Είδε η Ιωάννα Δούνδη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
“What We Wanted” ο αγγλικός, “Was wir wollten”ο Γερμανικός και “Αυτό που θέλαμε”, ο ελληνικός τίτλος της Αυστριακής ταινίας, διάρκειας 90 λεπτών, που προστέθηκε και είναι διαθέσιμο για θέαση στο Νέτφλιξ από τις 11 Νοεμβρίου.
Και όταν διαβάζεις ότι είναι η Αυστριακή επιλογή για το «Academy Award for Best International Feature Film» ή όπως το ξέρουμε, όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, για το 2021, ε κάποιες προσδοκίες σου δημιουργούνται όπως και να το κάνουμε.
Ή είχαμε λοιπόν εμείς μεγάλες προσδοκίες, ή κάτι δεν πήγε ακριβώς όσο καλά θα έπρεπε στο κομμάτι της εκτέλεσης της ταινίας.
.

.
Η υπόθεση είναι βασισμένη σε μια συλλογή σύντομων φανταστικών ιστοριών του Σουηδού συγγραφέα Peter Stamm, με τίτλο Der Laufder Dinge, και τα κείμενα για την μεταφορά στην ταινία γράφηκαν από τους Sandra Bohle και Ulrike Kofler, σε συνεργασία με την Marie Kreutzer.
Σε αυτήν, βλέπουμε ένα ζευγάρι κοντά στα σαράντα, που προσπαθεί εναγωνίως να αποκτήσει παιδί, όταν μετά από ακόμη μία αποβολή, αποφασίζει να πάει διακοπές στην Σαρδηνία, πιστεύοντας ότι έτσι θα απομακρυνθεί από τον ψυχολογικό φόρτο που τους έχει δημιουργήσει αυτή η διαδικασία.

Δίπλα τους, στον χώρο που μένουν όσο παραθερίζουν, διαμένει μια οικογένεια με δύο παιδιά, και καθώς οι δύο χώροι επικοινωνούν μέσω της αυλής, τα δύο ζευγάρια αναγκάζονται να «συγκρίνουν» τις καθημερινότητές τους, πράγμα που αντί να λύσει το θέμα το οποίο οδήγησε εκεί εξ αρχής το πρώτο ζευγάρι, μάλλον θα του θέσει νέους προβληματισμούς.
Η ιστορία είναι πολύ απλή. Πρόκειται για ένα δράμα που δεν έχει κάτι άλλο να πιαστεί, ούτε κάπου αλλού να «ξοδευτεί». Δεν υπάρχουν παράλληλες ιστορίες να συμβαίνουν, εγκλήματα, έρωτες, κυνηγητά, για να γεμίζουν τα λεπτά της ταινίας, παρα μόνο ¨γυμνή¨ η ψυχική και συναισθηματική κατάσταση δύο ανθρώπων που καλούνται με τον δύσκολο τρόπο να βάλουν τις προτεραιότητές τους, και να ζυγίσουν ξανά τα θέλω τις ζωής τους και την μεταξύ τους σχέση.
Και αυτό αν και δύσκολο ως στόχος, θα μπορούσε να είναι αριστουργηματικό στην απλότητά του, (άλλωστε έχουμε δει να πετυχαίνεται αντίστοιχος στόχος με το “Marriagestory”)αλλά εδώ δυστυχώς δεν ήταν.
Από το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, Lavinia Wilson (Άλις) και Elyas M’Barek (Νίκλας), έλειπε η χημεία και η σύνδεση. Η ερμηνεία της Lavinia ήταν καλύτερη από του Elyas, ο οποίος έμοιαζε δίπλα της περισσότερο σαν τον αποστασιοποιημένο μικρό της αδερφό, παρά σαν τον ερωτικό της σύντροφο με τον οποίο μοιράζονται το δράμα.

Η Lavinia είναι το α και το ω της ταινίας. Ως το πιο δραματικό πρόσωπο σε αυτήν, μιας γυναίκας που περνάει σωρεία αρνητικών συναισθημάτων, που νιώθει λίγη ως γυναίκα, ανεπαρκής ως σύντροφος, και χαμένη ως προς τους στόχους ζωής της, ανταπεξήλθε αρκετά καλά σε αυτόν τον ρόλο και διαφορετικά θα μιλούσαμε για γενικευμένα κακή ταινία, καθώς της λείπει οτιδήποτε άλλο όχι μόνο σε υπερθετικό αλλά και σε μέτριο ακόμη βαθμό.
Ο ρόλος του διπλανού ζευγαριού που υποδύονται οι Anna Unte rberger και Lukas Spisser, ήταν σχεδόν διεκπεραιωτικός και με τις ερμηνείες τους οι ηθοποιοί δεν προσέθεσαν τελικά τίποτα στην ταινία, ακόμη κι αν αυτός ήταν ο αρχικός στόχος του σκηνοθέτη.
Η μικρή διάρκειά της επίσης, την σώζει από το να μην θεωρηθεί από αδιάφορη, πολύ κουραστική.
Ο σκηνοθέτης Ulrike Kofler, που συνυπογράφει και το σενάριο όπως αναφέραμε πιο πάνω, φαίνεται να είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό του που όμως δεν κατάφερε να αποδώσεικαθώς αντί για μια ταινία που θα κατάφερνε να ξυπνήσει την ενσυναίσθηση του θεατή, και να του αφήσει έστω κάποια γεύση ή κάποιες σκέψεις στο τέλος, δεν το καταφέρνει.
Η μόνη περίπτωση να προκαλέσει κάτι ουσιώδες σε κάποιον, είναι μόνο σε αυτόν που πιθανά ταυτίζεται με την περιγραφόμενη κατάσταση. Και αυτό όχι πάλι με σιγουριά.
.
Φωτογραφικό υλικό