Είδε ο Γιάννη Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Ο Βασίλης Τσικάρας καλλιτεχνικό γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης είναι μια κατηγορία από μόνος του και μια περίπτωση προς συζήτηση. Εκτός άλλων ιδιοτήτων του παίζει σε έργα που αυτός γράφει, τα σκηνοθετεί, έχει δικό του θέατρο και δική του ομάδα που τον υποστηρίζει με τυφλά τα μάτια, έχει μια σχολή που διδάσκει, έχει μια προωθητική εταιρεία ή κάτι τέτοιο για ηθοποιούς να παίζουν σε σειρές και φιλμάκια και στον …ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τον κινηματογράφο καθώς έχει αδυναμία στην πολύπαθη και βασανισμένη ιστορία του τόπου μας.
Σχεδόν από το πουθενά μας ξάφνιασε γράφοντας σκηνοθετώντας και γυρίζοντας το 2017 το «Έξοδος 1826», ακολούθησε η «Πολιορκία», το «Πέντε» (2023), ενώ έχει στα σκαριά άλλες δυό ταινίες, μπορεί και παραπάνω! Παρότι οι ταινίες του απευθύνονται στο μεγάλο κοινό και στη συνείδηση του ελληνικού λαού, τα γραφεία διανομής και τα Βίλατζ του έχουν γυρίσει την πλάτη αλλά προς μαγκιά του αγωνίζεται να φτάσουν με οποιοδήποτε τρόπο στις αίθουσες, δηλαδή στους τελικούς αποδέκτες που είναι οι θεατές.
Για να συμβεί αυτό σε όποια πρόσκληση από συλλόγους και λέσχες τον καλούν τρέχει να παρουσιάσει τις ταινίες του περιοδεύοντας ανά την Ελλάδα ενίοτε και το εξωτερικό. Το αξιοσημείωτο είναι πως με χαμηλό μπάτζετ κατορθώνει το ακατόρθωτο: οι ταινίες του να φαίνονται και να είναι χειροποίητες, με καλή ύλη και καλές αγνές προθέσεις και αυτή τη στιγμή, δηλαδή τη τελευταία δεκαετία, το όραμά του στον χώρο του σινεμά να φαντάζει σαν τον Δον Κιχώτη που παλεύει με τους ανεμόμυλους.
Η επιτυχία όμως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και δεν μπορεί να περάσει στο ντούκου όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αυτό που μέχρι και τώρα του κλείνει τις πόρτες στις φυσικές προβολές, να συμπεριλάβει τις ταινίες του στο αφιέρωμα που έγινε για την επέτειο του 1821.
Κάτι είναι και αυτό όταν η θεατρική αναγνώριση προς το πρόσωπό του έχει έρθει προ πολλού, παρότι η ντόπια ψευτοκουλτούρα τον σνομπάρει χαρακτηριστικά αλλά φαντάζομαι δεν του καίγεται καρφί, στο σινεμά όμως, έχει μπόλικο δρόμο μπροστά του ώστε να αναγνωριστεί το έργο του κι ας πιστεύει ότι θέλει.
Πεισματάρης, εργασιομανής, προσηλωμένος και περήφανος άνθρωπος κλείνει τα αυτιά του σε μίζερους και κομπλεξικούς και συνεχίζει ακάθεκτα –και- την κινηματογραφική του σταδιοδρομία με τελευταία έξοδος το «Operation Star» που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε περιορισμένη κι αυτό, διανομή.
Όπου στη δίνη του πολέμου παρακολουθούμε την καταδίωξη δύο αντρών από μία διμοιρία Γερμανών να γεννιέται ένας έρωτας, ο οποίος θα αλλάξει τις ζωές όλων.
Και είναι πρώτη φορά που το συναίσθημα κυριαρχεί και μέσω των προσώπων ακτινοβολεί πόνο, στεναχώρια, αγωνία και μια απελευθερωτική τάση ως παράλληλη απώλεια. Μου θύμισε κάτι από Τάκη Κανελλόπουλο με το ζευγάρι Άγγελο Αντωνόπουλο και Λίλυ Παπαγιάννη να βολοδέρνονται στα παγωμένα βουνά, νομίζω της Πίνδου… Και εδώ λείπει η επαφή, οι λέξεις είναι ακριβές αλλά τα βλέμματα κρύβουν φλόγα και ανεκπλήρωτο πάθος. Η κάμερα του Τσικάρα έχει ωραία πλάνα από καταπατημένους από βαριές αρβύλες τόπους που μαρτυρούν διωγμό και καταπίεση, και όταν τους κοιτά από ψηλά απλώνεται μια απέραντη ελληνική φθινοπωρινή ομορφιά παρότι βρωμά μπαρούτι…
Ο πρωταγωνιστής μπορεί να γράφει εκπληκτικά στο πανί, είναι ένας πραγματικός λεβέντης που με το βλέμμα και την κορμοστασιά πολεμά στα κατατόπια του εχθρού αλλά τρώγεται με τα ρούχα του. Η πατρίδα και μια γυναικεία μορφή ταλαντεύουν το είναι του ενώ μένει ακέραια σκληρό και ωμός στην αποστολή του. Το όνομα αυτού του ηθοποιού: Κωνσταντίνος Λάγκος.
Στη σύνθεση θα βρούμε και άλλους υποστηρικτικούς ρόλους ακόμη και τον Βασίλη να πείθουν πριν χορέψουν τον «χορό του Ζαλόγγου» ενώ το γλέντι θα στρώσει μουσική και ένα τραγούδι που θα σε σκιάσει ακόμη και όταν ολοκληρωθεί η ταινία.
Αξίζει να δείτε την ταινία που μετά την πρεμιέρα στο Κολοσσαίον παίζεται τώρα στο Αθήναιον.
Αντιθέτως, με ένα πακτωλό χρημάτων ο Ματέο Γκαρόνε ασχολείται με δυο νεαρούς φίλους που αποφασίζουν να αποχωριστούν την φτωχή και καταπιεσμένη Σενεγάλη για να βρουν μια άσπρη μέρα στην Γαλλία.
Το οδοιπορικό είναι μακρύ και οι ταλαιπωρίες αβάσταχτες για τις πλάτες των νέων ανθρώπων, εκμετάλλευση, λεηλασία και εξευτελισμός θα τους φέρουν αντιμέτωπους με τις αντοχές τους, κυρίως με τη επιβίωσή τους.
Είναι όμως κρίμα πως αυτή η πολυδιαφημισμένη ταινία του σκηνοθέτη που κάποτε μας έδωσε το σχεδόν συγκλονιστικό «Γόμορρα» δεν ενθουσιάζει καθώς βιαστικά φτάνει σε μια κορύφωση που τη λες και πρόχειρη.
Αλλά και τα πριν έχουν σοβαρά θέματα απόδοσης. Παρότι η σκληρότητα και η δοκιμασία που βιώνουν διασχίζοντας τη Σαχάρα είναι εμφανής, σκηνοθετικά δεν τους δίνει την πρέπουσα βαρύτητα, τα ξεπετάει με αποτέλεσμα ελάχιστα ταρακουνούν το είναι μας. Κύριο μέλημα κάθε σκηνοθέτη να συνδεθεί το κοινό με τους πρωταγωνιστές και τα βιώματά τους ειδάλλως πώς θα τους νιώσεις; Έτσι με ευκολία φτάνει και στο τέλος ενισχύοντας απλά και μόνο τον τίτλο της ταινίας «Εγώ Καπετάνιος».
Τέλος, μια άλλη ελληνική ταινία που βγήκε την προηγούμενη εβδομάδα στα σινεμά και μάλιστα στα Βίλατς είναι το «Μινόρε» κάποιου Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα.
Θέλει να λέγεται φαντασίας με ένα γιγάντιο χταπόδι να κατατρώει τους ταλαίπωρους κατοίκους μια μικρής επαρχιακής πόλης που βολοδέρνονται από κάθε καρυδιάς στερεότυπα. Αφελές σενάριο, κάκιστες ερμηνείες και μια υπερπροσπάθεια πως τα αλά ελληνικά ζόμπι βγήκαν παγανιά, φέρνουν τούμπα όλες τις προθέσεις του «δημιουργού» που καλά θα κάνει να ξεκινήσει από την αρχή, δηλαδή να πιάσει μολύβι και χαρτί γιατί ωραίες οι ιδέες και η φαντασία αλλά αν δεν διαθέτεις όραμα και ικανότητες, τότε άστα βράστα.