Ολη η ροή πληροφοριών για το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ΕΔΩ
Το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου έως την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025 σε φυσικούς χώρους και online.
Στο 66ο ΦΚΘ θα προβληθούν 278 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες στις αίθουσες Ολύμπιον και Παύλος Ζάννας, στις αίθουσες του Λιμανιού, Φρίντα Λιάππα, Τώνια Μαρκετάκη, Τζον Κασσαβέτης και Σταύρος Τορνές, καθώς και στον κινηματογράφο Μακεδονικόν.
Παράλληλα, παρακολουθούμε 86 ταινίες και διαδικτυακά, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του Φεστιβάλ online.filmfestival.gr.
Η παιχνιδιάρικη και ακαταμάχητα κομψή μουσική ταινία μυστηρίου του Φρανσουά Οζόν είναι μια technicolor γιορτή ίντριγκας και femme fatale λάμψης, αλλά και διασκευή του διάσημου θεατρικού έργου του Γάλλου συγγραφέα Ρομπέρ Τομά. Παγιδευμένες λόγω χιονοθύελλας σε μια πολυτελή έπαυλη της δεκαετίας του 1950, οκτώ γυναίκες –τις οποίες υποδύονται ορισμένες από τις μεγαλύτερες σταρ του γαλλικού κινηματογράφου– προσπαθούν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία του μοναδικού άντρα του σπιτιού. Καθεμία τους έχει κίνητρο. Μία είναι η δολοφόνος. Ανάμεσά τους, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ως πανικοβλημένη, μελοδραματική θεία Ογκουστίν, είναι μια αποκάλυψη. Με δραματική ένταση, καυστικό χιούμορ και απίστευτη κωμική αντίληψη, η Ιπέρ προσφέρει μια ανατριχιαστικά τρυφερή ερμηνεία, με κλασική πλέον τη σκηνή όπου ερμηνεύει στο πιάνο το «Message Personnel». Ο Οζόν εστιάζει στο πρόσωπό της με ένα κοντινό πλάνο που αποτυπώνει τη συναισθηματική της φόρτιση, καθώς εκείνη ομολογεί «σ’αγαπώ… ίσως». Το λαμπερό καστ περιλαμβάνει επίσης τις Κατρίν Ντενέβ, Φανί Αρντάν, Εμανουέλ Μπεάρ και Ντανιέλ Νταριέ. Η ταινία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο για Εξαιρετική Καλλιτεχνική Επίδοση στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και απέσπασε πολλαπλές υποψηφιότητες στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, καθιστώντας την ταινία μια ακαταμάχητη κινηματογραφική εμπειρία – σημείο αναφοράς, με ένα αξέχαστο soundtrack από τον Κρίσνα Λέβι.
Στοιχεία νουάρ ίντριγκας και φιλοσοφικής κωμωδίας μπλέκουν απροσδόκητα σε αυτή την τρυφερή ταινία του Χαλ Χάρτλεϊ, που αποτελεί μέρος της αναγέννησης του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του 1990. Σε ένα συναρπαστικό ερμηνευτικό tour-de-force, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται μια (συνονόματή της) πρώην καλόγρια που έγινε συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας και πιστεύει ότι η Παναγία της έδωσε εντολή να αλλάξει τη μοίρα μιας εύθραυστης πορνοστάρ. Η πορεία της διασταυρώνεται με εκείνη του Τόμας, ενός γοητευτικού αμνησιακού που συναντά στον δρόμο, παρασύροντας και τους δύο σε μια παράξενη αλυσίδα ηθικών διλημμάτων, επιθυμίας και παράλογης βίας. Το Amateur, που είχε κάνει πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών, αναδεικνύει τη χαρακτηριστική ισορροπία του Χάρτλεϊ μεταξύ ειρωνείας και συμπόνιας, χαρίζοντάς μας μία από τις πιο συγκινητικές ερμηνείες της Ιζαμπέλ Ιπέρ στην αγγλική γλώσσα. Μια ξεκαρδιστική και ταυτόχρονα μελαγχολικά στοχαστική προσέγγιση της αμαρτίας, της λύτρωσης και της επανεφεύρεσης, που αντλεί από το σύμπαν των ταινιών του Γκοντάρ.
Η Μπαμπού (Ιζαμπέλ Ιπέρ) ζει με τους δικούς της όρους, αδιαφορώντας για τις δουλειές, τις ευθύνες ή τις συμβάσεις. Όταν όμως ανακαλύπτει ότι η κόρη της, η Εσμεράλντα (την οποία υποδύεται η πραγματική κόρη της Ιπέρ, Λολιτά Σαμά) ντρέπεται να την καλέσει στον γάμο της, η Μπαμπού αποφασίζει να αποδείξει ότι μπορεί να αλλάξει. Αναλαμβάνοντας μια δουλειά ως πωλήτρια χρονομεριδίων στη γκρίζα ακτή του Βελγίου, αναδεικνύεται απροσδόκητα σε πρότυπο υπαλλήλου, ώσπου η ανήσυχη φύση της αντιδρά στην πρόσκαιρη αυτή σταθερότητα. Η βραβευμένη ερμηνεία της Ιπέρ προσδίδει στην Μπαμπού έναν ακαταμάχητο μαγνητισμό, ενσαρκώνοντας τόσο την τρέλα όσο και το ελεύθερο πνεύμα της ηρωίδας. Ταυτόχρονα, το φρενήρες μοντάζ μεταφέρει την αστείρευτη ενέργεια της Μπαμπού, σε μια κωμωδία που βασίζεται στην αντίθεση μεταξύ της φαντασιακής επιθυμίας της για τόπους εξωτικούς και των σκόπιμα μελαγχολικών τοποθεσιών όπου διαδραματίζεται η ταινία.
Ένα αιχμηρό ψυχολογικό δράμα που διερευνά την εξουσία, τον πόθο και την επιβίωση, με το πάντα τολμηρό κινηματογραφικά στιλ του Πολ Βερχόφεν και μια Ιζαμπέλ Ιπέρ να αγγίζει την ερμηνευτική τελειότητα. Στο επίκεντρο της ταινίας, το σενάριο της οποίας διασκευάζει το βιβλίο του Φιλίπ Τζιάν Oh…, βρίσκεται η Μισέλ Λεμπλάν, διευθύντρια μιας παρισινής εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών. Αφού βιάζεται άγρια στο σπίτι της από έναν μασκοφόρο εισβολέα, η Μισέλ αρνείται να γίνει θύμα. Αντίθετα, ξεκινά μια τεταμένη καταδίωξη του δράστη, όπου τα όρια μεταξύ εκδίκησης, εμμονής και ελέγχου γρήγορα μπλέκονται. Ο Βερχόφεν φέρνει το χαρακτηριστικό του μείγμα θράσους, μαύρου χιούμορ και πρόκλησης, δημιουργώντας μια ταινία που είναι ταυτόχρονα θρίλερ, σάτιρα και μελέτη χαρακτήρων. Η ταινία κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και ήταν υποψήφια για έντεκα Βραβεία Σεζάρ, κερδίζοντας το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Ηθοποιού για την Ιπέρ. Η τελευταία, με την ερμηνεία της, που θεωρήθηκε μία από τις καλύτερες της καριέρας της, κέρδισε επίσης τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού σε δραματική ταινία και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Η Φρανσουάζ Κρεμόν, ή αλλιώς Φράνκι, είναι μια διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός που γνωρίζει πως της απομένουν μόνο λίγοι μήνες ζωής. Έτσι, συγκεντρώνει την ευρύτερη οικογένειά της στην ηλιόλουστη Σίντρα της Πορτογαλίας για να περάσουν μαζί τις τελευταίες διακοπές της. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ ερμηνεύει με ήρεμη δύναμη και αφοπλιστική ευαισθησία την κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα που συνειδητοποιεί με οδύνη ότι ο χρόνος της τελειώνει. Γύρω της όμως, η ζωή συνεχίζεται: γάμοι διαλύονται, νέοι έρωτες αχνοφαίνονται, φιλίες δοκιμάζονται και αλήθειες που είχαν θαφτεί εδώ και καιρό βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο Άιρα Σακς εμπνέεται από τον τρόπο του Ερίκ Ρομέρ, διατηρώντας σκόπιμα αργό τον ρυθμό, τις ερμηνείες ρεαλιστικές και τα σκηνικά ταιριαστά με τον συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων συμπυκνώνοντας ένα 24ωρο από τη ζωή στο ύπαιθρο. Έτσι, παραδίδει ένα έξοχο, βαθιά ανθρώπινο δράμα με την χαρακτηριστική του τρυφερότητα, δίνοντας έμφαση στις μικρές, φαινομενικά ασήμαντες, καθημερινές στιγμές, εκεί όπου συμβαίνουν τα πάντα και τίποτα ταυτοχρόνως.
Η ταινία που ακολούθησε τον οσκαρικό Ελαφοκυνηγό (1978) είναι ένα φιλόδοξο επικό γουέστερν που χρεοκόπησε την United Artists, δέχτηκε σκληρή κριτική όταν κυκλοφόρησε στην πετσοκομμένη εκδοχή της, αλλά έκτοτε η αποκατεστημένη έκδοση αναγνωρίζεται ως ένα τολμηρό, μνημειώδες έργο του αμερικανικού κινηματογράφου, μια οπερετική ιστορία αγάπης, βίας και εκδίκησης. Με φόντο τον πόλεμο της Κομητείας Τζόνσον το 1892, όταν μια αδίστακτη ένωση κτηνοτρόφων προσπάθησε να εκδιώξει τους φτωχούς Ευρωπαίους μετανάστες από το Γουαϊόμινγκ, ένα τεταμένο ερωτικό τρίγωνο αναπτύσσεται: ο σερίφης Τζέιμς Άβεριλ (Κρις Κριστόφερσον), που βρίσκεται ανάμεσα στην Έλα (Ιζαμπέλ Ιπέρ), την οικονομικά ανεξάρτητη μαντάμ της περιοχής, και τον Νέιτ Τσάμπιον (Κρίστοφερ Γουόκεν), τον διχασμένο μισθοφόρο που προσλήφθηκε για να καταστρέψει την κοινότητα. Οι εκπληκτικές ερμηνείες του καστ και η εκστατική φωτογραφία του Βίλμος Ζίγκμοντ που μετατρέπει τα απέραντα τοπία σε σύμβολα της βαρβαρότητας και της υπόσχεσης της αμερικανικής μεθορίου, καθιστούν την ταινία Η πύλη της Δύσης μια σημαντική κινηματογραφική εμπειρία.
Η πραγματική ιστορία των αδερφών Παπέν, δύο οικιακών βοηθών που δολοφόνησαν την εργοδότριά τους και την κόρη της στην επαρχιακή Γαλλία της δεκαετίας του ’30, το θεατρικό του 1947 Οι δούλες του Ζαν Ζενέ και το μυθιστόρημα του 1977 A Judgement in Stone της Ρουθ Ρέντελ έδωσαν πρώτης τάξεως υλικό στον Κλοντ Σαμπρόλ, ώστε να δημιουργήσει μια παράξενη, γοητευτική ταινία, σε μια μεγάλη στιγμή του γαλλικού σινεμά των 90s. Η ίδια ταινία, ασφαλώς, έδωσε στην Ιζαμπέλ Ιπέρ την ευκαιρία να υφάνει ακόμα έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, για τον οποίο τιμήθηκε με το Σεζάρ Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, αλλά και με το αντίστοιχο βραβείο του Φεστιβάλ Βενετίας, εξ ημισείας με την εξαίσια συμπρωταγωνίστριά της Σαντρίν Μπονέρ. Κορυφαία κινηματογραφική απόδοση των ταξικών ανισοτήτων και των απωθημένων της γαλλικής κοινωνίας, Η τελετή καταλήγει σε ένα σοκαριστικά κλιμακούμενο κρεσέντο βίας και αμοραλισμού μέσα από τη βαθιά σαρκαστική ματιά του Σαμπρόλ, αποτελώντας ένα από τα highlights της πολυετούς καριέρας του. Μεταξύ άλλων, η ταινία αποτέλεσε κύρια πηγή έμπνευσης για τον θρίαμβο του κορεάτικου σινεμά του 21ου αιώνα, τα Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-χο.
Η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Γιοακίμ Τρίερ είναι ένα καλοδουλεμένο οικογενειακό δράμα για τη μνήμη, τον θρήνο και τις ιστορίες που αφηγούμαστε για όσους χάνουμε. Τρία χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο της διάσημης φωτορεπόρτερ Ιζαμπέλ Ριντ, την οποία υποδύεται μοναδικά η Ιζαμπέλ Ιπέρ, μια αναδρομική έκθεση φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της πίσω στο σπίτι. Εκεί συναντά ξανά τον πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του, τον Κόνραντ, του οποίου η σιωπή κρύβει μια βαθιά αναταραχή. Καθώς βρίσκονται ξανά κάτω από την ίδια στέγη, προσπαθούν να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους αποστάσεις, με τον καθένα να βασανίζεται από αντικρουόμενες αναμνήσεις της γυναίκας που διαμόρφωσε τη ζωή τους. Κάνοντας πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών το 2015, η ταινία Ο ήχος της σιωπής αναδεικνύει το ταλέντο του Τρίερ στη συναισθηματική ακρίβεια και την πολυεπίπεδη αφήγηση, με εξαιρετικές ερμηνείες από μια πλειάδα υπέροχων σταρ (την Ιπέρ πλαισιώνουν ιδανικά οι Γκάμπριελ Μπερν, Τζέσι Άιζενμπεργκ και Ντέβιν Ντράουντ), οι οποίες προδίδουν ειδικό βάρος στη διερεύνηση του έρωτα, της απουσίας και των εύθραυστων δεσμών μεταξύ πατεράδων και γιων, ζώντων και τεθνεώτων.
Το συνταρακτικό δράμα του Μίχαελ Χάνεκε από το 2001 είναι ένα ανατριχιαστικό πορτρέτο της καταπίεσης, του πόθου και της εξουσίας. H Έρικα, σαράντα περίπου ετών, είναι καθηγήτρια πιάνου στο διακεκριμένο Ωδείο της Bιέννης. Eπιβλητική κι απόμακρη, εμπνέει δέος και σεβασμό, αλλά η προσωπικότητά της είναι ένα προσεκτικό κατασκεύασμα και μια οδυνηρή αντίδραση στην καταπιεσμένη της ζωή. H Έρικα ζει με τη μητέρα της, και η αλληλεξάρτησή τους είναι ασφυκτική, ενίοτε δε και βίαιη. Πουθενά στον κόσμο της Έρικα δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία ευτυχίας. Οι απωθημένες επιθυμίες της την ωθούν σε μακάβριες πράξεις ηδονοβλεψίας και αυτοτραυματισμού. Ώσπου ο Bάλτερ, ένας νεαρός μαθητής της, αποφασίζει ν’ αποπλανήσει τη δασκάλα του, πιστεύοντας ότι έχει βρει σ’ αυτή μια αδελφή ψυχή… Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών, όπου κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Μπενουά Μαζιμέλ να βραβεύονται για τις ερμηνείες τους. Το σκληρό, αδυσώπητο στυλ του Χάνεκε απομακρύνει κάθε συναισθηματισμό, δημιουργώντας μια μελέτη της σεξουαλικότητας και της βίας, με τρόπο ταυτόχρονα ενοχλητικό και καθηλωτικό. Με επίκεντρο την ατρόμητη ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ, που υπήρξε καθοριστική για την καριέρα της, Η δασκάλα του πιάνου παραμένει ένα από τα πιο συγκλονιστικά και φημισμένα έργα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου του 21ου αιώνα.
Η νέα ταινία του Τιερί Κλιφά, που έκανε πρεμιέρα Εκτός Συναγωνισμού στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, αντλεί ανοιχτά και ελεύθερα από την υπόθεση Μπετανκούρ, ένα από τα πιο γνωστά πολιτικά σκάνδαλα της Γαλλίας. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ δίνει μια εντυπωσιακή ερμηνεία ως Μαριάν Φαρέρ, μια πλούσια κληρονόμο της οποίας τα υπερβολικά δώρα σε έναν πολύ νεότερό της καλλιτέχνη προκαλούν την οργή του κοινού. Κάτι που αρχικά φαίνεται ως μια ιδιωτική υπόθεση γρήγορα εξελίσσεται σε εθνική υπόθεση, αποκαλύπτοντας κατηγορίες για χειραγώγηση, διαφθορά και εμπλοκή πρώην πολιτικών ηγετών. Με άξονα τη μαγνητική παρουσία της Ιπέρ, που είναι άλλοτε γοητευτική και αινιγματική και άλλοτε προκλητική, η ταινία διερευνά τις σκοτεινές πτυχές του μυθικού πλούτου και τη διαβρωτική διαπλοκή του χρήματος με την τέχνη και την πολιτική. Η κομψή σκηνοθεσία του Κλιφά μετατρέπει μια πραγματική ιστορία σε μια οξυδερκή και συναρπαστική μελέτη χαρακτήρων.
Μια διάσημη Γαλλίδα συγγραφέας ταξιδεύει απρόθυμα στην Ιαπωνία για την επανέκδοση του πρώτου της βιβλίου, το οποίο είχε εκτοξεύσει τη φήμη της στη μακρινή δεκαετία του ’70. Πέρα από ένα επίμονο τζετ λαγκ, εκεί την περιμένει το φάντασμα του συζύγου της (το οποίο φροντίζει να πραγματοποιεί τακτικές εμφανίσεις), αλλά κι ένα ανέλπιστο φλερτ με τον τοπικό εκδότη της. Με την παροιμιώδη άνεση που τη διακρίνει επί της οθόνης, η ξεχωριστή Ιζαμπέλ Ιπέρ ενσαρκώνει μια ηρωίδα που αρνείται να μείνει εφ’ όρου ζωής χαμένη στη μετάφραση και στο παρελθόν της. Με τη Γαλλίδα σταρ και τον Τσουγιόσι Ιχάρα να συντονίζονται άψογα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το Η Σιντονί στην Ιαπωνία καταφέρνει να είναι αστείο, μελαγχολικά ρεαλιστικό και την ίδια στιγμή ανερυθρίαστα ρομαντικό, καθώς αντικρίζει ατρόμητο τα φαντάσματα του χθες για να αναδείξει (σε αγαστή αρμονία με την ασύγκριτη ομορφιά του ιαπωνικού τοπίου) τη σπουδαιότητα της επανεκκίνησης.
Η σκληρή και στοιχειωτική ιστορία της Μαρί Λατούρ, μιας φτωχής μητέρας δύο παιδιών στη ναζιστική κατεχόμενη Γαλλία, η οποία πραγματοποιεί κρυφά αμβλώσεις για να συντηρήσει την οικογένειά της. Νοικιάζοντας δωμάτια σε σεξεργάτριες και αποκτώντας ανερυθρίαστα εραστή, η ανεξαρτησία της Μαρί εξοργίζει τον πικραμένο σύζυγό της, ο οποίος την προδίδει στις Αρχές. Η Μαρί συνελήφθη από την Κυβέρνηση του Βισύ, δικάστηκε για «εγκλήματα κατά του κράτους» και καταδικάστηκε σε θάνατο με γκιλοτίνα το 1943. Η αυστηρή, διεισδυτική σκηνοθεσία του Σαμπρόλ και η ατρόμητη, λεπτή ερμηνεία της Ιπέρ μετατρέπουν την τραγική ιστορία της Μαρί σε μια συγκλονιστική μελέτη χαρακτήρων και μια αμείλικτη κριτική της υποκρισίας, της ηθικής και της κρατικής εξουσίας. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, κέρδισε το Ασημένιο Λιοντάρι και η Ιζαμπέλ Ιπέρ κέρδισε το Βραβείο Volpi Καλύτερης Ηθοποιού. Μία από τις κορυφαίες στιγμές της ύστερης καριέρας του Σαμπρόλ, το έργο παραμένει μία από τις πιο ισχυρές καταγγελίες της αδικίας στο γαλλικό σινεμά.
Η Φρεντερίκ (Ιζαμπέλ Ιπέρ), «η πέστροφα», μοιάζει πολύ με τα ψάρια που είχε όταν ζούσε με τον πατέρα της στη γαλλική Ζυρά. Ψυχρή και αινιγματική, φλερτάρει τους άντρες και μετά τους απορρίπτει. Μια νύχτα, ενώ βρίσκεται σε μια αίθουσα μπόουλινγκ με τον σύζυγό της, συναντά δύο επιχειρηματίες, οι οποίοι γοητεύονται αμέσως από την πονηρή αθωότητα της Φρεντερίκ. Ένας από αυτούς την προσκαλεί να τον συνοδεύσει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ιαπωνία. Η Φρεντερίκ αποδέχεται την πρόκληση, αλλά το ταξίδι αποδεικνύεται προάγγελος τραγωδίας. Η ταινία φέρει τη χαρακτηριστική, βαθιά ανατρεπτική ματιά του Τζόζεφ Λόουζι για την εξουσία, τον πόθο και την αποξένωση. Με την εύστοχη ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ στο επίκεντρο, ο Λόουζι δημιουργεί ένα κομψό, ανησυχαστικό πορτρέτο της χειραγώγησης και των κινδύνων που κρύβονται πίσω από τη γοητεία και την αποπλάνηση.
Μια καθηλωτική ταινία για τον θρήνο, που λειτουργεί ως ελεγεία για τη μνήμη και τη συμφιλίωση. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ πρωταγωνιστούν σε αυτό το μεταφυσικό road movie, υποδυόμενοι δύο αποξενωμένους γονείς που επανενώνονται στα πυρακτωμένα τοπία της Κοιλάδας του Θανάτου στην Καλιφόρνια, μετά από την αινιγματική επιστολή του γιου τους Μάικλ, που έλαβαν έξι μήνες μετά την αυτοκτονία του. Παρασυρμένοι σε ένα παράξενο ταξίδι μύησης που έχει σχεδιάσει ο Μάικλ για εκείνους, αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον απόηχο της απώλειάς τους, αλλά και τις σκιές της δικής τους διαλυμένης σχέσης. Η Ιπέρ, σε μια από τις πιο βαθιά συγκινητικές ερμηνείες της, αποδίδει με ακατέργαστη ευαισθησία και αποφασιστικότητα τον ρόλο της μητέρας που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αδύνατο. Η αυστηρή, απόκοσμη ομορφιά της Κοιλάδας του Θανάτου αποτυπώνεται σε εικόνες που κόβουν την ανάσα, γεγονός που χάρισε στην ταινία το βραβείο César για την Καλύτερη Φωτογραφία (2016).
Μια στοιχειωτική ταινία της Κλερ Ντενί, που έχει ψηφιστεί ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα. Στη Λευκή υπεροχή, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται μια Γαλλίδα καλλιεργήτρια καφέ που παραμένει πεισματικά στη φυτεία της σε μια γαλλόφωνη αφρικανική χώρα, η οποία δεν κατονομάζεται, ενώ ξεσπά εμφύλιος πόλεμος. Η Ιπέρ προσφέρει μια από τις πιο δυναμικές και πολυεπίπεδες ερμηνείες της, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα που διχάζεται μεταξύ αποφασιστικότητας και αυταπάτης. Η Ντενί, γνωστή για το ενστικτώδες στυλ της και την ικανότητά της να συνδυάζει την ομορφιά με τη βία, πλαισιώνει την ιστορία με ονειρικές εικόνες, ηθική αμφισημία και την κατάρρευση των αποικιακών βεβαιοτήτων. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (2009) και αποτυπώνει με κινηματογραφική δεινότητα τις μετα-αποικιακές εντάσεις και την ανθρώπινη ανθεκτικότητα.




