Από τη στήλη ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΩΣΤΗ του Δημήτρη Φλωρή.
Τα περισσότερα εγκλήματα οφείλονται στο πάθος. Το Lady Macbeth του Ουίλιαμ Όλροιντ εξερευνά μία τέτοια υπόθεση την οποία τοποθετεί το 1865.
Η Κάθριν (Φλόρενς Πο) είναι παντρεμένη με έναν άντρα που δεν αγαπάει. Η έλλειψη αισθημάτων στον γάμο είναι αμοιβαία. Όταν ο σύζυγος της φεύγει για δουλειές, η Κάθριν κάνει σεξ με τον Σεμπάστιαν (Κόσμο Τζάρβις), έναν εργάτη που δουλεύει στην έπαυλη που μένει. Μεταξύ τους ξεκινάει μία ερωτική σχέση. Όταν όμως ο Μπόρις (Κρίστοφερ Φέρμπανκ) ο άντρας της Κάθριν επιστρέφει, τα πράγματα θα πάρουν μία επικίνδυνη τροπή.
Ο τίτλος ξεγελάει εύκολα το κοινό, το οποίο χωρίς να μάθει περισσότερες πληροφορίες περιμένει δικαιολογημένα μία Σαιξπηρική διασκευή. Το Lady Macbeth όμως δεν βασίζεται παρά ελάχιστα θεματικά στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ.

Η ταινία ξεκινάει με μία τεράστια ηρεμία και έναν αργό ρυθμό. Το κοινό δεν αντιλαμβάνεται πολλά για τους χαρακτήρες παρά μόνο για την δυσλειτουργική σχέση του ζευγαριού. Και ενώ θα νόμιζε κανείς πως αρχικά πρόκειται για την ιστορία ενός δύσκολου γάμου, ο Μπόρις ανακοινώνει πως φεύγει από το σπίτι. Ελάχιστες σκηνές αργότερα, η Κάθριν κάνει σεξ με έναν άντρα και όχι πολύ αργότερα έχει αναπτύξει μία σχέση πολύ πιο λειτουργική από εκείνη με τον άντρα της. Τότε η ταινία αποκτά πολλά θεματικά μοτίβα, όπως η απιστία, η νεανική έξαψη αλλά το κυριότερο όπως αποδεικνύεται στο τέλος είναι η έμφυτη ανάγκη για να ξεφύγει κανείς από τα λάθη του.
Οι δημιουργοί δε νοιάζονται για την λύτρωση των χαρακτήρων του. Κανείς δεν θα τη βρει ούτως ή άλλως και ίσως ούτε το κοινό. Δημιουργούν όμως μία σειρά αλυσιδωτών γεγονότων που έχουν άμεση επίδραση στην ψυχολογία τους με αποτέλεσμα τουλάχιστον η ηρωίδα να έχει ένα τεράστιο τόξο μεταβολής. Ξεκινάει ως ένα θύμα. Ως μία γυναίκα η οποία στέκεται με γυρισμένη πλάτη όσο ο άντρας της αυνανίζεται με τη μορφή της. Μία σκηνή που λέει πολλά για την αντιμετώπιση των γυναικών της εποχής. Όταν όμως γνωρίζει τον έρωτα συνειδητοποιεί την θέση της και θα κάνει τα πάντα για να απελευθερωθεί από τα δεσμά της. Θα δηλητηριάσει τον άντρα της και δεν θα διστάσει λεπτό. Θα στέκεται με απάθεια μπροστά στο πτώμα του. Μετά από αυτό το σημείο χωρίς επιστροφή, η Κάθριν θα καταλάβει πως είναι φτιαγμένη για πολλά περισσότερα. Θα φορτώσει επίσης τον φόνο ενός παιδιού που διέπραξε η ίδια στον Σεμπάστιαν και την Άννα την υπηρέτρια της. Τα δύο μοναδικά άτομα που στάθηκαν σύμμαχοι της. Είναι η «μαύρη χήρα»; Είναι απλά ένα κοριτσάκι τραυματισμένο από τη ζωή; Μήπως η ταινία είναι ένα μικρό φεμινιστικό μανιφέστο δείχνοντας τη ζωή μίας γυναίκας που κουράστηκε από τον κόσμο που όλο την καταπιέζει; Όλες οι απόψεις είναι δεκτές για τους δημιουργούς. Η ιστορία παρουσιάζει γκρίζους όλους τους χαρακτήρες, εκτός από τον Μπόρις που φαίνεται να είναι ο αρχικός ανταγωνιστής. Ακόμη κι αυτός όμως υποβαθμίζεται όταν πεθαίνει από μερικά δηλητηριώδη μανιτάρια, χωρίς να δώσει καμία μάχη. Αλλά και ποιος να παρεξηγήσει την Κάθριν η οποία μόλις φεύγει ο άντρας της βγαίνει έξω στον καθαρό αέρα μετά από καιρό και νιώθει ελευθερία; Πώς όμως να μην τη μισήσει που σκότωσε αργά και βασανιστικά ένα παιδί;

Αυτό που ίσως αποτελεί το ατού της ταινίας είναι η ηρεμία της. Το Lady Macbeth διακατέχεται από μία τρομακτική ηρεμία και ησυχία χωρίς ίχνος μουσικής μέχρι και τους τίτλους τέλους. Αυτό δίνει μία αίσθηση ηδονοβλεψίας στα γεγονότα, πως το κοινό παρατηρεί πίσω από μία γωνία. Διατηρεί όμως μία ανησυχητική ένταση με όλους τους φόνους και τις ανατροπές που προσφέρει. Και όλη αυτή η ένταση και ο παλμός των γεγονότων δεν θα μπορούσε να μεταδοθεί στο κοινό χωρίς ένα επιτελείο ηθοποιών το οποίο να μπορεί να εκφραστεί με τόσο περιορισμένη κινησιολογία. Φαίνεται πάντως πως ο σκηνοθέτης έκανε μία πολύ καλή επιλογή στο ποιους/ποιες ηθοποιούς να επιλέξει. Ειδικά η πρωταγωνίστρια Φλόρενς Πο δίνει μία ερμηνεία άξια χειροκροτήματος με ένα τεράστιο εύρος συναισθημάτων που εκφράζεται σε ένα συγκρατημένο πρόσωπο. Το ίδιοι και οι Τζάρβις και Ακλ (Άννα) που ειδικά στην τελευταία σκηνή δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό επιβραβεύοντας (περισσότερο) τους/τις θεατές που έκατσαν να δουν επί 90 λεπτά την ταινία.

Η καλή υποκριτική προδίδει και έναν καλό σκηνοθέτη. Οι συνεχείς οργανικές ανατροπές μία καλή σεναριογράφο (Άλις Μπερτς). Και τα κάδρα που θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής ακόμη κι αν είναι μερικές φορές στο χέρι, προδίδουν μία ικανή διευθύντρια φωτογραφίας. Η Άρι Βέγκνερ δίνει το δικό της αποτύπωμα στο εικαστικό κομμάτι της ταινίας, δίνοντας ένα υψηλής αισθητικής οπτικό θέαμα. Παρά την στατικότητα της ταινίας, η Βέγκνερ καταφέρνει με τα πλάνα στο χέρι να μεταφέρει μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και να διεισδύσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Και πειραματίζεται επιτυχώς στην τελευταία σκηνή που αποτελεί όλη την κορύφωση με την κάμερα κλειδωμένη σε ένα τρίποδο. Αναγνωρίζει την ένταση της σκηνής όπου η Κάθριν συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να φυλακιστεί και κατηγορεί ψευδώς τον Σεμπάστιαν και την Άννα οι οποίοι είναι ανήμποροι (και μαύροι κάτι που για την εποχή τους δίνει ακόμη ένα μεγαλύτερο μειονέκτημα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους) και αφήνει τους ηθοποιούς και τον διάλογο να κάνουν την δουλειά τους χωρίς να επέμβει παρά μόνο στη δομή του κάδρου.
Εν τάχει, το Lady Macbeth είναι ένα πολυεπίπεδο κείμενο που μπορεί να αναλυθεί τόσο για τον χαρακτήρα της Κάθριν, τα κάδρα του, την αναπαράσταση των φύλων και των φυλών τον 19ο αιώνα και τη δομή των χαρακτήρων. Μία ταινία που παρά την ησυχία που την διακατέχει, διέπεται από μεγάλη ένταση – και πολύ ταλέντο μπροστά και πίσω από την κάμερα που τη δομεί και την αποδίδει αργά και βασανιστικά.
Βαθμολογία
7 στα 10
Φωτογραφικό υλικό