Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το καλοκαίρι του 2024 δεν ήταν μία καλή κινηματογραφική περίοδος, όλοι μπορούν να συμφωνήσουν με αυτή την άποψη! Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος λίγες ταινίες κατάφεραν να συναρπάσουν, και ελάχιστες να προσελκύσουν τον κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η τρίτη ταινία της σειράς «Deadpool» μάλλον μάζεψε όλους αυτούς τους θεατές και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον τους δίνοντας τους αυτό ακριβώς που επιθυμούσαν. Στη σύγχρονη εποχή δεν είναι κάτι δεδομένο αλλά η εν λόγω ταινία με τίτλο: «Dead pooland Wolverine» (2024) πέτυχε τον σκοπό της.
Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο το έκανε αυτό!
Υπόσχεση:
Η πρώτη ταινία της σειράς, «Deadpool» (2016), αν και διέθετε μετριοπαθή κεφάλαιο, ο Ράιαν Ρέινολντς με τον σκηνοθέτη Τιμ Μίλλερ κατάφεραν να το αξιοποιήσουν με εξαιρετική επάρκεια. Η θεματική του επικεντρώθηκε στην άνευ όρων αγάπη και η ιστορία του, στην κλασική πια φόρμα των πρώτων υπερηρωικών ταινιών μίας σειράς. Αυτό όμως που την διαφοροποίησε με τον πιο απόλυτο τρόπο από όλες τις υπόλοιπες που κυκλοφόρησαν, κυκλοφορούν και θα κυκλοφορήσουν είναι το ιδιαίτερο χιούμορ της. Ένα χιούμορ που μπορεί να προσδιοριστεί με ποικίλους τρόπους, τόσο με θετικό όσο με αρνητικό πρόσημο. Αν ένας/μία θεατής δεν αρέσκεται σε αστεία εν μέρει προσβλητικά με σεξουαλικά υπονοούμενα, τότε οι ταινίες της σειράς δεν είναι για αυτόν/αυτήν. Εντούτοις, αυτό το αμφιλεγόμενο χαρακτηριστικό ένωσε όλο τον κόσμο και τον οδήγησε στις αίθουσες του κινηματογράφου.
Η ταινία ήταν εισπρακτική επιτυχία, ένας αληθινός θρίαμβος για την εταιρεία παραγωγής της «20th Century Fox». Η αμέσως επόμενη λογική κίνηση ήταν η παραγωγή μίας δεύτερης ταινίας, με τίτλο «Deadpool 2» (2018) με μεγαλύτερο κεφάλαιο και πιο εμπλουτισμένη θεματική. Με τον Μίλλερ να εγκαταλείπει, και τον Ντέιβιντ Λιτς να αναλαμβάνει την σκηνοθεσία, ο Ρέινολντς κατάφερε να φέρει στην ασημένια οθόνη μία εξίσου νέα πετυχημένη ταινία. Η θεματική παρέμενε αυτή της αγάπης, αλλά προστέθηκε και η αντίστοιχη της φιλίας. Όλα ήταν έτοιμα για μία τρίτη ταινία, αλλά κάπου εκεί οι διαδικασίες προπαραγωγής σταμάτησαν. Τι συνέβη άραγε; Συνέβησαν πολλά, αλλά οι σταθμοί που καθυστέρησαν ένα τρίτομέρος για την ολοκλήρωση της σειράς ήταν κοινωνικοί, πέρα από εμπορικοί και καλλιτεχνικοί. Η πανδημία του ιού «COVID19», αλλά και η πώληση της «Fox» στην εταιρεία παραγωγής «Disney» κατεύθυναν το πρότζεκτ στο συρτάρι μέχρι νεωτέρας.
Λόγος:
Ο λόγος για τη δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν ένα τηλεφώνημα, ένα κρίσιμο τηλεφώνημα που θα έδινε το πράσινο φως σε μία τρίτη ταινία. Αυτό ήρθε από τον δημοφιλή ηθοποιό Χίου Τζάκμαν. Ο προαναφερόμενος έχει ενσαρκώσει έναν από τους βασικούς ήρωες στη σειρά ταινιών «X-Men». Η επιτυχία στην ερμηνεία του αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι παραγωγοί της «Fox» κυκλοφόρησαν και μία τριλογία με τον ίδιο εξολοκλήρου πρωταγωνιστή. Ο Τζάκμαν υποδύθηκε τον χαρακτήρα «Wolverine» για εννιά ταινίες με την τελευταία του να κυκλοφορεί με τον τίτλο: «Logan» (2017). Ο ηθοποιός δήλωσε ότι ήταν η τελευταία φορά που έπαιζε τον συγκεκριμένο ρόλο. Οι εξελίξεις τον διέψευσαν γιατί ένα του τηλεφώνημα στον Ράιαν Ρέινολντς αρκούσε για να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Έθεσε όμως έναν όρο, να φορέσει το αυθεντικό κουστούμι του ήρωα του, ακριβώς όπως αυτό είχε σχεδιαστεί στα κόμικ. Ο Ρέινολντς, ως γνωστός φαν της ενάτης τέχνης και με πάθος για τη μεταφορά των σελίδων των κόμικ στην οθόνη, συμφώνησε μετά χαράς. Ένα νέο σενάριο άρχισε να γράφεταιμε τη θεματική να έχει στοιχεία και από τις δύο προηγούμενες ταινίες, αλλά ο αυτοσκοπός ήταν η διασκέδαση των απανταχού φαν των δύο ηρώων.
Πλοκή:
Ο Γουέιντ Γουίλσον, γνωστός και ως αντιήρωας «Ντεντπουλ», απογοητευμένος και παραγκωνισμένος από όλες τις μεγάλες υπερηρωικές ομάδες καταλήγει να εργάζεται σε μία θέση που δεν τον καλύπτει συναισθηματικά. Στα γενέθλια του θα απαχθεί από μία οργάνωση που παρακολουθεί τα διάφορα παράλληλα σύμπαντα. Το αφεντικό της οργάνωσης, «κύριος Παράδοξος» (αυτό είναι το όνομα του, αλήθεια!) ενημερώνει τον Γουέιντ ότι το σύμπαν του θα καταστρέφει εξαιτίας τού θανάτου του Γούλβεριν. Ο Γουέιντ γίνεται για άλλη μία φορά «Ντεντπουλ» και κλέβει ένα μηχάνημα μεταφοράς ανάμεσα στους παράλληλους κόσμους. Σκοπός του είναι να βρει έναν ικανό Γούλβεριν και να σώσει το σύμπαν του!Η περιπέτεια του υπογραμμίζεται από ξέφρενη δράση, στυλιζαρισμένη βία, αναφορές σε δημοφιλή εξώφυλλα κόμικ περιοδικών και επανεμφανίσεις βετεράνων ηθοποιών σε ρόλους που τους ανέδειξαν. Ένα ερωτικό γράμμα παρωδίας που αποχαιρετά το σύμπαν της εταιρείας παραγωγής ταινιών «25th CenturyFox».
Σκηνοθεσία:
Οι ταινίες της λογικής και φιλοσοφίας του «Deadpool» δεν παίρνουν σοβαρά τον εαυτό τους και για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο κόσμος τις αγαπάει. Ο ήρωας της ταινίας είναι πρωταγωνιστής εντός και εκτός κόσμου, καθώς πολλές φορές γυρίζει προς την κάμερα και ανοίγει έναν ενδιαφέρων μονόπλευρο δίαυλο επικοινωνίας με το κοινό. Προβαίνει σε αναφορές από γεγονότα και συμβάντα που σημάδεψαν την ποπ κουλτούρα, ενώ μπορεί να σχολιάζει κάτι που συμβαίνει στην ταινία αλλά με τρόπο που το αστείο του να λειτουργεί εκτός ταινίας. Κάνει το αποκαλούμενο με κινηματογραφικούς όρους «διάλυση τέταρτου τοίχου» (breaking fort hwall), και το κάνει με επιτυχία. Ο σκηνοθέτης λοιπόν πέρα από όλα όσα έχει να κάνει οφείλει να διατηρήσει το κατ εξοχήν στοιχείο αυτών των ταινιών. Μίας και το έφερε η κουβέντα, ο σκηνοθέτης αλλάζει ξανά με τον Ντέιβιντ Λιτς να αφήνει το πρότζεκτ για χάρη της νέας του ταινίας: «Ο Κασκαντέρ» (The Fall Guy, 2024). Αναλαμβάνει εντούτοις ένας γνώριμος και φίλος των ηθοποιών, ο Σον Λέβι. Ο καλλιτέχνης συνεργάστηκε με τον Ράιαν Ρέινολντς στις ταινίες: «Free Guy» (2021) και «Επιχείρηση Άνταμ» (Project Adam, 2022), ενώ με τον Χίου Τζάκμαν στις ταινίες: «Real Steel» (2011) και «Μία Νύχτα Στο Μουσείο: Το Μυστικό Του Φαραώ» (Night At The Museum: Secret Of The Tomb, 2014).
Με τον σκηνοθέτη να γνωρίζει σε βάθος τους ηθοποιούς του, αλλά και τη φόρμα της ταινίας που ανέλαβε να περατώσει, αρχίζει τη δουλειά. Ο κόσμος όμως σε αυτό το σημείο αμφιβάλει αν η νέα ταινία του «Deadpool» θα διατηρήσει τα στοιχεία που την έκανε να ξεχωρίσει. Η «Ντίσνεϊ», ως μία φιλική προς όλη την οικογένεια εταιρεία παραγωγής ταινιών, δεν επιτρέπει να διαταραχθεί η φόρμα που με τα χρόνια έχει εγκαταστήσει. Δεν παίρνει ρίσκα για να αποτρέψει τις εισπρακτικές αποτυχίες και λειτουργεί σε ένα αποστειρωμένο πλαίσιο. Ο καλλιτέχνης φροντίζει να απομακρύνει τις ανησυχίες του κοινού του από το πρώτο κιόλας λεπτό. Οι τίτλοι αρχής είναι μία ωδή σε αυτό που εισήγαγε πριν οχτώ χρόνια η πρώτη ταινία, με την βία να είναι έντονη, υπερβολική και παράλληλα κάφρικη και χυδαία, με το αποτέλεσμα να συναρπάζει καθώς συμβαίνει στα πλαίσια χορευτικού μιούζικαλ. Αυτή η πρώτη σκηνή έγινε «viral» από την πρώτη κιόλας εβδομάδα προβολής, λόγω του χαρακτηριστικού τραγουδιού με τίτλο: «Byebyebye» από το συγκρότημα «NSYNC», με τους χρήστες του διαδικτύου να βιντεοσκοπούν τους εαυτούς τους χορεύοντας στον ρυθμό του τραγουδιού. Με αυτή την εκκίνηση δίνεται αφενός η εγγύηση για την πιστότητα της, αφετέρου ο ρυθμός και ο τόνος της.
Μιλώντας για ρυθμό, αυτός μέσα στην ταινία είναι κατά κύριο λόγο γρήγορος. Η μία σκηνή φέρνει την άλλη, όχι επειδή το υπαγορεύει το σενάριο, αλλά γιατί πρόκειται για μία διαδοχική και διαρκή προετοιμασία για τη συνέχεια, μέχρι τη λήξη. Κάθε φορά που πάει κάπως να χαλαρώσει, ο σκηνοθέτης προβαίνει στην προσθήκη μίας σκηνής δράσης και ενός μουσικού τραγουδιού για να συνδυάσει δράση και κωμωδία. Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν τουλάχιστον τρεις σεκάνς που κυριολεκτικά σφάζονται μεταξύ τους. Οι χαρακτήρες τους είναι άτρωτοι οπότε η ένταση ανάμεσα τους κλιμακώνεται και ξεφεύγει εύκολα.Ο τόνος από την άλλη κινείται σε παράλληλο δρόμο. Αρχίζει έξαλλα, για να προσγειωθεί με σκηνή «flash back». Με αυτό τον τρόπο παίρνει μία βαθιά ανάσα και προετοιμάζεται. Έπειτα, ακολουθεί τον αύξοντα ρυθμό και συμπαραστέκεται σε αυτόν με το να ισορροπεί μεταξύ σοβαρού διακυβεύματος και της γελοιότητας του επιφανειακού του περιεχομένου.
Ερμηνείες:
Ο Ράιαν Ρέινολντς επιστρέφει στον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τρίτη ταινία με την ερμηνεία του να αποτελεί πλέον υποκριτικό στοιχείο κάθε ρόλου του. Ερμηνεύει κοινώς έναν «εξυπνάκια» και «πολυλογά». Αυτό το καταλαβαίνουμε τόσο στη δράση του μέσα στην ταινία, αλλά και όταν απευθύνεται ανοιχτά στους/στις θεατές. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας φοράει τη χαρακτηριστική του κόκκινη μάσκα, αλλά ο ηθοποιός γνωρίζει πολύ καλά πως να «παίξει» με αυτή. Βέβαια, η ιστορία προχωράει την πλοκή με τέτοιον τρόπο ώστε να εμφανίζονται κι άλλοι «Deadpool» στην ταινία, με τον Ρέινολντς να απολαμβάνει να υποδύεται τον ίδιου χαρακτήρα σε άλλο τόνο. Η ερμηνεία του είναι αυτό που ορίζει τη ψυχή της ταινίας και είτε θα αρέσει, είτε θα κουράσει.
Ο συμπρωταγωνιστής του, Χίου Τζάκμαν είναι ειλικρινά μια ερμηνευτική αποκάλυψη εντός των πλαισίων της ταινίας. Ο ηθοποιός έχει αναδείξει περίτρανα το ταλέντο του στον κινηματογράφο και το θέατρο. Εδώ όμως του ζητείται να φέρει μια κατεστραμμένη και στοιχειωμένη από την αποτυχία εκδοχή του χαρακτήρα του. Στις προηγούμενες ταινίες πάλι το ίδιο του ζητήθηκε να ερμηνεύσει, αλλά εδώ υποδύεται με έναν ελεύθερο τρόπο τον ρόλο του και ξεχωρίζει. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η ταινία είναι σε βαθμό ένα «πανηγύρι» και ο ηθοποιός φέρνει μια ερμηνεία κατά πολύ ανώτερη από αυτό που απαιτείται. Αποδεικνύει για πολλοστή φορά το «άστρο» του, ενώ οι φαν του χαρακτήρας του έχουν την ευκαιρία να τον απολαύσουν σε πολλές εκδοχές, με κουστούμια που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στις εκδόσεις των κόμικ.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί που τους συνοδεύουν επιτελούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το έργο τους. Ο Μάθιου Μακφάντιεν ως «κύριος Παράδοξος» φέρνει τον βρετανικό σνομπισμό για το πώς βλέπει τον κόσμο. Η ΈμμαΚορίν ως «Κασσάνδρα Νόβα» φέρνει μία θηλυκή εκδοχή του «Τσαρλς Ξαβιέ» από την πλευρά του ανταγωνιστή.
Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, όπως η Τζένιφερ Γκάρνερ, ο Γουέσλι Σνάιπς, ο Τσάνινγκ Τέιτουμ, η Ντάφνι Κιν και ο Κρις Έβανς εμφανίζονται σε ρόλους κλειδιά για την ενίσχυση του συναισθηματικού υποβάθρου. Οι συντελεστές φροντίζουν να δώσουν στο κοινό τους αυτό ακριβώς που θέλει να δει, λυτρώνοντας στην πορεία μερικούς χαρακτήρες που λόγω αμφίβολης επιτυχίας επιλογών, δεν έλαβαν την αναγνώριση και την επιτυχία που έπρεπε.
Τεχνικό μέρος:
Η ταινία είναι μια παραγωγή της εποχής της. Αυτό σημαίνει ότι φέρει όλες τις παθογένειες των ταινιών του σύγχρονου κινηματογράφου. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως, οι συντελεστές δε φαίνεται να ενδιαφέρονται. Με αυτό καθίσταται σαφές ότι αν και οι ραφές των ψηφιακών εφέ φαίνονται και δε ξεγελούν το μάτι των θεατών, οι αρμόδιοι δεν ανησυχούν. Δεν είχαν εξαρχής σκοπό να αποδώσουν κάτι αληθοφανές. Εκτός αυτού, η ανάδειξη της βίας δε θα μπορούσε να προσεγγιστεί με πρακτικά εφέ και να διατηρήσει την ελαφρότητα στον τόνο της ταινίας. Το σημείο στο οποίο δίνεται ιδιαίτερο βάρος είναι η απόδοση της πιστότητας των κουστουμιών. Όλοι οι χαρακτήρες παίρνουν τις ακριβείς στολές, που έντυσαν τους χαρακτήρες τους στις σελίδες των κόμικς. Το κουστούμι του «Ντεντπουλ» αποκτά μία λιγότερο έντονη απόχρωση του κόκκινου. Η σκηνή στην οποία ντύνεται είναι από τις πιο αστείες της ταινίας, και σε αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το μοντάζ και τα γρήγορα επαναλαμβανόμενα κοψίματα. Ο «Γούλβεριν» από την άλλη φοράει την κλασική κίτρινη στολή του και οι θεατές παραληρούν στην όψη της. Το ενδυματολογικό τμήμα είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τη δημιουργικότητα του λόγω και των υπολοίπων κουστουμιών που ετοίμασε για τον χαρακτήρα, τα οποία προέρχονται από διάσημα εξώφυλλα κόμικ περιοδικών.
Αποτίμηση:
Η ταινία, αν ληφθεί μεμονωμένα, είναι μία απλή ταινία, σε σημεία αστεία, αλλά όχι κάτι που μπορεί να φθάσει τα ύψη του συγκεκριμένου είδους. Αν όμως συνυπολογιστεί η πορεία της, η ιστορία κληρονομιάς, για την οποία θέλει να κάνει μεστή αναφορά, τότε μιλάμε για έναν μικρό θρίαμβο. Διατηρεί την αισθητική και τη ψυχή της, ακόμη και αν μερίδα θεατών δε συμφωνεί με αυτή. Η ταινία ελλείψει μεγάλων παραγωγών κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου αναδείχθηκε ως κινηματογραφικό γεγονός. Το άξιζε; Όχι ακριβώς, αλλά αν την συγκρίνουμε σε σχέση με τις νέες κυκλοφορίες της βιομηχανίας, είναι απόλυτα λογικό.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 6,1/10 εκτιμώντας αυτό που έκανε, αλλά μη συμφωνώντας απόλυτα με τον τρόπο που το έκανε.
«Deadpool&Wolverine»(2024) εγχρ.
Διάρκεια: 2 ώρες και 8 λεπτά
Είδος: Δράση – Περιπέτεια – Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Σον Λέβι
Πρωταγωνιστές: Ράιαν Ρέινολντς, Χιού ΤζάκμανΈμμα Κορίν, Μάθιου Μακφάντιεν, Ντάφνι Κιν, Τζένιφερ Γκάρνερ, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Γουέσλι Σνάιπς, Κρις Έβανς