Είδαμε και Σχολιάζουμε (2η κριτική).
Τα τελευταία πονήματα του Γιάννη Σμαραγδή, που έχει αναλάβει περίπου «εργολαβικά» τις βιογραφίες μεγάλων Ελλήνων, ομολογώ με απογοήτευσαν οικτρά και ένεκα τούτου δεν είχα κανένα καημό – κάθε άλλο! – να παρακολουθήσω ακόμα μία, αφιερωμένη στον Νίκο Καζαντζάκη. Να όμως, που οι έντονα αμφιλεγόμενες κριτικές και σχόλια για τη συγκεκριμένη ταινία, μου κέντρισαν την περιέργεια και σε παρόμοιες περιπτώσεις μου βγαίνει το γνωστό βίτσιο: να αποκτήσω προσωπική άποψη! Οπότε εν προκειμένω δεν μου φταίει κανείς, παρά μόνο το ξερό μου κεφάλι και πολύ καλά να πάθω! Διότι α) πέταξα κάποια ευρώ από αυτά που δεν μου περισσεύουν, β) έχασα δύο πολύτιμες ώρες από τη ζωή μου, που επίσης δεν μου περισσεύουν, γ) υπέβαλλα το νευρικό μου σύστημα σε σκληρή δοκιμασία, γνωρίζοντας ότι οι αντοχές του είναι ήδη οριακές…
Έχοντας διαβάσει εκ των προτέρων περί «πανικού» στις αίθουσες όπου (λέει) σχηματίζονται ουρές και σημειώνεται ρεκόρ εισιτηρίων, είναι αλήθεια ότι πήγαινα με άγχος μισή ώρα πριν την προβολή, έχοντας επιλέξει μια Πέμπτη προσφορών, οπότε πίστευα ότι σίγουρα θα δοθεί μάχη στο ταμείο και οι θέσεις θα είναι από αβέβαιες μέχρι ανύπαρκτες. Οποία διάψευση!!!, Στο ταμείο… ψυχή, πέραν του ταμία, εμού και του συνοδού μου. Μπαίνοντας στην αίθουσα η απόλυτη μοναξιά, σαν να πήγαινα σε ιδιωτική προβολή αφιερωμένη αποκλειστικά στην αφεντιά μου, που απλά εντός ολίγου την μοιράστηκα με άλλους 11, σύνολο 13 νοματαίοι. Τώρα αν αυτό λέγεται «η ταινία σαρώνει», «ουρές στις αίθουσες» και «ρεκόρ εισιτηρίων»… ή εγώ έχω παραισθήσεις ή κάποιοι μας δουλεύουν χοντρά!

Βλέποντας το εναρκτήριο σκηνικό που αποδείκνυε περίτρανα την παραπλάνηση μέσω της επίμονης προβολής, άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι «εδώ κάτι δεν πάει καλά»… Μέχρι που άρχισε η ταινία και ήδη από το πρώτο τέταρτο, βεβαιώθηκα ότι «αυτό που δεν πήγαινε καλά», για την ακρίβεια, πήγαινε κατά διαόλου! Και όχι, δεν θα αδικήσω κανέναν από τους 12 συνθεατές, εκ των οποίων οι μισοί επιδόθηκαν σε ελαφρύ ροχαλητό, και οι άλλοι μισοί καταπιάστηκαν με τα κινητά, ρίχνοντας στη χάση και στη φέξη κάνα βλέφαρο στην οθόνη και αν… Ζήτημα να απομείναμε δυο-τρεις για την ηρωική αντίσταση απέναντι στον ύπνο που πολιορκούσε στενά, και αντί το πανί να προσφέρει χείρα βοηθείας, σε έστελνε αμαχητί να παραδοθείς! Μόνος σύμμαχος το νευρικό σύστημα που λόγω εξαιρετικά «διεγερτικών» ερεθισμάτων αντιδρούσε σπασμωδικά, καταλήγοντας σε νεύρα- κρόσσια…
Διότι, από πού να την πιάσεις την «περί πολλού» ταινία με την προκλητική, ανελέητη προβολή, έχοντας συγκεντρώσει ο δημιουργός της ένα κάρο «διάσημα» ονόματα, σε μια προσπάθεια να την πλασάρει ως δήθεν «φιλόδοξη παραγωγή», καταφέρνοντας επί της (κινηματογραφικής) ουσίας μια μεγαλειώδη τρύπα στο νερό! Όπου πιο αδιάφορο, ακαλαίσθητο, τυποποιημένο, γραφικό «Καζαντζάκη», δύσκολα μπορούσαμε να φανταστούμε, ενώ ο μεγάλος εκλιπών αν ήξερε ότι κάποτε, κάποιος Σμαραγδής θα χειριζόταν τον ίδιο, τη ζωή και το έργο του τοιουτοτρόπως, θα είχε πεθάνει για δεύτερη φορά και σίγουρα εκεί ψηλά στο στερέωμα που βρίσκεται, κατόπιν τούτου θα νιώθει αποτροπιασμό, μη μπορώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του!

Στο «δια ταύτα»: Ο σεναριογράφος – σκηνοθέτης, πατώντας στο αυτοβιογραφικό κείμενο του Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο» και κάποια ιστορικά στοιχεία, έφτιαξε ένα… «μη σενάριο», με ανύπαρκτη δομή και συνοχή, περίπου ως «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως εριμμένοι», ήτοι σκόρπια, ασύνδετα, τυχαία επιλεγμένα στιγμιότυπα της ζωής του συγγραφέα, και προκειμένου το ακατέργαστο αποτέλεσμα να αποκτήσει «ποιητικότητα» ή «κατά Σμαραγδή ποιότητα», διανθίστηκε ξεκάρφωτα με μπόλικες από τις σπουδαίες ρήσεις του. Μόνο που όταν αυτές αποκόπτονται από το λογοτεχνικό πλαίσιο του έργου του και εντάσσονται τόσο άτεχνα σε μια ταινία του 2017, αυτόματα ευτελίζονται. Όταν επίσης βάζεις τραβηγμένες μεγαλοστομίες στο στόμα των ηρώων και μάλιστα στις πιο προσωπικές τους στιγμές, απλά τις κάνεις να ακούγονται τουλάχιστον γραφικές, αμήχανες και ψεύτικες.
Από κει και πέρα, απορούμε γιατί δεν έγινε η παραμικρή νύξη για την πρώτη σημαντική γυναίκα της ζωής του Καζαντζάκη, τη Γαλάτεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ! Ακόμα απορούμε γιατί μια καφετζού με «σκοτεινές προφητείες» για το ταξίδι στην Κίνα, επανέρχεται σταθερά ως μοιραίο «κομβικό» πρόσωπο, λες και η παράλειψή της θα στερούσε καθοριστικό κομμάτι της βιογραφίας! Όπως επίσης απορούμε γιατί στην ολιγόλεπτη σκηνή του θανάτου έπρεπε ο Ο. Παπασπηλιόπουλος να αντικατασταθεί από τον Σ. Ληναίο, ενώ η Καλογήρου παρέμεινε ως γερασμένη. Προφανώς για το μπιούγο των ονομάτων… Οι απορίες όμως κάποτε φτάνουν να εξοργίζουν… Διότι δεν μπορείς να παρακολουθείς τον έφηβο Καζαντζάκη σε γελοίες σχολικές πλάκες επιπέδου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» από βιντεοκασέτα του 80 και τον σκανταλιάρη Παπασπηλιόπουλο να θυμίζει Στήβ Ντούζο… Δεν μπορείς να βλέπεις αυθεντικές σκηνές κατοχής και πείνας, και από δίπλα τους ατσαλάκωτους ήρωες στο «ανέγγιχτο» σπίτι της Αίγινας, όπου ακριβώς τη στιγμή που τελειώνουν εντελώς οι προμήθειες, έρχεται- ω του θαύματος- και το τέλος της κατοχής, με… σοκαριστική αληθοφάνεια!
Δεν γίνεται να παρακολουθείς εν μέσω εμφυλίου δύο πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό, να αρκούνται στο μοναδικό σχόλιο «θα μας βρει καμιά αδέσποτη και δεν θα ξέρουμε από πού μας ήρθε»! Τους προσβάλλεις διάολε!!! Ούτε γίνεται να βλέπεις τον Καζαντζάκη στα στιγμιότυπα «γελωτοθεραπείας» να παρουσιάζεται ως φαιδρό πρόσωπο με ανούσιες γελοίες γκριμάτσες, κάτι που προφανώς ο σκηνοθέτης έκρινε ως «απαραίτητο» για τη βιογραφία του, προκειμένου να τον… τιμήσει, διακωμωδώντας τον μέχρις εσχάτων! Ή να μιλήσουμε για την άθλια αισθητική με «εικόνες της Ελλάδας και του Αιγαίου», που τόσο τυποποιημένη κλισαδούρα, τόσο ψεύτικο «φασόν», ούτε σε αφίσα του ΕΟΤ δεκαετίας ’70… ό,τι βρέθηκε πρόχειρο στο ίντερνετ με έρευνα 10λεπτου και πολύ λέω! Ή να αναφέρω την απίστευτα άγαρμπη γκρίζα διαφήμιση με εμβόλιμο πλάνο του προϊόντος- χορηγού, που το άστοχο κακόγουστο προμόσιον έβγαζε μάτι… Έλεος!

Κρίμα ειλικρινά για τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο – έναν σίγουρα καλό ηθοποιό – που εδώ η σκηνοθετική καθοδήγηση τον οδήγησε σε κακοτράχαλα μονοπάτια, υποδυόμενος μια σπουδαία πνευματική μορφή ως περίπου καρικατούρα… με ψεύτικες τραβηγμένες σκηνές (ανεκδιήγητη η περιήγηση στην ψηφιακή έρημο…), με μονίμως γουρλωμένα, τρομαγμένα μάτια (τί τον έσκιαζε συνεχώς άραγε;), με τεχνητό στυλιζάρισμα, μορφασμούς, επιτήδευση, έλλειψη φυσικότητας… Η Μαρίνα Καλογήρου, περισσότερο γήινη και αληθοφανής, ωστόσο το να παρεμβάλλονται κάθε τόσο πλάνα της να ακούει εκστατική, κάπου κούρασε… Για την καρτουνίστικη, στομφώδη, σχεδόν γκροτέσκο ερμηνεία του Νίκου Καρδώνη ως Α. Σικελιανός, ουδείς έχει απάντηση, παρά μόνο ο σκηνοθέτης. Όσο για τον ανεκδιήγητο Θ. Αθερίδη στο ρόλο του Ζορμπά, πρόκειται κατ’ εμέ για ό,τι ατυχέστερο έως προσβλητικό για τον εμβληματικό ήρωα έχει υπάρξει, καθώς ο εν λόγω ηθοποιός με πλήρη άγνοια κινδύνου, τον υποβίβασε σε ένα χαζοχαρούμενο, αφελή, γραφικό τυπάκο που απλώνοντας τα χέρια, χαχανίζοντας και χτυπώντας άρυθμα τα πόδια, θάρρεψε πως παρίστανε τον Ζορμπά! Κάπου εκεί και η Ζέτα Δούκα – Μ. Μερκούρη, με ανούσια γελάκια, ανύπαρκτους διαλόγους, αδιάφορη παρουσία. Για τον μοναχό Στάθη Ψάλτη, σεβόμενη τη μνήμη του, δεν θα σχολιάσω την αρνητική μου γνώμη.
Τι απέμεινε από όλο τούτο το φιάσκο; Η άκρως επιδερμική και γραφική προσέγγιση ενός κορυφαίου Έλληνα που σημάδεψε τον κόσμο του πνεύματος εντός και εκτός συνόρων, βασισμένη σε συνταγή φτηνού εμπορικού προϊόντος με το πλέον άτεχνο, ακαλαίσθητο, ευτελές αμπαλάζ, θυμίζοντας σχολικό αφιέρωμα στα χειρότερά του ή κάτι αντίστοιχο του τουριστικού σουβενίρ «τσολιαδάκι»… Η γνωστή ευπώλητη «συνταγή Σμαραγδή» με αισθητική «βίπερ Νόρα», που όμως εδώ άγγιξε την προσβολή! Μόνη ευχή, ο σκηνοθέτης των «βιογραφιών» να λυπηθεί εμάς και τα… θύματά του, κι άλλο κακό να μη μας βρει!
.
Φωτογραφικό υλικό