Είδε ο Γιάννης Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Είναι πέραν πάσης φαντασίας αυτό που έχει καταφέρει ο Γιώργος Λάνθιμος στην παγκόσμια κινηματογραφία. Από την πείνα και τη μιζέρια του ελληνικού ερασιτεχνισμού και πειραματισμού στη βιομηχανία του Χόλυγουντ, κάτι σα να λέμε, από τη γη στον ουρανό. Όμως το σημαντικότερο όλων που τους επιβλήθηκε πασάροντας τις ελκυστικές μεν, παράξενες δε ταινίες του και πλέον δεν τον πιάνει κανείς. Έτσι φθάνοντας στο σήμερα, και το «Poor things» ακολουθεί το λανθιμικό σύμπαν όλων των προηγούμενων ταινιών του.
Όπου στη βικτοριανή εποχή γνωρίζουμε την Μπέλα, μια σακατεμένη γυναίκα που δεν μπορεί να αρθρώσει σωστά λέξεις και προτάσεις, φέρεται περίεργα και περπατά σαν χτυπημένο κατσίκι σε ένα σπίτι που ο δημιουργός της πειραματίζεται πάνω της από τότε που ήταν μωρό.. ή μάλλον από τότε που ήταν γκαστρωμένη αποφασίζοντας να δώσει τέλος στη ζωή της και ο τρελός επιστήμονας της δίνει ξανά ζωή αφαιρώντας τον εγκέφαλο του εμβρύου που κυοφορούσε τοποθετώντας στο νεκρό δικό της. Έτσι στράτα – στρατούλα ξετυλίγεται ο νέος κόσμος για την μακρυμαλλούσα Παναγιά …
Πολλά τα θετικά (+) της ταινίας ξεκινώντας από ένα πραγματικά απίστευτο καλογραμμένο σενάριο από τον Τόνι ΜακΝαμάρα όπου η τρέλα και η φαντασία χτυπά ταβάνι χωρίς ποτέ όμως να παραπέμπτει σε επιστημονική φαντασία με την έννοια που όλοι γνωρίζουμε και χαζεύουμε στις μεγάλες οθόνες τρώγοντας ποπ κορν. Το «τέρας» έχει ψυχή, μυαλό και συναισθήματα. Θέλει να γνωρίσει, να μάθει και να πάθει ως κοινή θνητή ανακαλύπτοντας τη ζωή μέσω μιας καθημερινότητας που περιορίζεται κυρίως σε έναν πύργο κάπου στο κέντρο του Λονδίνου. Και όταν ο «θεός» αποφασίζει να την αποκαταστήσει παντρεύοντάς την με τον βοηθό γιατρό του, η ίδια αντιδρά θέλοντας πρώτα να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Αλαμπρατσέτα με το νέο της αμόρε θα γυρίσει μητροπόλεις, θα γνωρίσει ανθρώπους και πολιτισμούς και θα γευτεί το σεξ από την καλή και απ΄ την ανάποδη. Εξαίρετο οδοιπορικό διηγώντας τα να κλαις άλλο τόσο και να γελάς με τα καμώματά τους που και να τα βλέπεις!
Η λέξη μεστή για τον Γιώργο Λάνθιμο ίσως αδικεί την πιστότητα και τον ορθολογισμό των ταινιών του, εδώ όμως, ακολουθεί αρκετά πιστά μια σκηνοθετική γραμμή που το Χόλυγουντ προστάζει, δηλαδή να υπάρχει αρχή, μέση, τέλος και όλα να εξηγούνται με χαρτί και καλαμάρι αλλά και να φαίνονται ωραιοποιημένα μες την κωμικοτραγικότητά τους. Αφέλειες και καλλιτεχνικοί εντυπωσιασμοί τύπου Κυνόδοντα και πρότερων ασκήσεων να τα ξεχάσει. Και φυσικά τα έχει ξεχάσει προ πολλού.
Η ματιά του σαφώς παραμένει κοφτή, τολμηρή σε σημεία ισοπεδωτική και ευτυχώς αναγνωρίσιμη. Για άλλους ίσως θεωρηθεί μια ώριμη απόπειρα συνέχεια του κύκλου που άνοιξε και καθιερώθηκε ως δημιουργός. Ναι, ωριμάζει ο Λάνθιμος και είναι προς τιμήν του, το «Poor things» είναι μια ελεγεία για τη ζωή, ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση, μια τολμηρή ματιά στην διεκδίκηση της ελευθερίας και τη χαρά του σεξ, τις ταξικές ανισότητες, την ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, την επιθυμία μα και την αγάπη. Ναι, ισχύουν όλα αυτά αλλά από μια αλλόκοτη ματιά και αυτό είναι το σαγηνευτικό.
Πολλά στοιχεία παραπέμπουν στον Φράνκενσταιν, ακόμη και στον Κόμη Δράκουλα, και σε αρκετά σημεία το γυρνά στο ασπρόμαυρο όπως ήταν μαύρη και άραχνη η ζωή της. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά μεταφερόμαστε ίσως στο ασπρόμαυρο Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι με τους υγρούς τοίχους, το νέφος του δωματίου, ατμούς να ξεχειλίζουν από γυάλινα δοχεία, κάτι να βράζει και κάποιο θύμα να ετοιμάζεται να θυσιαστεί… Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο καλογυρισμένο φιλμ, όλα έχουν μια συνοχή και όλα οδηγούνται στην κορύφωση, καθαρά απελευθέρωση μετά από 150 λεπτά της ώρας. Πολλά; Ναι αρκετά όμως για να αποχαυνωθείς στον μάταιο και για δαύτους, κόσμο, άλλο τόσο και για μας.
Σκηνογραφικά η ταινία είναι ένα όνειρο, μια παραζάλη, ένα έργο τέχνης, το σωστότερο, δεκάδες σουρεαλιστές ζωγράφοι μαζεμένοι σε μια τεράστια έκθεση με απλωμένα κάδρα να σε τυφλώνουν από τη δύναμη που εκπέμπουν οι εικόνες τους. Τι να πρωτοθυμηθείς, τα χρώματα και σχήματα του σπιτιού, τα δωμάτια, τα πάρκα, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, το μπουρδέλο, το πλοίο, οι πόλεις… Μια παραμυθένια πανδαισία κυριεύει το πανί. Κοντά σε αυτά και τα φουτουριστικά ρούχα που αναδεικνύουν την εποχή κυρίως αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες. Σπουδαία δουλειά και τα μόνα σίγουρα από τώρα πως θα κερδίσουν από ένα Όσκαρ μαζί με αυτό της φωτογραφίας γιατί το ντεκόρ δεν παίζεται…
Όσο για την Έμμα Στόουν αποδεικνύει γι’ άλλη μια φορά πόσο θεάρεστα μπορεί να στραπατσαριστεί. Πως δηλαδή αυτή η μεγάλη σταρ που μετά το εξαίρετο «La La Land» έχει στα πόδια της όλο το Χόλυγουντ και θα μπορούσε να παίζει σε διάφορες Μπάρμπι επιλέγει να τακίμιασει με τον «δικό» μας και σε ότι –φαντάζομαι- της ζητηθεί δεν κωλώνει να ανταποκριθεί. Από το να κάνει την μαριονέτα και το θύμα, μέχρι την πόρνη ή την ντάμα, ή να εμφανίζεται ολοτσίτσιδη ή αβέρτα κουβέρτα να πηδιέται με άθλιους και τυχάρπαστους πελάτες…. Απλή, φυσική, εντελώς αληθινή. Αλλά και με πόση χάρη και αυτοπεποίθηση από το δράμα περνά στην κωμωδία. Το φινάλε της είναι υπέροχο, αναδεικνύει όλους τους ερμηνευτικούς κόπους φωτίζοντας μια πλέον ολοκληρωμένη προσωπικότητα που κέρδισε με το σπαθί της. Σπουδαία σε όλα της.
Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από τον μεταμορφωμένο σε Φρανκεστάιν, Γούλιαμ Νταφόε. Ηθοποιός πολυμηχάνημα που τα κάνει όλα αν θυμηθούμε τις δοκιμασίες που τράβηξε με τον άλλο σαλεμένο, τον Δανό Λαρς φον Τρίερ και βέβαια συμφέρει, είναι βολικός και κυρίως αποτελεσματικός.
Εξαίρετος και ο Μαρκ Ρούφαλο στο ρόλο του δικηγόρου γυναικοκατακτητή, μα και όλο το υπόλοιπο καστ, ειδικά η μαντάμ «Παρί» με μια καραφατσάρα παρμένη από έργα του Πικάσο και με τη βραχνά λάγνα φωνή της. Υπέροχη.
Στη ταινία θα δεις:
-Το τρελό επιστήμονα να ρεύεται και από το στόμα του να βγαίνουν διάφανες μπαλίτσες που σκάνε στον αέρα… Εντυπωσιακό!
-Κότα με σώμα γουρουνιού, κατσίκι με κεφάλι σκύλου… και άλλα χαριτωμένα ζωικά τερατάκια να σουλατσάρουν στον κήπο της Εδέμ…. Ποιος άραγε να πταίει;
– Άφθονο γυμνό χωρίς περικοπές και ακόμα περισσότερο σεξ… Δώσε τσόντα στο λαό!
-Διάφορα πετούμενα τα λες και ιπτάμενους δίσκους…
Στα αρνητικά (-) σημειώνουμε:
Το πρώτο τέταρτο και μέχρι να μπεις στο κλίμα δεν ελκύει, ενώ το ασπρόμαυρο της έναρξης με το εισαγωγικό περιεχόμενο σκιάζει την όποια, αλλά καλή, διάθεση έχεις.
Εν ολίγοις (=) Της λείπει η έκπληξη και η απόλαυση της θέασης όπως είχε για παράδειγμα η «Ευνοούμενη». Ωστόσο καταγράφεται στις πολύ καλές ταινίες του μέγα κατακτητή Γιώργου Λάνθιμου.
Βαθμολογία:
7,4/10
Poor Things (Ιρλανδία-Ηνωμένο Βασίλειο-ΗΠΑ, 2023) Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος. Σενάριο: Tony McNamara, Alasdair Gray. Με τους: Emma Stone, Mark Ruffalo, Willem Dafoe. Έγχρωμη, 150΄ –trailer εδώ