Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Ανάμεσα στις ταινίες που ήρθαν στις κινηματογραφικές και τις τηλεοπτικές οθόνες, διακρίθηκε μια συγκεκριμένη, σε παραγωγή του συνδρομητικού καναλιού Netflix. Ο λόγος για την ταινία «The Killer» (2023), η οποία μας θύμισε την ταινία γαλλικής παραγωγής με τίτλο: «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», (Le Samourai, 1967). Πάμε να μιλήσουμε και να συγκρίνουμε τις δύο αυτές ταινίες!!!
Υπόσχεση:
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ συνεργάζεται ξανά με το συνδρομητικό κανάλι Netflix μετά από την ταινία του, «Mank» (2020). Αυτή τη φορά όμως η συνεργασία τους αποσκοπεί στην ικανοποίηση ενός πολυαγαπημένου για τον δημιουργό πρότζεκτ. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ για 20 χρόνια επιθυμούσε να μεταφέρει τις σελίδες του ομώνυμου γαλλικού κόμικ στην οθόνη, και μάλιστα με πρωταγωνιστή τον προσφιλή του Μπραντ Πιτ. Το πλήρωμα του χρόνου όμως έφθασε πρόσφατα και είναι ένας συνδυασμός μεταφοράς του κόμικ με παράλληλη αποτίμηση φόρου τιμής στην ταινία που εφηύρε ένα νέο πρότυπο πρωταγωνιστή.
Η ταινία: «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» ανήκει στο ευρύτερο σύνολο των ταινιών του ρεύματος του νέου κύματος, της «Nouvelle Vague». Αυτό σημαίνει ότι ο πρωταγωνιστής διαφέρει εξαιρετικά από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Δεν επικοινωνεί, δε μιλάει, δε συζητάει, εντούτοις αναθεωρεί, αναλογίζεται και σκέφτεται κάτι όμως που δε μαθαίνουμε ποτέ. Μπορούμε μόνο να εικάσουμε από τα δείγματα που μας δίνει με επιφύλαξη ο σκηνοθέτης Ζαν Πιέρ Μελβίλ, και τις επιλογές του να εστιάσει συγκεκριμένα, σε βλέμματα και σημεία.
Ας δούμε την υπόθεση των ταινιών και να διακρίνουμε τα στοιχεία που τις ενώνουν, αλλά και εκείνα που τις χωρίζουν.
Πλοκή:
Στις δύο ταινίες, πρωταγωνιστής μας είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος. Δεν αργούμε να έρθουμε σε επαφή με το έργο του, αλλά και το λάθος πάνω στη «δουλειά» του. Ένα σφάλμα που θα θέσει την πλοκή σε δράση και εξέλιξη. Οι δύο τους από θηρευτές θα μετατραπούν σε θηράματα από την ίδια την υπηρεσία που τους προσέλαβε. Η κατεύθυνση όμως που λαμβάνουν για να εκδικηθούν είναι αμιγώς διαφορετική. Ο Τζεφ Κοστέλο, από τη γαλλική εκδοχή αντιμετωπίζει την προδοσία με μια νωχελικότητα. Ο κόσμος δεν τον χωράει με αποτέλεσμα το αντίκτυπο της προδοσίας να μην έχει το ίδιο αντίκτυπο σε αυτόν. Ο δολοφόνος του Φίντσερ από την άλλη, -δεν γνωρίζουμε το όνομα του, παρά μόνο μια σειρά από ψευδώνυμα- λαμβάνει προσωπικά κάθε τι που συμβαίνει. Εκλογικεύει, όχι κυνικά όπως λέει, αλλά με σκεπτικισμό κάθε θεώρηση και υπολογισμό που κάνει. Η δράση του ως εκ τούτου διαφέρει και κρίνεται παραγωγική, και όχι τόσο παθητική.
Σκηνοθεσία:
Οι δύο σκηνοθέτες διαφέρουν στην εποχή, τη χώρα και το ρεύμα.
Ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ είναι ο δημιουργός που θέτει τα θεμέλια, που στρώνει τον δρόμο για να περπατήσουν και να συνδράμουν οι υπόλοιποι. Οι ταινίες του και οι πρωταγωνιστές τους επηρέασαν όλη τη νέα γενιά των σκηνοθετών που ακολούθησαν και επέλεξαν κάποιον «επιφυλακτικά σκεπτόμενο» για κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας τους. Η σκηνοθεσία του είναι αργή και μεθοδική. Θα μας τα δείξει όλα για να προσδώσει ρεαλιστικότητα στην ταινία του και δεν τον ενοχλεί να επαναληφθεί. Προσέχει και φροντίζει τον πρωταγωνιστή του δίνοντας του μια υπόσταση διαχρονική και καθολική. Μικρές λεπτομέρειες στο στιλιστικό κομμάτι αρκούν, όπως μια ανοιχτού χρώματος καμπαρντίνα και ένα κομψό καπέλο.
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ από την άλλη είναι ένας έμπειρος και σύγχρονος σκηνοθέτης. Η καριέρα του άρχισε με βιντεοκλίπ μεγάλων ονομάτων στον χώρο της μουσικής για να καταλήξει στον κινηματογράφο. Έχει φανατικό κοινό και δικαίως με τις ταινίες που έχει προσφέρει σε αυτό. Ταινίες, όπως το «Seven» (1995) και το «Fight Club» (1999) έχουν αφήσει εποχή και παρακαταθήκη στους επόμενους καλλιτέχνες.
Στην εν λόγω ταινία -The Killer- διατηρεί την έλλειψη διαλόγου, για να απαντήσει με έντονο «voiceover». Ο πρωταγωνιστής μας προβαίνει στην έκφραση ενός απερίγραπτου μονολόγου, που σε βαθμό αναγκάζει τον/την θεατή να αναρωτηθεί, αν τελικά απευθύνεται σε αυτόν/αυτή. Ο ρυθμός διατηρείται σταθερός, αλλά όχι αργός. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ κινηματογραφεί με τέτοιο τρόπο τον Μάικλ Φασπέντερ που να μη σου επιτρέπει να χάσεις το ενδιαφέρον σου. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο σκηνοθέτης έχει κρατήσει σημειώσεις και χρησιμοποιεί πολλές τεχνικές από το ρεύμα της «NouvelleVague». Έχει έντονο «JumpCut», κόψιμο κάδρου κατά τη διάρκεια κανονικής ροής. Έχει κάμερα στο χέρι, η οποία ακολουθεί κατά πόδας τον πρωταγωνιστή. Τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφραγίδα του καλλιτέχνη, όπως αποκλεισμένοι κοινωνικά πρωταγωνιστές, αστικά σκοτεινά τοπία και προβολείς έναντι του φακού της κάμερας.
Ερμηνείες:
Στην ταινία του Μελβίλ έχουμε τον έναν και μοναδικό Αλέν Ντελόν, τον ηθοποιό ειλικρινά με το αγγελικό πρόσωπο, και σε αυτό στηρίζει την ερμηνεία του. Ο Αλέν Ντελόν δε μιλάει, κοιτάζει και το βλέμμα του τα διαπερνάει όλα. Διαμορφώνει ένα αρχέτυπο το οποίο συναντάμε στις ταινίες: «Taxi Driver» (1976), «Driver» (1978), «Leon, the professional» (1994), «Collateral» (2004), «Drive» (2011), «John Wick» (2014) και πλέον «The Killer» (2023).
Στην ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ από την άλλη με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασπέντερ, όπως προαναφέρθηκε, ο πρωταγωνιστής του έχει πολλά κοινά στοιχεία, αφού βασίζεται τόσο στο κόμικ, όσο και στο αρχέτυπο του Ντελόν. Ο Μάικλ Φασπέντερ μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας από τα κινηματογραφικά δρώμενα, επιστρέφει με κέφι και όρεξη. Στις στιγμές που αλληλεπιδρά με άλλους χαρακτήρες είναι ψυχρός, σαν τον Αλέν Ντελόν. Με το που βρεθεί μονάχος του και ξεκινήσει το «voiceover» αποκτά διάσταση. Σε βαθμό απευθύνεται στους θεατές. Αποκαλύπτει τα συναισθήματα του, σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του Ντελόν και δε βασανίζεται από κάποιο υπαρξιακό δράμα. Ο Μάικλ Φασπέντερ έχει σκοπό και επιμέρους στόχους και πάνω σε αυτούς γίνεται ο διαχωρισμός της ταινίας σε κεφάλαια.
Τεχνικό κομμάτι:
Οι δύο ταινίες βασίζονται αποκλειστικά στους πρωταγωνιστές τους για αυτό και το τεχνικό κομμάτι ασχολείται ως επί το πλείστον με αυτούς.
Στην ταινία του 1967, το στυλιστικό τμήμα αποδίδει ένα αστικό βρώμικο τοπίο με το διαμέρισμα του χαρακτήρα του Αλέν Ντελόν να μοιάζει με φυλακή. Η φωτογραφία της ταινίας ακολουθεί την παλέτα που εισήγαγε το πρώτο κάδρο της ταινίας. Η πόλη του φωτός, Παρίσι, πρώτη φορά κινηματογραφήθηκε με αυτό τον γκρίζο ρεαλισμό. Το κουστούμι του, όπως έχει ήδη ειπωθεί, χαρακτηρίζεται ως ο απόλυτος συνδυασμός για μια προσωπικότητα σαν και αυτή του πρωταγωνιστή. Η μουσική αποτελείται από ένα συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο ήδη από την πρώτη φορά που ακούγεται, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Ο σκηνοθέτης το χρησιμοποιεί για να ντύσει σκηνές του χαρακτήρα και σίγουρα οι νότες αυτές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κοινότυπες. Αντιθέτως, προσδίδουν αγωνία, καθώς καλύπτουν το άγχος του κεντρικού προσώπου. Τέλος, το μοντάζ είναι σα να γυρίζει το ένα κάδρο πίσω από το άλλο. Μία τεχνική που επηρέασε πολύ το μοντάζ της Μάρσια Λούκας κατά την πρώτη ταινία της σειράς ταινιών του «Πολέμου Των Άστρων» με τίτλο: «Η Νέα Ελπίδα»
Στην ταινία του 2023, η αισθητική που επιλέγεται είναι αυτή του «Νεονουάρ». Όχι δεν έχει «oblique» επιβλητικές γωνίες με στραβά κάδρα και τις σκιές από τα στόρια ενός σκοτεινού γραφείου να διαγραφούν το πρόσωπο του ντετέκτιβ. Έχει όμως ζωντανά χρώματα, με προβολείς και φώτα να υποφωτίζουν τους ηθοποιούς και να πέφτουν πάνω στην κάμερα. Ακόμα, η φωτογραφία τα αποδίδει όλα γυαλιστερά, εύθραυστα, σαν να είναι έτοιμα να διαλυθούν από το μένος του πρωταγωνιστή, και ο Μάικλ Φασπέντερ έχει μπόλικο για τα πρώην αφεντικά του. Το στυλιστικό κομμάτι δεν αντιγράφει το αντίστοιχο της ταινίας του Μελβίλ, το εξελίσσει. Απέναντι στη μακριά καμπαρντίνα, απαντάει με ένα κοντό πανωφόρι της ίδιας απόχρωσης. Απέναντι στο κομψό καπέλο του Ντελόν, έρχεται το ταξιδιωτικό αντίστοιχο του Φασπέντερ. Η μουσική, σαν θέμα της ταινίας δεν είναι παρά ένα χαλί για να καλύψει τις σκηνές έντασης. Η μουσική όμως με τη μορφή των τραγουδιών είναι μία άλλη υπόθεση. Η μελωδία και οι στίχοι του συγκροτήματος «The Smiths» ακούγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και προσφέρουν κάτι με τον δικό τους τρόπο στον χαρακτήρα που εισάγουν.
Αποτίμηση:
Οι δύο ταινίες πραγματεύονται παρόμοια πλοκή με παρόμοιους πρωταγωνιστές. Η μία άνοιξε τον δρόμο για την άλλη, η μία είναι εξέλιξη της άλλης. Έχουν τις διαφορές τους και αυτές είναι που τις καθορίζουν. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αντιγραφή, όχι, καθώς πέρα από την κοινή εκκίνηση, η συνέχεια, η κλιμάκωση και η λύση είναι εντελώς διαφορετικές. Ο χαρακτήρας του ΑλένΝτελόν είναι εξίσου διαφορετικός από εκείνον του Μάικλ Φασπέντερ. Στο τέλος της ημέρας βγαίνει με περισσότερη συμπάθεια προς τον στόχο του («empathy» το αποκαλούν στην ταινία), κάτι που ο δολοφόνος της νέας εκδοχής της ιστορίας θεωρεί αδυναμία και το αιτιολογεί. Κλείνοντας, «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» πάντα θα είναι η πρώτη ταινία που το έκανε και θα φέρει τα πρωτεία της επιρροής. Το «The Killer» έχει την τύχη ή την ατυχία να έρχεται μετά από χρόνια και να φέρει επιρροές τόσο από την πρωταρχική πηγή, όσο και από όλους τους υπόλοιπους προκατόχους του.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 7,2/10 για το «Le Samourai» (1967) λόγω της παρακαταθήκης και ένα 6,8/10 για το «The Killer» (2023) για την αξιόλογη προσπάθεια (και το soundtrack από τους The Smiths!!!).
Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο, (LeSamurai, 1967)/The Killer, 2023 εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 41 λεπτά/1 ώρα και 58 λεπτά. Είδος: Εγκλήματος- Αγωνίας- Περιπέτειας
Σκηνοθεσία: Ζαν Πιέρ Μελβίλ/Ντέιβιντ Φίντσερ -Πρωταγωνιστές: Αλέν Ντελόν/Μάικλ Φασπέντερ, Τίλντα Σουίντον