Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το διάστημα του καλοκαιριού του 2024 θα το θυμούνται για όλους τους λάθος λόγους. Θα την μνημονεύουν ως την εποχή με τη λιγότερη και κατά μονάς επιτυχία της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Την εποχή που ελάχιστες ως και μηδαμινές ταινίες πρωτότυπου περιεχομένου κυκλοφόρησαν και αυτές σε μεγάλο ποσοστό αποτελούσαν συνέχεια υπάρχουσας ιστορίας.
Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για την τρίτη ταινία της σειράς «Ένα Ήσυχο Μέρος» με ομώνυμο τίτλο και μονάχα την εξής χρονολογική διάκριση, «Ένα Ήσυχο Μέρος: Η Πρώτη Ημέρα» (2024). Καταφέρνει να συναρπάσει, όπως οι δύο προηγούμενες ταινίες της τριλογίας πια ή πάσχει από την «κατάρα» των απανταχού τρίτων ταινιών; Πάμε να δούμε!
Υπόσχεση:
Ο Τζον Κρασίνσκι με τη σύζυγο του Έμιλι Μπλαντ έδωσαν την υπόσχεση στο κοινό των ταινιών τρόμου για μία νέα κινηματογραφική κατεύθυνση. Πράγματι, η πρώτη ταινία της σειράς που υπογράφεται από τον πρώτο σε σκηνοθετικό, σεναριακό και ερμηνευτικό επίπεδο άνοιξε τρόπο τινά τον δρόμο προς την εκμετάλλευση των αισθήσεων στο είδος του «θρίλερ». Μία ταινία τρόμου παίζει με το υποσυνείδητο των θεατών, χρησιμοποιεί κινηματογραφικά κόλπα, απότομους ελιγμούς και τάχιστες μεταβολές εικόνας και ήχου, για να αιφνιδιάσει το κοινό και να το πιάσει απροετοίμαστο. Η επανάσταση που συντελέστηκε με την «προσέγγιση Κρασίνσκι» είναι η απουσία του θορύβου ως οργανικό κομμάτι της δόμησης της ιστορίας του. Η τομή είχε αυτή την εμβέλεια και την επιρροή, που δεν άργησαν οι παραγωγές παραπλήσιων με αυτή ταινιών, αλλά και σειρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ταινία του συνδρομητικού καναλιού «Netflix» με τίτλο «Birdbox» (2018) με πρωταγωνίστρια την Σάντρα Μπούλοκ. Ακόμα, η σειρά της «Apple» με τίτλο «See» (2019-2022), με πρωταγωνιστή τον ΤζέισονΜομόα πραγματεύεται παρόμοια θεματική με την έλλειψη της αίσθησης της όρασης.
Έπειτα από την τόσο μεγάλη επιτυχία σε κινηματογραφικό και εισπρακτικό επίπεδο, το δίδυμο Κρασίνσκι-Μπλαντ μετέφεραν την δράση από την φάρμα της πρώτης ταινίας σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον στο δεύτερο μέρος της σειράς. Με τους τίτλους τέλους να πέφτουν για τη δεύτερη ταινία που αρκέστηκε στον τίτλο: «Ένα Ήσυχο Μέρος: Δεύτερο Μέρος» (2020), η ιστορία των πρωταγωνιστών φάνηκε να ολοκληρώνεται με τη λύση της πλοκής. Το ταξίδι των πρωταγωνιστών ναι, το ταξίδι του νεοσύστατου κόσμου όχι…
Πλοκή:
Η Σαμίρα είναι μία νεαρή κοπέλα που πάσχει από μία ανίατη ασθένεια. Μία ημέρα αποφασίζεται από τον υπεύθυνο των ασθενών της κλινικής να επισκεφτούν το κέντρο της πόλης, της Νέας Υόρκης. Η Σαμίρα ακολουθεί το γκρουπ, αλλά άξαφνα αναταραχή προκαλείται στην πόλη. Η επίθεση των εξωγήινων αρχίζει με τα πλάσματα που προσεδαφίζονται, να εξοντώνουν τους ανθρώπους αδιακρίτως. Ο ήχος είναι αυτός που τα ελκύει σε μία πόλη που δεν ησυχάζει ποτέ. Η Σαμ χωρίζεται από το σύνολο που μάταια αποπειράται να γυρίσει πίσω στην κλινική. Αντιμέτωπη πλέον με την ασθένεια της, τα εξωγήινα πλάσματα στο κατόπι της και με συντροφιά τη γάτα της θα επιχειρήσει να διαφύγει από την πόλη. Στον δρόμο θα γνωρίσει νέους συντρόφους και συμμάχους στην προσπάθεια της αυτή. Μαζί θα χρειαστεί να πάρουν αποφάσεις που θα καθορίσουν την πορεία της ζωής τους σε μία ασφυκτική κατάσταση, που φαντάζει χαμένη υπόθεση ήδη από την «Πρώτη Ημέρα».
Σκηνοθεσία:
Το κομμάτι της σκηνοθεσίας κατά τις προηγούμενες δύο ταινίες ανήκε στον προαναφερόμενο πολυδιάστατο δημιουργό, Τζον Κρασίνσκι. Ο τελευταίος όμως θεώρησε ότι το τέλος της ιστορίας του είχε δοθεί και δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της επιστροφής. Η εταιρεία παραγωγής ταινιών «Paramount» αρχικά αναλογίστηκε για πιθανό σκηνοθέτη της ταινίας τον Τζέφ Νίκολς, γνώριμο σε εμάς από την ταινία «Mud» (2012), αλλά και τους πρόσφατους «Μηχανόβιους» (The Bikeriders, 2024). Το σχεδιάγραμμα των γυρισμάτων δεν ικανοποίησε τη μία από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα η σκηνοθεσία να περάσει στον νέο σκηνοθέτη Μάικλ Σαρνόσκι. Ο καλλιτέχνης είναι πραγματικά νέος στον χώρο έχοντας στο βιογραφικό του μία μονάχα ταινία μεγάλου μήκους, το «Pig» (2021) με πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέιτζ.
Ο Σαρνόσκι στην ταινία «ακολουθεί τις παραδόσεις» και αναλαμβάνει πέρα από το κομμάτι της σκηνοθεσίας και αυτό του σεναρίου. Αν δεν γνωρίζαμε αρκετά πράγματα για τον νεαρό δημιουργό, μετά από τη θέαση αυτής της ταινίας μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι προτιμάει τις γάτες από τους σκύλους, ενώ δείχνει την αρέσκειά του στην κατανάλωση πίτσας. Βέβαια, αυτά τα δύο, αν και αποτελούν προτίμηση μεγάλης μερίδας του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν είναι αρκετά για να στηρίξουν τις αποφάσεις και τους στόχους των πρωταγωνιστών. Αν τα κίνητρα των χαρακτήρων δεν καταφέρουν να εμπνεύσουν τους/τις θεατές, το κέντρο βάρους της ίδιας της ταινίας, που είναι οι χαρακτήρες, υποχωρεί και ζημιώνεται ανεπανόρθωτα. Αν οι ήρωες της ιστορίας δεν είναι αρκετοί, δε δουλεύουν, η ίδια η ιστορία, η ίδια η ταινία δε δουλεύει στην τελική.
Εντούτοις, αναφέραμε ότι «ακολουθεί τις παραδόσεις», με αυτό να σημαίνει ότι σέβεται την γραμμή σκηνοθετικής προσέγγισης που επιλέχθηκε και δεν παρεκκλίνει αυτής. Πραγματικά, η ματιά του είναι πολύ κοντά σε αυτή που έθεσε ο Κρασίνσκι, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμη η αλλαγή ανάμεσα στους δύο σκηνοθέτες. Ο ρυθμός είναι σταθερός με την κάμερα να μην κάνει εκπτώσεις για χάρη της δράσης. Τα βλέπουμε όλα! Μπορεί πίσω από καπνό ή μέσα από το νερό, αλλά η εικόνα παραμένει ως έχει. Αρέσκεται μάλιστα στην κινηματογράφηση από χαμηλά, από το επίπεδο του δρόμου με μέτωπο τα ψηλά κτίρια, απ’ όπου εξορμούν και τα πλάσματα. Αυτό ενισχύει την αδυναμία των ανθρώπων έναντι των πλασμάτων, που αποτελούν διακριτό και εύκολο στόχο. Ο τόνος είναι απόλυτα σοβαρός, δε θα μπορούσε άλλωστε και διαφορετικά. Οι δύο θεματικές, η ασθένεια της πρωταγωνίστριας και η επίθεση των εξωγήινων δε χωρούν ανάλαφρη προσέγγιση.
Ερμηνείες:
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η βραβευμένη με όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου Λουπίτα Νιόγκο. Η ηθοποιός αναλαμβάνει να μεταφέρει επί της οθόνης έναν χαρακτήρα, ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου του πλαισίου που βρίσκεται. Βέβαια, το χάρισμα της Νιόγκο ανεβάζει τον ρόλο που της δίνεται μέσα από το σενάριο και καταφέρνει να φέρει έναν συμπαθή ρεαλιστικό γυναικείο χαρακτήρα με πολλές εξωγενείς αδυναμίες. Οι εκφράσεις της απορρέουν ειλικρινή τρόμο ακολουθώντας την ερμηνευτική σταθερά των προκατόχων της. Οι σκηνές στις οποίες καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό της για να επιβιώσει είναι και οι πλέον καταλυτικές για την υποκριτική της τέχνη, ενώ στη σεκάνς που ο χαρακτήρας της λυγίζει, σε έχει πλέον κερδίσει η σοβαρότητα της κατάστασης. Η ηθοποιός δήλωσε εκ των υστέρων ότι διαβάζοντας το σενάριο και βλέποντας τη διαρκή της αλληλεπίδραση με μία γάτα προβληματίστηκε αρκετά. Δεν είναι ότι ανησύχησε πως η γάτα «θα κλέψει την παράσταση», πράγμα που κάνει σε ορισμένες σκηνές! Η ανησυχία της επικεντρώθηκε γύρω από τη γάτα αυτή καθ’ αυτή, καθώς σε αντίθεση με τον σκηνοθέτη, η Λουπίτα φοβάται τις γάτες. Χρειάστηκε μάλιστα να περάσει από εκπαίδευση έτσι ώστε να ξεπεράσει τη φοβία της! Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, τα ιδιαίτερα απέδωσαν καρπούς.
Συμπρωταγωνιστής της Νιόγκο μπορούμε να πούμε ότι είναι ο ίδιος χαρακτήρας αλλάζοντας όμως πρόσωπα. Η ηθοποιός έχει τρεις συμπρωταγωνιστές, οι οποίοι εμφανίζονται σε τρία διακριτά μέρη της ταινίας. Ο πρώτος είναι ο Άλεξ Γούλφ στον ρόλο του «Ρούμπεν, του υπεύθυνου της κλινικής. Η χημεία τους είναι καλή και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε την πρωταγωνίστρια μας, η οποία λόγω της ασθένειας της είναι κυνική με μία οριακά προσβλητική αίσθηση χιούμορ. Ο δεύτερος είναι ο Ντζίμον Χονσού επιστρέφοντας στον ρόλο του «Χένρι». Ο ηθοποιός συμμετείχε στη δεύτερη ταινία και με αυτό τον τρόπο καλύπτει οποιοδήποτε κενό δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτή την ταινία και στις προηγούμενες. Μάλιστα, με την προσχηματική του παρουσία έχουμε τη δυνατότητα να δούμε πως κατέληξαν οι άνθρωποι να βρίσκονται απομονωμένοι σε νησί.
Ο τρίτος ηθοποιός και πλέον μεστός συμπρωταγωνιστής είναι ο Τζόσεφ Κουίν στον ρόλο του «Έρικ». Ο χαρακτήρας του έχει παραλύσει από τον τρόμο της εισβολής, αλλά δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε το ακριβές γεγονός που του προκάλεσε αυτή την αδυναμία. Αυτό μπορεί να έχει δύο αιτιολογίες, αφενός μειώνουμε τον ανδρικό χαρακτήρα προς εξύψωση του γυναικείου, κάτι που συμβαίνει κατά κόρων στον σύγχρονο εμπορικό κινηματογράφο, αφετέρου δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για ικανοποιητικό ταξίδι ήρωα. Στην ταινία ισχύουν και τα δύο, με τον σκηνοθέτη να θέλει να εκπληρώσει επιτυχώς όλες τις παραμέτρους που του έθεσε το στούντιο παραγωγής. Επιστρέφοντας στον Κουίν, αν και τρομαγμένος, δεν εκνευρίζει, ούτε είναι για λύπηση, και αυτό ακριβώς αποτελεί επιτυχία του ηθοποιού. Η εκφραστικότητα του είναι το μεγάλο του ερμηνευτικό πλεονέκτημα και μαζί με την συμπρωταγωνίστρια του διαμορφώνουν μία δυάδα με ικανοποιητική δυναμική για τα μέτρα και τα σταθμά της ταινίας.
Τεχνικό κομμάτι:
Η ταινία αν και έχει ως ανταγωνιστές εξωγήινα πλάσματα δε βασίζεται εξ ολοκλήρου στα ψηφιακά εφέ. Αν εξαιρέσουμε την απεικόνιση αυτών και τις πανοραμικές σκηνές της καταστροφής της πόλης της Νέας Υόρκης, το σύνολο των γυρισμάτων καλύπτεται πρακτικά. Ο Μάικλ Σαρνόσκι είναι ένας σκηνοθέτης που ενδιαφέρεται για την εικόνα, τη φωτογραφία της ταινίας του. Το πρακτικό μέσο του επιτρέπει το κάτι παραπάνω και το κάνει με ενδιαφέροντες φωτισμούς. Αυτό εξάλλου ίσως να είναι το κομμάτι που κάπως μπορεί να ξεχωρίσει από τις ταινίας του Κραζίνσκι. Χρωματικά ωστόσο οι τρεις ταινίες εκπέμπουν στην ίδια συχνότητα-απόχρωση. Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον για την δράση του σκηνικού τμήματος είναι ότι η ταινία αν και εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη της Αμερικής, η παραγωγή βρισκόταν στο Λονδίνο της Αγγλίας. Εντούτοις, έχουν καταφέρει να ξεγελάσουν και τα πιο έμπειρα βλέμματα. Η παραγωγή αρκέστηκε σε μεμονωμένα σημεία σκηνών να βρεθεί σε πραγματική τοποθεσία, σημεία που δεν μπορούσαν να αποδοθούν αλλιώς. Χαρακτηριστικό σκηνικό είναι η ημι-κατεστραμμένη ορθόδοξη εκκλησία που προσδίδει έναν εφιαλτικό ρεαλισμό στο ήδη τρομακτικό πλαίσιο.
Αποτίμηση:
Η ταινία αποτελεί μία ευχάριστη προσθήκη στη σειρά, αλλά δε ξεπερνάει αυτή της την ιδιότητα. Μένει προσθήκη, δεν προχωράει την κεντρική ιδέα παρακάτω. Για να το κάνει, πρέπει να πάρει στοιχήματα που θα μεταβάλλουν την ίδια την ιδέα στο σύνολο της και μάλλον δεν έχει έρθει ο καιρός για αλλαγές αυτού του μεγέθους. Είναι κάτι που έχουμε δει κατ’ εξακολούθηση στις δύο προηγούμενες ταινίες, αυτό που αλλάζει είναι το περιβάλλον. Προφανώς, η ίδια ιστορία λειτουργεί αλλιώτικα στη φάρμα, διαφορετικά στη βιομηχανική ζώνη και ξεχωριστά στην πόλη. Οι ηθοποιοί είναι καλοί, αλλά η σχέση ανάμεσα τους, παρά την ανθρώπινη ανάπτυξη της δεν καταφέρνει να έχει τη βαρύτητα της οικογένειας. Ο Μάικλ Σαρνόσκι στο σκηνοθετικό κομμάτι αποδίδει μία καλή δουλειά. Δε ξεχωρίζει στα πλαίσια της σειράς, αλλά ξεχωρίζει, αν συγκριθεί με άλλες ταινίες του είδους. Με τον καιρό θα διαμορφώσει με μεγαλύτερη πυγμή την προσωπική του σφραγίδα. Στο σεναριακό κομμάτι επιδέχεται διορθώσεις με απώτερο σκοπό να πετύχει ένα σεβαστό βάθος για τους χαρακτήρες του.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 6,1/10 για τις προαναφερθείσες αδυναμίες, αλλά και ευστοχίες που διατήρησαν το επίπεδο στην τριλογία.
«A Quiet Place: Day One» (2024) εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 39 λεπτά
Είδος: Θρίλερ-Καταστροφής
Σκηνοθεσία: Μάικλ Σαρνόκσι
Πρωταγωνιστές: Λουπίτα Νιόγκο, Τζόσεφ Κουίν.