκριτή που υψώνει λάβαρα κοινωνικής δικαιοσύνης ή ηθικής μόνο για ιδιοτελείς σκοπούς, τον αυτόκλητο ειδικό που μιλάει με σιγουριά για όσα αγνοεί, τον πολίτη που πίσω από λόγια ευγένειας δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί τους πάντες. Η σάτιρά τους, καυστική, αστεία ανίερη, στοχεύει όχι μόνο σε συγκεκριμένες κοινωνικές ή πολιτικές δομές, αλλά στη διαχρονική ανθρώπινη τάση να μετατρέπουμε τα ιδανικά σε εργαλεία προβολής και εξουσίας. Με ευρηματικότητα, ρυθμό και οξύτητα, οι Ντουπράτ και Κον μεταβολίζουν το γέλιο σε σχόλιο για τις αντιφάσεις της εποχής μας και όλα εκείνα που μερικές φορές ακόμη και οι πιο τολμηροί από εμάς αρνούμαστε να παραδεχτούμε και στον ίδιο τον εαυτό μας.
Η Ασουσένα, μια μοναχική γυναίκα περί τα τριάντα, εργάζεται σ’ ένα κατάστημα ρούχων, φροντίζει τον υπερήλικα παππού της και, εσχάτως, κατασκοπεύει τους εφήβους ενός ορφανοτροφείου κοντά στο σπίτι της. Ένας απ’ αυτούς, ο Χούλιο, που πλησιάζει τα δεκαοκτώ και πρόκειται να βγει από το ίδρυμα, τραβάει το ενδιαφέρον της: ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια παράξενη οικειότητα που σύντομα θα λάβει άλλες διαστάσεις, για λόγους που ο Χούλιο αδυνατεί να φανταστεί. Τιμημένoς με το βραβείο σεναρίου στο τμήμα Orizzonti της φετινής Μπιενάλε, ο Κισσός της Εκουαδοριανής Άνα Κριστίνα Μπαραγάν αφηγείται μια σπαρακτική ιστορία, που αξιοποιεί σοφά τις σιωπές, τα νεύματα και τη δύναμη του υπαινιγμού. Καθώς η πλοκή προσεγγίζει βήμα βήμα, τελετουργικά, την κορύφωσή της, η συνταρακτική αποκάλυψη φορτίζει τον θεατή όπως μόνο η υψηλή αφηγηματική τέχνη μπορεί. Αναμφίβολα, μία από τις αρτιότερες λατινοαμερικάνικες ταινίες της χρονιάς.
Η Χάνα (Ολίβια Κόλμαν) μαζί με την έφηβη, μη δυαδική κόρη της τη Φράνσις (Οντ Μέισον-Χάιντ), επισκέπτονται στο Άμστερνταμ τον παππού τους, τον Τζιμ, που αποκαλείται χαϊδευτικά Τζίμπα. Η Φράνσις γοητεύεται αμέσως από την ελευθερία του κόσμου του Τζίμπα και επιθυμεί να μείνει εκεί για έναν χρόνο, κάτι που αναγκάζει τη Χάνα να αμφισβητήσει τις ιδέες της για τη γονεϊκότητα, ενώ ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπη με τις ανεπίλυτες πληγές του παρελθόντος της. Σε σκηνοθεσία της Σόφι Χάιντ, νικήτριας του βραβείου World Cinema Directing Award στο Σάντανς για τo 52 Tuesdays (2014), η ταινία σκιαγραφεί ένα ζωντανό πορτρέτο των διαγενεακών δεσμών στην queer ζωή. Ο Τζίμπα, τον οποίο υποδύεται χαρισματικά ο Τζον Λίθγκοου, είναι ένας ηδονιστής αλλά μεγαλόκαρδος πατριάρχης, που ζει φωναχτά και χωρίς τύψεις στη ζωντανή γκέι κοινότητα του Άμστερνταμ. Με όχημα τη συγκινητική λεπτότητα με την οποία αποδίδει η Ολίβια Κόλμαν την ηρωίδα της και την έντονη ενέργεια του Τζον Λίθγκοου ως Τζίμπα, η Χάιντ δημιουργεί ένα ζεστό, διεισδυτικό δράμα για την ταυτότητα, την παρακαταθήκη και το θάρρος τού να ζεις αυθεντικά.
Στη διάρκεια του ετήσιου φεστιβάλ Semana Grande, μέσα στο εορταστικό κλίμα και στη μαγική ατμόσφαιρα της απόλυτης ανεμελιάς, η εικοσάχρονη Γιόνε θα ερωτευτεί την Όλγκα. Κι ενώ θα βιώνει τη ζαλιστική αίσθηση χαράς και ζωντάνιας που μόνο αυτό το συναίσθημα προσφέρει, θα υποφέρει παράλληλα απ’ την αγωνία ότι μπορεί να χάσει τον πατέρα της, ο οποίος πάσχει από Πάρκινσον. Έχει τη δύναμη ο έρωτας, αυτή η ενστικτώδης επιβεβαίωση της ζωής, που απ’ τη φύση της αντιμάχεται τον θάνατο (σε οποιαδήποτε μορφή του), να διαλύσει τα σκοτάδια της πραγματικότητας; Ή, στο τέλος της γιορτής, θα αποδειχτεί εύθραυστος όσο ένα όμορφο όνειρο; Το τρυφερά μελαγχολικό ντεμπούτο της Σάρα Φαντόβα μάς υπενθυμίζει ότι ανάμεσα σε όσα επιθυμούμε κι όσα είμαστε η ζωή είναι αυτό που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε όσα επιθυμούμε κι όσα αναγκαζόμαστε να παλεύουμε και να υπομένουμε – κι είναι γλυκιά, πικρή, μαγική ή αφόρητα πραγματική. Κι η ενηλικίωση δεν είναι τίποτα περισσότερο, τελικά, απ’ την ικανότητα να το αποδέχεσαι∙ όχι μερικές φορές, αλλά πάντα.
H Κίκα, νεαρή μητέρα και κοινωνική λειτουργός κατ’ επάγγελμα, βλέπει τον έρωτα να της χτυπά ξανά την πόρτα, σύντομα όμως όλα θα ανατραπούν. Όταν ο νέος της σύντροφος πεθάνει ξαφνικά, εκείνη, έγκυος στο παιδί του, θα μείνει χωρίς σπίτι και χωρίς ικανό εισόδημα να στηρίξει τις αυξημένες ανάγκες που έχουν προκύψει. Με βασικό ζητούμενο το να σταθεί στα πόδια της και να βγάλει χρήματα γρήγορα, η λύση που θα βρει είναι μεν ασυνήθιστη, αλλά οπωσδήποτε αποτελεσματική. Και περιλαμβάνει dildo, υπηρεσίες BDSM και βρόμικα εσώρουχα προς πώληση! Στην πρώτη της απόπειρα σε μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, η Αλέξ Πουκίν εναρμονίζει μια αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή με τη sex positive ματιά στη σεξεργασία, δίχως ποτέ να αποσυνδέεται από την πραγματικότητα και τα εμπόδια που ανακύπτουν στην πορεία. Έτσι η Κίκα ανάγεται στην απόλυτη ηρωίδα του καιρού μας, γνήσια εκπρόσωπο μιας γενιάς που, όσο κι αν επιμένουν να τη χαρακτηρίζουν χαμένη, εκείνη πετά την ταμπέλα μακριά, μαζί με όσα στερεότυπα τη συνοδεύουν.
Με φόντο μια Ιαπωνία που αλλάζει ραγδαία, η τελευταία επική ταινία του Σανγκ-ιλ Λι ξεκινά στο Ναγκασάκι το 1964, όταν ο 14χρονος Κικούο, γιος ενός δολοφονημένου αφεντικού της μαφίας Γιακούζα, υιοθετείται από έναν διάσημο ηθοποιό Καμπούκι. Μαζί με τον Σουνσούκε, τον μοναδικό γιο του ηθοποιού, ο Κικούο αφοσιώνεται στην τέχνη αυτή, που έχει ιστορία αιώνων. Από τις αυστηρές προπονήσεις της σχολής μέχρι τη φαντασμαγορία της μεγάλης σκηνής, οι δύο μεγαλώνουν μαζί, δεμένοι με αδελφική αγάπη αλλά χωρισμένοι από τον ανταγωνισμό. Μέσα από δεκαετίες σημαδεμένες από σκάνδαλα, θριάμβους, πίστη και προδοσία, ο ένας από τους δύο θα αναδειχθεί κορυφαίος δάσκαλος του Καμπούκι. Οπτικά πλούσια και συναισθηματικά φορτισμένη, η ταινία συνυφαίνει το προσωπικό πεπρωμένο με την πολιτιστική κληρονομιά. Η ταινία Εθνικός θησαυρός που έκανε πρεμιέρα μέσα στο 2025, έχει ήδη εξελιχθεί σε εισπρακτικό φαινόμενο στην Ιαπωνία και επιλέχθηκε ως η υποψηφιότητα για τα 98α Βραβεία Όσκαρ, εδραιώνοντας τη φήμη του Σανγκ-ιλ Λι ως ενός από τους κορυφαίους σύγχρονους Ιάπωνες δημιουργούς.
Ο Εντ Σάξμπεργκερ, τον οποίο υποδύεται έξοχα ο Γουίλεμ Νταφόε, είναι ένας ξεχασμένος ποιητής που ζει μια απλή ζωή στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας στο ταχυδρομείο. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας νεαρός θαυμαστής, που τον χαιρετίζει ως οραματιστή του οποίου το έργο έχει αδικαιολόγητα αγνοηθεί. Ο Εντ παρασύρεται σε μια ομάδα εικοσάρηδων καλλιτεχνών και διανοουμένων που τον γοητεύουν με τα κομπλιμέντα και την πυρετώδη ενέργειά τους. Μεταξύ τους και η μυστηριώδης Γκλόρια, η αυτοαποκαλούμενη «τραγική ηρωίδα» της παρέας, την οποία υποδύεται η Γκρέτα Λι (Past Lives). Όμως, καθώς ο θαυμασμός μετατρέπεται σε ιδιοτέλεια, ο Εντ αρχίζει να αμφισβητεί την ειλικρίνεια της αφοσίωσής τους και τη δική του ανάγκη για αναγνώριση. Με φόντο τις γειτονιές του Γουέστ Βίλατζ και του Σόχο στο Μανχάταν, αυτή η πνευματώδης ταινία, όπου η σεναριογράφος Σάμι Μπερτς διασκευάζει μια νουβέλα του Άρθουρ Σνίτσλερ, είναι μια μελαγχολική, αλλά καθόλου ρομαντική ματιά, για το κέντρο της Νέας Υόρκης, που δεν είναι πλέον αυτό που υπήρξε κάποτε.
Νεαρή μητέρα επιστρέφει με τις δύο της κόρες στην Ταϊπέι έπειτα από χρόνια στην επαρχία, με σκοπό να ανοίξουν πάγκο στην πολύβουη νυχτερινή αγορά της πόλης. Η προσαρμογή δεν είναι απλή υπόθεση για καμιά τους, ειδικά ενόσω κυνηγούν να βγάλουν τα προς το ζην. Στο κάδρο μπαίνει και η παλιομοδίτισσα γιαγιά, η οποία έχει βαλθεί να κόψει το συνήθειο της αριστερόχειρας εγγονής της να χρησιμοποιεί το «κακό» χέρι. Και κάπως έτσι, τρεις γενιές γυναικών καλούνται να βρουν κοινό τόπο και σημείο ισορροπίας στο νέο περιβάλλον. Στη σκηνοθετική επανεμφάνισή της μετά το καθηλωτικό Take Out που είχαν γυρίσει προ εικοσαετίας παρέα με τον Σον Μπέικερ, η Σι-Τσινγκ Τσου, σταθερή συνεργάτιδα του κορυφαίου Αμερικανού σκηνοθέτη, φτιάχνει ένα αφοπλιστικά γλυκό και συναισθηματικά σαρωτικό φιλμ από την Ταϊβάν για τα νέα ξεκινήματα και τον προσωπικό χώρο στη μεγάλη πόλη, με τον θριαμβευτή των Όσκαρ με το Anora να συνδράμει αποφασιστικά ως μοντέρ, συμπαραγωγός και συν-σεναριογράφος. Μέχρι να εμφανιστεί η ταινία Το αριστερό μου χέρι, δεν είχε υπάρξει ανάλογο φιλμ που να συνομιλεί καλύτερα με το μοναδικό The Florida Project, και με αυτό για παράσημο, το αντάξιο φιλμ της Τσου έχει τα φόντα να βρεθεί από την Εβδομάδα Κριτικής των Καννών στα επόμενα Όσκαρ.
Η 23χρονη Σάιρα, η αγχώδης, εσωστρεφής και βαθιά ανασφαλής μοναχοκόρη των επιβλητικών βασιλισσών της Κλιτόπολις, μιας queer ουτοπίας, καταρρακώνεται όταν η εκρηκτική σύντροφός της, η κυνηγός κεφαλών Κίκι, τη χωρίζει μετά από μόλις δύο εβδομάδες σχέσης, αποκαλώντας την απλώς βαρετή. Η απαγωγή της Κίκι από μια συμμορία incel εξωγήινων, τους Straight White Maliens, αναγκάζει τη Σάιρα να εγκαταλείψει τον ασφαλή μικρόκοσμό της και να βρεθεί στο ιλιγγιώδες χάος ενός γαλαξία λουσμένου με φώτα από νέον όπου όλα εντείνονται: τα χρώματα, οι κίνδυνοι, τα συναισθήματα. Με μόνο 24 ώρες στη διάθεσή της, η Σάιρα καλείται να αναμετρηθεί με τους πιο σκοτεινούς της φόβους: το μενού δεν έχει μόνο διαγαλαξιακές μάχες και αποκρουστικά εξωγήινα τέρατα, αλλά και την παραλυτική αμφιβολία για την εαυτή της, την εύθραυστη αίσθηση ταυτότητας και τη βασανιστική πεποίθηση ότι δεν είναι αρκετά καλή. Για να σώσει την Κίκι, θα πρέπει να ανακαλύψει τη δύναμή της, να εμπιστευτεί το ένστικτό της και να αναδειχθεί ως η ηρωίδα της δικής της ιστορίας. Μια ξέφρενη, πολύχρωμη διαστημική οδύσσεια γεμάτη λάμψη, λέιζερ και παλμό, η ταινία μάς προσφέρει μια απολαυστικά campy ιστορία ενηλικίωσης, τόσο τρυφερή όσο και πληθωρική. Αυτό το τολμηρά αστείο, εικαστικά συναρπαστικό και έντονα οικείο ντεμπούτο αποθεώνει την queer ταυτότητα, τη συναισθηματική ανθεκτικότητα και την αποδοχή. Ένα σουρεαλιστικό animation που συνδυάζει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, μιούζικαλ και κωμωδίας και μας θυμίζει ότι η αγάπη προς τ@ εαυτ@ είναι η πιο ριζοσπαστική περιπέτεια από όλες.
«Sixteen, clumsy and shy» – οι στίχοι των Smiths ταιριάζουν γάντι στη Λουτσία, την ηρωίδα των Μικρών ταραχοποιών, του εντυπωσιακού ντεμπούτου της Σλοβένας Ούρσκα Ντζούκιτς: στο άνθος της εφηβείας της, η εσωστρεφής Λουτσία γίνεται δεκτή στη χορωδία του εκκλησιαστικού λυκείου όπου φοιτά, κι εκεί θα γνωρίσει την Άνα-Μαρία, που ως προσωπικότητα βρίσκεται στους αντίποδές της. Ανάμεσα σε πρόβες, πειραματισμούς και ενοχές, η Λουτσία θα έρθει σε επαφή με τη σεξουαλικότητά της και τελικά με τον ίδιο της τον εαυτό, αφήνοντας πίσω της την παρατεταμένη παιδική ηλικία. Εξίσου υπαινικτική και αισθησιακή, χαμηλότονα γειωμένη στην πραγματικότητα και ονειρική, ρεαλιστική, αλλά και με μια ευφάνταστη, ποιητική αισθητική, η ταινία της Ντζούκιτς εντυπώνεται στη μνήμη χάρη στα λεπτά ημιτόνια των αισθημάτων της, τα όλο δίψα για ζωή πρόσωπα των νεαρών πρωταγωνιστριών, αλλά και για την τρυφερή, χειραφετητική κορύφωσή της. Οι Μικρές ταραχοποιοί, που τιμήθηκαν με το βραβείο της FIPRESCI στο Βερολίνο και με το βραβείο Διεύθυνσης Φωτογραφίας στην Tribeca, είναι ένα από τα αρτιότερα ντεμπούτα της χρονιάς.
Αφού έζησαν σε ένα προσφυγικό στρατόπεδο των Ροχίνγκια στο Μπαγκλαντές, ο τετράχρονος Σάφι και η εννιάχρονη αδελφή του, η Σόμιρα, ξεκινούν ένα επικίνδυνο ταξίδι προς τη Μαλαισία με μια ομάδα συμπατριωτών τους Ροχίνγκια, με την ελπίδα να ξαναενωθούν με τη διασκορπισμένη οικογένειά τους. Περνούν ατελείωτες μέρες σε ένα υπερπλήρες σκάφος λαθρεμπόρων, μέχρι που ένα ατύχημα στη θάλασσα τους αφήνει μόνους και χαμένους στην Ταϊλάνδη. Ωστόσο, η καλοσύνη των Ροχίνγκια που συναντούν στον δρόμο τους και το αδάμαστο πνεύμα τους, τους δίνουν ελπίδα ότι τελικά θα βρουν ένα μέρος που θα είναι σαν το σπίτι τους. Σε σκηνοθεσία του Ιάπωνα Άκιο Φουτζιμότο, η Χαμένη χώρα, με ήρεμη επιτακτικότητα και ανθρωπιστική ματιά, ακολουθεί το επικίνδυνο ταξίδι των παιδιών, αποκαλύπτοντας παράλληλα την αλληλεγγύη των Ροχίνγκια. Με άξονα το θάρρος και την αθωότητα των αδελφών, η ταινία είναι ένα συγκινητικό πορτρέτο επιβίωσης και ελπίδας.
Ο Ρίκο πρόκειται να γίνει πατέρας. Υπάρχουν όμως μερικά προβλήματα. Είναι μόλις 19 χρονών, δομινικανικής καταγωγής, και η μικρή οικογενειακή του εστία στο Μπρονξ δεν χωράει τη μάνα του, την αδερφή του και το χάος που κυοφορεί μια τέτοια αλλαγή ζωής. Επίσης, δεν έχει δουλειά – δεν βγάζει παρά ένα χαρτζιλίκι πουλώντας χειροποίητα κοκτέιλ στον δρόμο. Όσο για την Ντέστινι, το κορίτσι που άφησε έγκυο, αυτή δεν τον ενδιαφέρει τόσο όσο τα υπόλοιπα κορίτσια που κυνηγάει στις νεοϋορκέζικες πλαζ. Η αεικίνητη πόλη που δεν κοιμάται ποτέ δεν μπορεί να τον περιμένει για τίποτα. Ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης επιστρέφει στη γειτονιά του, κάνει κάστινγκ σε περαστικούς επιστρατεύοντάς τους σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, καδράρει το αγγελικό και μαύρο φως της Νέας Υόρκης με έκκεντρη τρυφερότητα και παραδίδει ένα ανάλαφρο θρίλερ (ή, αν θέλετε, μια τραγική κωμωδία), με σασπένς καμωμένο από τα πιο ταπεινά υλικά: αυτά που χαρίζει απρόσκοπτα η ανάγκη για επιβίωση στην πιο πολυφωτογραφημένη μητρόπολη του κόσμου, που εδώ μοιάζει απρόσμενα να κινηματογραφείται για πρώτη και μοναδική φορά.
Ο 76χρονος σήμερα Βιθέντε ζει εδώ και 25 χρόνια τη ζωή που πάντα ήθελε στον LGBTQ+ παράδεισο της Μασπαλόμας (Γκραν Κανάρια), από τη στιγμή που στα 50 του αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία του και άφησε τη γυναίκα και την κόρη του. Όλα αλλάζουν όμως, όταν ένα εγκεφαλικό τον αφήνει σε κώμα. Όταν ξυπνά, ανακαλύπτει ότι έχει μεταφερθεί πίσω στην Ντονόστια (Σαν Σεμπαστιάν), όπου η κόρη του τον έχει βάλει σε ένα γηροκομείο. Επιλέγοντας τη σιωπή, ο Βιθέντε αποφασίζει να μην αποκαλύψει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στο νέο αυτό περιβάλλον. Σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσει, επιστρέφει στο σημείο από όπου ξεκίνησε, αποκηρύσσοντας όλα όσα κάποτε πάλεψε να κερδίσει. Το γηροκομείο γίνεται μια σιωπηλή μεταφορά για το ίδιο το σύστημα – έναν κόσμο που εξαλείφει την ατομικότητα για χάρη της τάξης και της άνεσης. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ανακτήσει τη σεξουαλική του ταυτότητα σε ένα μέρος όπου πρέπει πρώτα να ανακτήσει την ίδια την ταυτότητά του;
Το καλοκαίρι του 1997 σημαδεύτηκε από τον θάνατο του Τζιάνι Βερσάτσε και της πριγκίπισ- σας Νταϊάνα. Όμως για την οχτάχρονη Λίντα, κόρη –και συχνά «μαμά»– της νεαρής Έβα, είναι το καλοκαίρι που οι δυο τους αποφασίζουν να αποδράσουν από την επιβλητική ελβετική έπαυλη της καταπιεστικής γιαγιάς τους και να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέχρι τη Φεράρα. Εκεί, η τυχαία γνωριμία της Λίντα με τις συνομήλικές της αδερφές Ατσούρα και Μάρτα θα αποβεί καθοριστική για την αναπόφευκτη απώλεια της παιδικής τους αθωότητας. Η ελευθερία, η φιλία, το σεξ, η σεξουαλικότητα, η έκφραση φύλου, οι ουσίες, η μητρότητα, οι καθημερινές προκλήσεις της θηλυκής ταυτότητας, έννοιες και πραγματικότητες ιδωμένες μέσα από τα μάτια των τριών κοριτσιών, χωράνε εντυπωσιακά στο πολύχρωμο κάδρο των δύο σκηνοθετριών, όσο η ’90s nostalgia, οι τρεις ταλαντούχες ανήλικες πρωταγωνίστριες και οι προσεκτικά τοποθετημένες πινελιές μαγικού ρεαλισμού συνθέτουν μια παράξενη, ολόφρεσκη ταινία, συναρπαστική από το πρώτο λεπτό μέχρι τους τίτλους τέλους, υπό τους ήχους του απόλυτα ταιριαστού ‘90s mega hit «Children» του (Ιταλού) Ρόμπερτ Μάιλς.
Καλκούτα, 1948. Η Τερέζα, η ηγουμένη του μοναστηριού των Αδελφών του Λορέτο, περιμένει με αγωνία το γράμμα που θα της δώσει την ελευθερία να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να ακολουθήσει το θείο κάλεσμα για τη δημιουργία ενός νέου τάγματος. Ωστόσο, στο κατώφλι αυτής της ιστορικής νέας αρχής, αντιμετωπίζει ένα βαθύ δίλημμα, που την αναγκάζει να αμφισβητήσει τις φιλοδοξίες, τις πεποιθήσεις και την πίστη της. Η σκηνοθέτρια Τεόνα Στρούγκαρ Μίτεβσκα πέρασε πάνω από δεκαπέντε χρόνια ερευνώντας τα πρώτα χρόνια της Μητέρας Τερέζας, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των πρώτων αδελφών του τάγματος, αποσπάσματα από τις οποίες μεταγράφηκαν απευθείας στους διαλόγους της ταινίας. Το Μητέρα εξερευνά τον εσωτερικό κόσμο της νεαρής Τερέζας στη διάρκεια μιας εβδομάδας της ζωής της, αγγίζοντας ζητήματα εξουσίας, φιλοδοξίας και έμφυλων ρόλων. Η Σουηδή ηθοποιός Νούμι Ραπάς ενσαρκώνει με ένταση το πνευματικό πάθος της Μητέρας Τερέζας, σε μια ταινία που αποφεύγει την αγιογραφία και επανεξετάζει με τόλμη μία από τις πιο εμβληματικές και πολύπλοκες προσωπικότητες του 20ού αιώνα.
Ο εικοσάχρονος Βενένο, παρίας και πλάνης, έχει για σπίτι του τους αυτοκινητόδρομους του Μεξικού, πλαγιάζει με οδηγούς και πουλά ναρκωτικά. Όταν γνωρίζεται με τον Μουνιέκο, έναν λιγομίλητο μεσήλικα φορτηγατζή, οι δυο τους θα συνθέσουν ένα φαινομενικά αταίριαστο δίδυμο, που αρχικά το συνδέει η εμπορία ουσιών, όμως σταδιακά το ενώνει ο έρωτας και, κυρίως, μια κοινή αίσθηση ανεστιότητας και μοναξιάς. Μεταξύ ταινίας δρόμου, γουέστερν και ευφυούς υπονόμευσης των στερεοτύπων ενός κατεξοχήν macho σύμπαντος, αυτού των φορτηγατζήδων, το Στον δρόμο, παρότι αφηγείται μια τραχιά, βίαιη ιστορία, δεν εστιάζει στη σκληρότητα: στην καρδιά της ταινίας, που εκδιπλώνεται με εντυπωσιακή οικονομία και λιτότητα, φωλιάζει η βαθιά δίψα δύο ανθρώπων –του καθενός μας, στην πραγματικότητα– για τρυφερότητα και άγγιγμα – τελικά για ένα σπίτι, για άσυλο. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα «Ορίζοντες» και Queer Λέοντας στη φετινή Βενετία, το Στον δρόμο του Νταβίντ Πάμπλος, ενός από τους σημαντικότερους Μεξικανούς σκηνοθέτες της εποχής μας, συγκινεί αβίαστα με τον πιο απροσδόκητο τρόπο.
Πριν από (αυτόν) τον πόλεμο, πριν τον τρόμο, την πείνα, τη βία, πώς έμοιαζε η πραγματική ζωή στην παλαιστινιακή γη; Κανείς δεν την αποτυπώνει πιο εύγλωττα και κινηματογραφικά από τους αδελφούς Άραμπ και Ταρζάν Νάσερ που, μετά το Dégradé και το Γάζα, αγάπη μου, συνεχίζουν το κοινωνικό χρονικό της Γάζας και κερδίζουν το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών. Στη Γάζα του 2007, ο νεαρός Γιάγια δουλεύει στο μαγαζί του Οζάμα, που πουλάει φαλάφελ αλλά και παράνομα παυσίπονα, εμπόριο που θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Ο Γιάγια θα ορκιστεί εκδίκηση αλλά όταν γνωρίσει τον «στόχο» του, θ’ αλλάξει τόσο η γνώμη του γι’ αυτόν, όσο και για την ίδια του τη μοίρα. Η δράση κι η ένταση συναντούν τη λαϊκή κωμωδία σ’ ένα φιλμ με ήρωες υπό πρωτοφανή πίεση, έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Δύο αδερφές αποξενωμένες εδώ και χρόνια ξανασυναντιούνται. Η Ζαν μαθαίνει να ζει μόνη μετά το τέλος μιας μακροχρόνιας σχέσης. Η Σουζάν εμφανίζεται απρόσμενα στο σπίτι της. Την επόμενη μέρα θα εξαφανιστεί, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα και τα δύο παιδιά της πίσω. Ο κόσμος της Ζαν θα αλλάξει εν μία νυκτί, ενώ το καλοκαίρι θα δώσει τη θέση του σταδιακά στο φθινόπωρο. Οι πάντα εύθραυστες οικογενειακές ισορροπίες, η μητρότητα και το τίμημα των επιλογών μας είναι μερικές από τις θεματικές που απασχολούν τον τρυφερό φακό του μόλις 25χρονου Νατάν Αμπροζιονί, στην τρίτη μεγάλου μήκους δημιουργία του, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό του Κάρλοβι Βάρι. Αυτή είναι μία από τις πιο αναμενόμενες, σύμφωνα με τη Vogue, γαλλικές ταινίες της χρονιάς: μια ιστορία που συγκινεί αθόρυβα και μένει στη μνήμη για καιρό, αλλά και ακόμα ένας απόλυτα ταιριαστός ρόλος για την Καμίγ Κοτέν, ο οποίος αναδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1974 η συγγραφέας Λίντα Ρόζενκραντς (Ρεμπέκα Χολ) κάθεται με τον φίλο της, τον φωτογράφο Πίτερ Χούτζαρ (Μπεν Γουίσο), σε ένα ήσυχο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης. Του ζητά να της διηγηθεί με λεπτομέρειες τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας. Το αποτέλεσμα είναι ένα ειλικρινές, θραυσματικό πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, ταυτόχρονα συνηθισμένο και συναρπαστικό, δοσμένο με οξυδέρκεια, εναργή ερωτισμό και οδυνηρή ευαισθησία. Στον κόσμο που εκτείνεται πέρα από τους τοίχους του σπιτιού, ακούγεται η βοή της καλλιτεχνικά ανήσυχης Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1970: μια φωτογράφηση με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, ένα τηλεφώνημα με τη Σούζαν Σόνταγκ, φευγαλέες πινελιές και ανολοκλήρωτες χειρονομίες. Η Ρόζενκραντς σχεδίαζε αρχικά να γράψει ένα βιβλίο βασισμένο στις ηχογραφήσεις των συζητήσεών της με καλλιτέχνες, οι οποίες επανεμφανίστηκαν το 2019, δεκαετίες μετά την απώλειά τους. Ο σκηνοθέτης Άιρα Σακς μεταμορφώνει αυτά τα λόγια στο συλλογικό πορτρέτο μιας πόλης και μιας εποχής, μια κινηματογραφική ερωτική επιστολή για την αίσθηση της πραγματικής ορατότητας.
Η Αντέλ Εξαρχόπουλος μεταμορφώνεται σε ξιπασμένη ζάπλουτη ινφλουένσερ, μια γυναίκα που εκμεταλλεύεται μια γενετική μετάλλαξη που την καθιστά απρόσβλητη στον πόνο, για να κερδίσει φήμη και χρήματα επιβιώνοντας θεαματικά από κάθε είδος εσκεμμένης και εξωφρενικής αυτοκακοποίησης. Ένα δυστύχημα στο οποίο θα εμπλακεί, ωστόσο, τη φέρνει σε δύσκολη θέση, αφού μια δημοσιογράφος θα την απειλήσει με φυλάκιση αν αρνηθεί να της παραχωρήσει αποκλειστική συνέντευξη. Στη νέα ταινία ενός ακούραστου υπηρέτη της σκεπτόμενης κωμωδίας, του Κεντέν Ντιπιέ (Απίστευτο κι όμως αληθινό, Σαγόνια), η Εξαρχόπουλος, σαν άλλη ηρωίδα του Σιάμαλαν μεταμορφώνεται σε Άφθαρτη, που μπορεί μεν σωματικά να μη σπάει με τίποτα, αποδεικνύεται ωστόσο εξίσου ευάλωτη με κάθε κοινό θνητό αφ’ ης στιγμής οι όροι της έκθεσης στη δημόσια σφαίρα γίνονται αφόρητοι. Πίσω από το παραπλανητικά ελαφρύ μαύρο χιούμορ και τις αιματηρές στροφές που επιφυλάσσει, το Πιάνο εξ ουρανού δεν χάνει ευκαιρία να σχολιάσει σκωπτικά το μανιώδες κυνήγι του virality, τον εκμηδενισμό του προσωπικού χώρου και την απόλυτη απονεύρωση της κοινωνίας μπροστά στο θέαμα, στα χρόνια της παντοδυναμίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στην προαστιακή Νέα Υόρκη των 90s ο νεαρός Λούκας συμμετέχει ως μυστικός αστυνομικός σε επιχειρήσεις σε δημόσιες τουαλέτες, βοηθώντας ως «δόλωμα» στη σύλληψη ομοφυλόφιλων ανδρών. Το επαγγελματικό του καθήκον και η δική του καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία συγκρούονται ανεπανόρθωτα όταν σε μία από αυτές τις επιχειρήσεις γνωρίζει τον μυστηριώδη Άντριου. Με αφορμή τη σύμφυτη με την queer ιστορία πρακτική του cottaging, το εντυπωσιακό, τρυφερό και σε σημεία οδυνηρό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κάρμεν Έμι είναι μια εύστοχη, εμπνευσμένη από αληθινές καταγραφές, εξερεύνηση της τοξικής αρρενωπότητας στους κύκλους της αστυνομίας, του τραύματος της καταπιεσμένης ταυτότητας, του φόβου του outing, των τύψεων και του στίγματος που χαρακτήρισαν ολόκληρες γενιές γκέι ανδρών. Οι Ράσελ Τόβι και Τομ Μπλάιθ μαγνητίζουν καθώς ηγούνται του τιμημένου με ειδικό βραβείο καστ στο φετινό Φεστιβάλ του Σάντανς, το μη γραμμικό μοντάζ εντείνει την κορύφωση του δράματος, ενώ οι εμβόλιμες σφήνες VHS υλικού συμβάλλουν στην ανασύσταση μιας εποχής γοητευτικής, αλλά αδιαμφισβήτητα σκληρής και ασφυκτικής για τη ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα.
Υπάρχει άραγε μεγαλύτερο μυστήριο από τις ζωές των άλλων; Για τη Λίλιαν, Αμερικανίδα ψυχίατρο που ζει στο Παρίσι και έχει μάθει να βγάζει τα προς το ζην ιχνηλατώντας (και διαγιγνώσκοντας κλινικά) τις πιο μύχιες πτυχώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, ένα συγκλονιστικό αίνιγμα εμφανίζεται στον δρόμο της όταν μία από τις ασθενείς της βρίσκεται νεκρή. Τα στοιχεία δείχνουν πως πρόκειται για αυτοκτονία· μήπως όμως μια διαφορετική μεθοδολογία που αμφισβητεί το ρητό «τα εν οίκω μη εν δήμω» και οδηγεί σε αλλιώτικα συμπεράσματα; Και μήπως τα ηχητικά αρχεία στα οποία καταγράφει η Λίλιαν τις συνεδρίες της περιέχουν μηνύματα που χρήζουν μιας άλλης αποκρυπτογράφησης; Προσκαλώντας την πάντα εξαίσια Τζόντι Φόστερ να δώσει μια ερμηνεία στη δεύτερη γλώσσα της (η χαρισματική ηθοποιός φοίτησε σε γαλλικό σχολείο ενώ ντουμπλάρει η ίδια τις ταινίες της στα γαλλικά όταν παραστεί ανάγκη) και την εμπροσθοφυλακή του παλιού και νέου γαλλικού σινεμά (Ντανιέλ Οτέιγ, Βιρζινί Εφιρά, Ματιέ Αμαλρίκ) να την πλαισιώσει αρμονικά, η Ρεμπέκα Ζλοτοφσκί ξεκλειδώνει το υποσυνείδητό μας σαν στο ντιβάνι ενός υπνωτιστή. Προσέξτε τον εμβληματικό ντοκιμαντερίστα παρατήρησης Φρέντρικ Γουάιζμαν σε έναν ρόλο-έκπληξη, στην πρώτη του εμφάνιση μπροστά από τον φακό.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του περουβιανού Αμαζονίου. Η Μεσία, μια νεαρή γυναίκα, ανακαλύπτει τον Ιβάν, ένα αγόρι που αγνοείται εδώ και δύο χρόνια. Τον μεταφέρει στην πόλη για επείγουσα χειρουργική επέμβαση στα μάτια, αλλά αυτό που ξεκινά ως πράξη συμπόνιας εξελίσσεται σε μια πολύπλοκη σχέση που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, ευαισθησία και ανείπωτες πληγές. Καθώς ο Ιβάν αγωνίζεται να αντιμετωπίσει το τραύμα του και τα εφιαλτικά όνειρα που τον στοιχειώνουν, η Μεσία παλεύει με τις δικές της φιλοδοξίες και τις ψευδαισθήσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Ο σκηνοθέτης Χουάν Ντανιέλ Φερνάντες Μολέρο, γνωστός για τον συνδυασμό της προσωπικής αφήγησης με την πολιτική και ψυχολογική βυθομέτρηση, δημιουργεί ένα ονειρικό αλλά και ωμό πορτρέτο της επιβίωσης και του πόθου. Το Punku διανύει την απόσταση μεταξύ ίασης και εκμετάλλευσης, ελπίδας και ψευδαίσθησης, με φόντο μια κοινωνία που διαπραγματεύεται τη νεωτερικότητα και την παράδοση.
Ένας νεαρός γκέι άνδρας, ανώνυμος μες στην πολυάνθρωπη ερημιά του Χονγκ Κονγκ, συναντά μέσω διαδικτυακών εφαρμογών άλλους άνδρες για περιστασιακές, δίχως συνέχεια ερωτικές συνευρέσεις. Μόνο που, μετά από κάθε συνεύρεση, πηγαίνοντας στην επόμενη υιοθετεί την ταυτότητα του προηγούμενου εραστή του. Από βραδιά σε βραδιά κι από σώμα σε σώμα, η ταινία φιλοτεχνεί –χαμηλότονα, μελαγχολικά, μέσα από την απέραντη απόσταση παρά την εγγύτητα των σωμάτων– το πορτρέτο ενός μοναχικού άνδρα και ταυτόχρονα το συλλογικό πορτρέτο μιας χώρας και μιας εποχής: επεισοδική στην πλοκή της (όμοια με τη θραυσματική, αποσπασματική ζωή του ήρωα), με γλαφυρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, αποτελούμενη από πνευματώδεις διαλόγους μεταξύ των εραστών αλλά κι από σεκάνς εμποτισμένες με τη σιωπή της αστικής μοναξιάς, η ταινία σχολιάζει με ωριμότητα την αδυναμία επαφής στην εποχή του ψηφιακού κοσμοπολιτισμού, το πένθος της απώλειας της προσωπικής ταυτότητας –αλλά και την επιθυμία απώλειάς της– και την ανάγκη επανεπινόησης του εαυτού. Ανεξάρτητο και τολμηρό στο πνεύμα και στη φόρμα, το Queerpanorama προσφέρει ό,τι υπόσχεται ο τίτλος του: ένα πανόραμα της ερωτικής συνθήκης στο εδώ και τώρα.
Μια ομάδα εξόριστων απ’ τη μικροαστική έννοια της «κανονικότητας» συγκεντρώνεται στη «Βαβέλ», ένα θρυλικό μπαρ όπου δοξολογείται η παρακμή σε όλο της το μεγαλείο, και, παράλληλα, ένα ιδιότυπο καθαρτήριο: εκεί ο Θάνατος παρουσιάζεται με ανθρώπινη –και εντελώς αναπάντεχη– μορφή κι η εξουσία του είναι απόλυτη. Σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο, οι ψυχές παίζουν παιχνίδια με τον θάνατο, διεκδικώντας χρόνια απ’ τη ζωή τους ή τη ζωή αγαπημένων τους προσώπων, επιχειρώντας να ξεγελάσουν τη μοίρα. Εμπνευσμένο απ’ τη Θεία Κωμωδία queer μανιφέστο απελευθέρωσης, περήφανα φαντεζί, στιλιστικά φλογερό, ατρόμητα παθιασμένο, πολύχρωμο, γενναία αντισυμβατικό. Ο ορισμός του σινεμά που αποκτά καλτ διαστάσεις και φανατικό κοινό, το Βρέχει πάνω απ’ τη Βαβέλ διαβάζει τον Δάντη και τους δυτικούς μύθους που αφορούν τη ζωή και τον θάνατο μ’ έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, δεν φείδεται ποτέ εικαστικής ευρηματικότητας και επιμένει στη στενή σύνδεση απόλαυσης και κινδύνου, μετατρεπόμενο –μέσα απ’ όλες τις συναρπαστικές διαστάσεις του– σε μια διακήρυξη ελευθερίας: υπαρξιακή, σεξουαλική, καλλιτεχνική, κινηματογραφική.
Ντεμπούτο της Βελγίδας σκηνοθέτριας Λένι Χάουχε, τα Αληθινά πρόσωπα αφηγούνται την ιστορία της Ζουλιά, μιας νεαρής φωτογράφου που καταφτάνει στις Βρυξέλλες φιλοδοξώντας να ζήσει τη ζωή της μεγαλούπολης. Η Ζουλιά πιάνει δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία, βρίσκει ως συγκάτοικο έναν υποψήφιο διδάκτορα με ειδικότητα στις λειχήνες και πασχίζει να πείσει τον εαυτό της ότι ανήκει στον πολύβουο κόσμο της τέχνης, μέσα της όμως κάτι βαραίνει – μια μοναξιά, κάτι το ανοίκειο, το μη κατατάξιμο. Κατά την προετοιμασία ενός διαφημιστικού σποτ, ο διχασμός της θα έρθει στην επιφάνεια, αφήνοντάς τη μετέωρη και μόνη. Τα Αληθινά πρόσωπα, χαμηλότονα, βραδύκαυστα και υπαινικτικά, είναι ό,τι ακριβώς υπόσχεται ο τίτλος: μια απόπειρα να ψηλαφηθεί το αληθινό αίσθημα αληθινών ανθρώπων, με φόντο την πολυπολιτισμική, βροχερή, απρόσωπη ζωή των Βρυξελλών. Συγκινητική και συγκινημένη, γνήσια στο αίσθημά της, με κόκκο στην εικόνα και στην τραχιά μοναξιά των ηρώων (αλλά και στο ανεκπλήρωτο του έρωτα), η ταινία διασώζει μια αληθινή φέτα ζωής στη Δυτική Ευρώπη τού σήμερα.
Το καλοκαίρι του 1987, στα προάστια του Τόκιο, η 11χρονη Φούκι Οκίτα ζει ελπίζοντας, μέσα στη θλίψη της. Ο πατέρας της, Κέιτζι, παλεύει με καρκίνο σε τελικό στάδιο και μπαινοβγαίνει συχνά στα νοσοκομεία. Η μητέρα της, Ουτάκο, εργάζεται ολημερίς, εξαντλημένη τόσο από τη δουλειά, όσο και από το συναισθηματικό βάρος της φροντίδας του. Αφημένη σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της, η Φούκι στρέφεται στον εαυτό της, γοητεύεται από την τηλεπάθεια και άλλες μυστικιστικές διεξόδους, χρησιμοποιώντας τη ζωηρή φαντασία της για να κατανοήσει την απώλεια. Γραμμένο και σκηνοθετημένο από την Τσίε Χαγιακάουα, το Ρενουάρ είναι ένα δράμα ενηλικίωσης βαθιά ριζωμένο στη δική της εμπειρία από την ανίατη ασθένεια του πατέρα της. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό του 78ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Με τη φυσική, αφοπλιστικά ειλικρινή ερμηνεία της Γιούι Σουζούκι στον ρόλο της Φούκι, η ταινία γίνεται μια ελεγειακή στοχαστική αναφορά στην παιδική ηλικία, τη θνητότητα και τον εύθραυστο δεσμό μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Σε ένα παρηκμασμένο ψαροχώρι της Κορνουάλης κανείς δεν ελπίζει σε τίποτα, ώσπου ένα πρωί ένα πλοίο εμφανίζεται στο παλιό λιμάνι. Το Ρόδον της Νεβάδας, που είχε χαθεί στη θάλασσα με όλο το πλήρωμά του τρεις δεκαετίες νωρίτερα, επέστρεψε μυστηριωδώς. Για τους λίγους που το θυμούνται ακόμα, πρόκειται για έναν καθαρό οιωνό: το πλοίο πρέπει να σαλπάρει ξανά για να σπάσει η κατάρα του χωριού. Ο Νικ (Τζορτζ Μακέι), που αγωνίζεται να συντηρήσει την οικογένειά του, προσλαμβάνεται ως μέλος του πληρώματος, μαζί με τον ανήσυχο νεοφερμένο Λίαμ (Κάλουμ Τέρνερ), που θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν του. Το πολλά υποσχόμενο ταξίδι ξεκινά, αλλά όταν επιστρέφουν στην ακτή ο χρόνος έχει μεταμορφωθεί και οι χωρικοί τους υποδέχονται ως φαντάσματα από μια άλλη εποχή. Ο σκηνοθέτης Μαρκ Τζένκιν δημιουργεί μια στοιχειωτική παραβολή, εμποτισμένη με μύθους, δεισιδαιμονίες και την ακατέργαστη αισθητική του φιλμ 16 mm, σε μια ιστορία που αιωρείται μεταξύ των ζωντανών και των χαμένων, του παρόντος και του αιώνιου.
Στη δύση πια της επαγγελματικής του ζωής, ο Λούσιους Γκανζ –ένας απολαυστικός Γουίλεμ Νταφόε– είναι ο επί τριακονταετία διευθυντής του «Ιντερκοντινένταλ» της Βιέννης. Γερασμένο, απολειφάδι της παλιάς του δόξας αλλά κι ενός ολόκληρου αιώνα, το ξενοδοχείο παραπαίει οικονομικά, ώσπου θα πωληθεί σε έναν νεαρό Αργεντινό νεόπλουτο, που σχεδιάζει να του αλλάξει ριζικά χαρακτήρα. Ό,τι ακολουθεί –ό,τι γλυκόπικρα, (αυτό)σαρκαστικά και με διάχυτη μελαγχολία για όσα παρέρχονται δίχως ελπίδα πια αφηγείται η ταινία– είναι ο ιλαροτραγικός, μάταιος αγώνας ενός ανθρώπου, του Λούσιους, να αντισταθεί στην επέλαση μιας σαρωτικής, άκαρδης εποχής. Με αιχμή την ακαταμάχητη παρουσία του Νταφόε, που διατρέχει τους δαιδαλώδεις και υποφωτισμένους διαδρόμους του «Ιντερκοντινένταλ» σαν ένας σύγχρονος Μπάστερ Κίτον, η νέα ταινία του εικονοκλάστη Γκαστόν Σολνίκι είναι εξίσου ένας αποχαιρετισμός στις αξίες μιας ήδη μακρινής εποχής, ένας φόρος τιμής στην αγαπημένη του Βιέννη, αλλά και μια άκρως ενδιαφέρουσα αισθητική πρόταση που συνδυάζει τη φορμαλιστική τόλμη μ’ ένα ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ όλο σκιές και υποδόρια θλίψη.
Ένα 14χρονο κορίτσι αναγκάζεται να περάσει το καλοκαίρι με τους παππούδες της και, προκειμένου να αποφύγει την πλήξη, αρχίζει να ασχολείται με την ιστιοπλοΐα∙ ένα παιδί-θαύμα, δεξιοτέχνης του βιολιού, πιέζεται απ’ τη μητέρα του να φτάσει όλο και ψηλότερα∙ ένας ψαράς αποκτά εμμονή με το να καταφέρει να πιάσει ένα γιγάντιο ψάρι∙ δύο αδερφές, συνιδιοκτήτριες ενός παντοπωλείου, προσπαθούν να βάλουν σε τάξη τη ζωή τους: το υπέροχο Το φεγγαρόψαρο (και άλλες ιστορίες από τη λίμνη) συνυφαίνει τέσσερις διαφορετικές ιστορίες γύρω από μια λίμνη, συλλαμβάνοντας και αποτυπώνοντας με μοναδικό τρόπο την καλοκαιρινή ραστώνη, την απροσδιόριστη αίσθηση μιας άλλης ροής του χρόνου, το σχεδόν μαγεμένο ξετύλιγμα μιας καθημερινότητας που όσο μοιάζει συνηθισμένη εκ πρώτης όψεως, άλλο τόσο κρύβει εντός της το θαύμα. Η Σιέρα Φάλκονερ, συνδέει στο ντεμπούτο της τους ανθρώπους (και τις επιθυμίες, τις αγωνίες, τα όνειρά τους) με το τοπίο που τους διαμορφώνει, χαρίζοντάς μας μια σπονδυλωτή ταινία ιδιαίτερης εικαστικής ομορφιάς, σπάνιας ευαισθησίας και απέραντης τρυφερότητας. Τέσσερις γλυκόπικρες βινιέτες που μας λένε ότι η μουσική της πραγματικότητας είναι πάντα πολυφωνική.
Η γυμνάστρια Μάρτα και ο σεφ Αντόνιο χωρίζουν μετά από μια σχέση επτά χρόνων – χωρίς σοβαρό λόγο. Τώρα η Μάρτα πρέπει να μάθει να μην της λείπει η κοινή τους ζωή, να μάθει τι ν’ αγαπά στον έξω κόσμο, να μάθει να συνομιλεί με τον Τζίρκο, το χαρτονένιο ομοίωμα ενός σταρ της K-pop που της κάνει παρέα στο άδειο της σπίτι. Ώσπου η Μάρτα θα αναγκαστεί να μάθει κάτι ακόμα σημαντικότερο: αν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα η ζωή. Η πολυβραβευμένη Καταλανή δημιουργός Ιζαμπέλ Κοσέτ μεταφέρεται στη Ρώμη κι αξιοποιεί ένα λεπτοδιαλεγμένο καστ, με επικεφαλής την Άλμπα Ρορβάχερ, σε μια ρομαντική ιστορία αγάπης ενός ζευγαριού αλλά, κυρίως, μιας γυναίκας για τον εαυτό της. Και το κάνει με τον χαρακτηριστικό της τρόπο, μ’ ένα ψηφιδωτό από δράμα, χιούμορ, ανάσες Super-8, τζαζ, ιταλικές γεύσεις, μικρές εκκεντρικότητες και μεγάλες αλήθειες, τιμώντας κάθε στιγμή το φευγαλέο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ουκρανία στο εγγύς μέλλον. Μια χώρα όπου ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά οι πληγές παραμένουν. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ένας σκηνοθέτης τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Βαλεντίν Βασιανόβιτς, είναι άνεργος, αποξενωμένος από τη γυναίκα και την κόρη του, οι οποίες έχουν ξεκινήσει μια νέα ζωή στη Βιέννη, και προσκολλάται στην ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Μπερδεμένος και ανήσυχος, περιπλανιέται εν μέσω μιας εύθραυστης ειρήνης, παγιδευμένος ανάμεσα στις αναμνήσεις, την απογοήτευση και την επίμονη πίστη του στην ανανέωση. Συνδυάζοντας μυθοπλασία και αυτοβιογραφία, ο Βασιανόβιτς δημιουργεί μια ταινία εμπνεόμενη τόσο από τη δική του ζωή, όσο και από τις εμπειρίες των συνομηλίκων του, δημιουργώντας αυτό που ο ίδιος αποκαλεί τη «συλλογική βιογραφία» μιας γενιάς που διαμορφώθηκε από τον πόλεμο. Μαζί με τις προηγούμενες ταινίες του, το Atlantis (2019) και το Reflection (2021), το Προς τη νίκη! ολοκληρώνει μια τριλογία εμπνευσμένη από τον πόλεμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο Platform στο πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.
Βυθισμένη στο πένθος και μετέωρη μετά από μια πρόσφατη τραγωδία, η Υβόννη φεύγει από την πόλη για να βρει καταφύγιο στο σπίτι της φίλης της στην ύπαιθρο, όπου θα συναντήσει τον νέο της κύκλο: τον Ισαάκ, έναν έξυπνο κτηματομεσίτη και τον σύντροφό του, τον Έι Τζει, ο οποίος είναι προσκολλημένος στην ιδέα της ευεξίας. Περιτριγυρισμένη από οργανικά προϊόντα, φυσικά κρασιά, επιτραπέζια παιχνίδια υπό το φως των κεριών και ένα γενικότερο κλίμα συντροφικότητας, η Υβόννη προσπαθεί να αποσυνδεθεί από τη χαοτική αστική ρουτίνα της και να εντρυφήσει στον εκπληκτικό τρόπο ζωής της Καμίλ. Όμως, ένας ψύλλος διαταράσσει αυτή τη βουκολική σκηνή, μετατρέποντας την ατμόσφαιρα της ειδυλλιακής ομορφιάς σε κάτι πολύ πιο παράξενο και σκοτεινό. Αυτή η ταινία, που αναπτύχθηκε συνεργατικά, ασπάζεται το πνεύμα του DIY, συνδυάζοντας τον mumblecore νατουραλισμό με τον queer ερωτισμό, το χιούμορ του παραλόγου, και την υποβόσκουσα αγωνία του είδους του folk horror. Αναπαράγοντας την αίσθηση αναστάτωσης που χαρακτηρίζει τις ταινίες Οι γυναίκες του Στέπφορντ και Το μωρό της Ρόζμαρι μέσα από τον φακό της δεκαετίας του 2020, αξιοποιεί τον ήχο, τη σιωπή και την ατμόσφαιρα για να σκιαγραφήσει τα άγχη μιας γενιάς που αντιμετωπίζει την ενηλικίωση στην εποχή της αποστασιοποίησης, καταλήγοντας σε ένα στοιχειωτικό αντι-θρίλερ: παιχνιδιάρικο, κλειστοφοβικό και βαθιά ηχηρό καθώς υπενθυμίζει ότι όσο προσεκτικά και να επιμεληθούμε τις ζωές μας, η άγρια φύση του κόσμου πάντα θα βρίσκει έναν τρόπο να εισχωρήσει.
Είναι η μέρα της δικαστικής ακρόασης (σε μια κλειστή αίθουσα, μόνο με συνηγόρους) για την κηδεμονία δυο παιδιών, της 17χρονης Λιλά και του 11χρονου Ετιέν. Η μητέρα, η Αλίς, προσπαθεί να συγκρατήσει την οργή της κατά του πατέρα, ενώ βρίσκεται μια ανάσα πριν την κατάρρευση – η κάμερα σχεδόν δεν εγκαταλείπει το πρόσωπό της. Ένα ντεμπούτο με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου, με σκηνοθεσία τόσο ευαίσθητη και αγωνιώδη που δεν έχει καμία ανάγκη τα εξωτερικά πλάνα. Ένα άγριο σασπένς στόρι χωρίς κανένα τρικ, κανένα «εύρημα», μόνο αμείλικτη ειλικρίνεια και μια συγκλονιστική ερμηνεία από τη Μιριέμ Ακεντιού, σταθερή συνεργάτιδα των αδελφών Νταρντέν. Μια ευθεία ματιά στην παιδική κακοποίηση μέσα στην οικογένεια που αναγκάζει το κοινό να πάρει θέση δικαστή, να ταλαντευτεί ανάμεσα στην αντικειμενική και την υποκειμενική αλήθεια, στη φρίκη και την άμυνα, σ’ ένα ψυχολογικό παιχνίδι καθηλωτικό και ανελέητο.
Η 15χρονη Λέα θέλει να χάσει βάρος, γι’ αυτό και θα περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές της σε μια κατασκήνωση υγιεινής διατροφής και άσκησης για εφήβους. Αντί για τα συνομήλικά της παιδιά, θ’ αρχίσει να νιώθει ένα ερωτικό σκίρτημα για τον εκπαιδευτή τους, τον γυμνασμένο, κοινωνικό, ενήλικα Ρουν. Όταν, όμως, ο Ρουν αρχίσει ν’ ανταποδίδει το ενδιαφέρον, η Λέα θα δυσκολευτεί ν’ αξιολογήσει τις προθέσεις του. Μια ταινία που ξετυλίγεται δίπλα στη φύση, κάτω από το ζεστό φως του καλοκαιριού, αυτό που καταπραΰνει αλλά και εκθέτει. Η εφηβική ανασφάλεια, το body shaming, ο ανταγωνισμός, τα όνειρα για το μέλλον, η αγωνία για την προσωπική ταυτότητα, αλλά και η αγωνία της ζυγαριάς συνυφαίνονται σε μια γκρίζα ζώνη – εκεί όπου η αποπλάνηση ανηλίκων θρέφεται από τις απορίες της απειρίας, οι οποίες σε κάνουν να νιώθεις ότι σηκώνεις όλο το βάρος του κόσμου.
Η Γιούλια και ο Τόμπιας φαίνονται το τέλειο ζευγάρι, ωστόσο τα προβλήματα συσσωρεύονται. Η εύθραυστη ισορροπία τους καταρρέει, όταν η κόρη τους Μαριέλ αναπτύσσει ξαφνικά τηλεπαθητικές ικανότητες, που της δίνουν τη δύναμη να βλέπει και να ακούει όλα όσα κάνουν οι γονείς της, μέρα και νύχτα. Αντιμέτωποι με ένα παιδί που δεν μπορεί να εξαπατηθεί, η Γιούλια και ο Τομπίας εμπλέκονται σε μια μάχη αποκαλύψεων. Καθώς τα πιο δυσάρεστα μυστικά τους έρχονται στο φως, εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι χειραγώγησης που οδηγεί σε όλο και πιο αμήχανες και παράλογες καταστάσεις, με απρόσμενες συνέπειες… Ο σκηνοθέτης Φρεντερίκ Χάμπαλεκ διεισδύει με οξυδερκή ματιά στις παραδοξότητες των σύγχρονων σχέσεων, δημιουργώντας ένα πονηρό και σατιρικό πορτρέτο μιας οικογένειας που καταστρέφεται από τα ίδια της τα μυστικά και από την αμείλικτη διαύγεια ενός παιδιού.
Στις ήσυχες, ξάγρυπνες νύχτες του Μινσκ, συναντιούνται δύο άγνωστοι: η Μάσα, μοντέλο από τη Λευκορωσία που ονειρεύεται μια καριέρα στην Κίνα, και ο Μίσα, υπάλληλος νεκροτομείου που φιλοτεχνεί στα κρυφά αμέτρητες ελαιογραφίες με τα πρόσωπα των νεκρών. Η συνάντησή τους πυροδοτεί μια απροσδόκητη σύνδεση μεταξύ δύο ανθρώπων που κινούνται σε αντίθετους κόσμους: ο ένας καθορίζεται από την επιφάνεια και την εμφάνιση, ο άλλος από τη σιωπή και τη θνητότητα. Η οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους αποτελεί ταυτόχρονα καταφύγιο και ένα είδος εξέγερσης. Βασισμένη στις πραγματικές ζωές των πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών της, η ταινία μπλέκει στοιχεία μυθοπλασίας και πραγματικότητας, φέρνοντας στο προσκήνιο τις αντιφατικές όψεις του ανθρώπινου σώματος: την ομορφιά και τη φθορά, την έκθεση και την ντροπή. Με ποιητική εγκράτεια και ωμή συναισθηματική ειλικρίνεια, το σκηνοθετικό δίδυμο των Έλζα Κρέμζερ και Λέβιν Πέτερ φιλοτεχνεί μια εύθραυστη ιστορία αγάπης μεταξύ δύο σύγχρονων περιθωριακών, που ανακαλύπτουν ότι δεν είναι μόνοι.



