Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Εν Συντομία Εισαγωγή:
Η φετινή χρονιά στον κινηματογράφο διακρίνεται από δημιουργικές αντιθέσεις και καλλιτεχνικές αυξομειώσεις. Ο ανεξάρτητος κινηματογραφικός χώρος ρίσκαρε, στοιχημάτισε και σε ορισμένες περιπτώσεις κέρδισε πανηγυρικά. Μία από αυτές τις πετυχημένες απόπειρες φέρει ένα ιδιαίτερα συμβολικό γυναικείο όνομα στον τίτλο της.
Αυτό δεν είναι άλλο από το όνομα «Ανόρα», και με αυτό ακριβώς να απλώνεται διάπλατα στην αφίσα του φιλμ, πάμε να δούμε την κινηματογραφική έκπληξη της χρονιάς!
Πλοκή;
Η Ανόρα είναι μία νεαρή στρίπερ που ζει και μένει στο Μπρούκλιν. Κάποια στιγμή, ένας πελάτης από τη Ρωσία, ο Ιβάν, έρχεται στο κατάστημα που εργάζεται η Ανόρα και λόγω της ρωσικής της καταγωγής αναλαμβάνει να τον «διασκεδάσει». Η σχέση ανάμεσα τους αναπτύσσεται γρήγορα και από «επαγγελματική» αρχίζει να προσδιορίζεται ως «συναισθηματική». Η πλήρης εξέλιξη έρχεται με τον άμεσο γάμο τους στο Λας Βέγκας. Το γαμήλιο και ευχάριστο κλίμα θα διαταραχθεί με το που γνωστοποιηθεί ο γάμος τους. Κανείς δεν επιθυμεί αυτή τη σχέση και όλοι εκτός από τους πλέον ενδιαφερόμενους θα κατευθυνθούν προς διάλυση της. Η Ανόρα θα έρθει αντιμέτωπη με τον απόλυτο ρεαλισμό της σύγχρονης κοινωνίας και θα κληθεί να επιλέξει, αν θα πιστέψει στα παραμύθια ή θα κοιτάξει κατάματα την αλήθεια…
Πίσω από τις κάμερες:
Στην σκηνοθεσία συναντάμε τον ανεξάρτητο δημιουργό Σον Μπέϊκερ, γνωστό από τις ταινίες «The Florida Project» (2017) και«Red Rocket» (2021). Ο καλλιτέχνης διατηρώντας τη θεματολογία και το ύφος των προηγούμενων του ταινιών, εισέρχεται σε αυτή την ιδέα με τον σκοπό να πει μία ιστορία, ένα παραμύθι, απομακρύνοντας όμως στην πορεία όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούν ως τέτοιο. Πρόκειται για την πλήρη αποδόμηση της ιστορίας της «Σταχτοπούτας», μία ρεαλιστική εκδοχή της ταινίας «Pretty Woman»(1990) του Γκάρι Μάρσαλ. Αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται για ένα βαρύγδουπο δράμα, αλλά για μία γρήγορη και σε βαθμό διασκεδαστική ιστορία, ταξίδι τρόπον τινά «ενηλικίωσης», από το οποίο απορρέει η τραγικότητα του εκάστοτε χαρακτήρα.
Ο σκηνοθέτης στην πιο ακριβή του ταινία μέχρι στιγμής διατηρεί τον «ανεξάρτητο» αέρα του. Η ιδέα αυτής της μεταστροφής του κλασικού παραμυθιού πρέπει να βρισκόταν για χρόνια στο μυαλό του. Για πρώτη φορά είδε την ηθοποιό Μίκι Μάντισον στην ταινία: «Κάποτε Στο Χόλυγουντ» (Once Upon A Time In Hollywood, 2019)του Κουέντιν Ταραντίνο και αμέσως επιθύμησε να συνεργαστεί μαζί της. Η ταινία ακολουθεί μία αισθητική, αντίστοιχη εκείνης της δεκαετίας του ‘70. Η χρωματική παλέτα κυμαίνεται μεταξύ των αποχρώσεων του κόκκινου και του μπλε, συμβολίζοντας κάθε φορά και ένα νέο συναίσθημα ή μία νέα συνθήκη. Επιστρέφοντας στην εκτός στούντιο προσέγγιση, η σκηνή στο εστιατόριο, στην οποία οι πρωταγωνιστές αναζητούν έναν από τους χαρακτήρες, ο ηθοποιός Κάρεν Καραγκούλιαν μαζί με τον φωτογράφο Ντρού Ντάνιελς αυτοσχεδιάζουν την σκηνή ρωτώντας τυχαίους θαμώνες για την τύχη του ήρωα!
Μπροστά από τις κάμερες:
Η Μίκι Μάντισον είναι ειλικρινά μία αποκάλυψη! Ο δημιουργός θέτει ρυθμό και τόνο από την αρχή, αλλά η Μάντισον είναι αυτή που επιτρέπει στον ρυθμό να κυλάει και στον τόνο να ισορροπεί ανάμεσα στη μελωδία και την παραφωνία. Η ηθοποιός επικοινωνεί τον χαρακτήρα της μέσα από το κορμί της, το οποίο και επιστρατεύει για όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πέρα από το κορμί, η φωνή της αποτελεί έναν ακόμα ερμηνευτικό σύμμαχο, και στοιχείο που προχωράει μία σειρά από αστεία. Η χημεία της με όλους είναι καταπληκτική, αλλά η σχέση της με τον φακό της κάμερας έχει την πρώτη θέση στις προτεραιότητες της. Καταλήγει τραυματισμένη ψυχικά και ως εκ τούτου μία από τις τραγικές φιγούρες της ταινίας, αλλά το σενάριο αφήνει μία μικρή ελπιδοφόρα υπόσχεση για λύτρωση.
Το καστ που πλαισιώνει την Μάντισον απαρτίζεται κυρίως από άνδρες ηθοποιούς. Ο Μάρκ Άϊντελστιν μεταφέρει τον πιο ανώριμο και παρορμητικό Ρώσο που έχουμε δει ποτέ στον δυτικό κινηματογράφο. Ο ηθοποιός εκμεταλλεύεται τα νεανικά σχεδόν εφηβικά χαρακτηριστικά και αναπτύσσει τον ρόλο του βάσει αυτών. Οι Βας Τοβμάσιαν και Άντον Μπίτερ αποτελούν το κωμικό δίδυμο της ταινίας με την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, και σχέση με την Ανόρα να βγαίνει εκτός λογικής και να προκαλεί γέλιο. Ο Μπίτερ εντούτοις γνωρίζει ανάπτυξη χαρακτήρα που δεν είναι δεδομένη για τον ρόλο του. Τέλος, ο Κάρεν Καραγκούλιαν είναι ένας συνηθισμένος συνεργάτης του Μπέϊκερ με διαρκή παρουσία σε κάθε ταινία του καλλιτέχνη. Εντός της ταινίας είναι η φωνή του κουρασμένου μεσήλικα, που ακόμα αναρωτιέται γιατί ασχολείται.
Καταλυτικός Επίλογος:
Η ταινία «Ανόρα» εκπλήσσει σε βαθμό που ορισμένες σεκάνς σοκάρουν από την αμεσότητα της σκηνοθετικής προσέγγισης. Οι συντελεστές διακατέχονται από ένα κλίμα «ελευθερίας», με αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόκειται να κρατηθούν πίσω. Ναι, η ταινία εμπεριέχει αρκετές σκηνές με τους ηθοποιούς γυμνούς, ναι, σε πολλές από αυτές υπάρχει έντονη και τολμηρή αλληλεπίδραση ανάμεσα τους, και αυτό ακριβώς μας αρέσει. Το τελευταίο διάστημα έχει τεθεί το εξής ερώτημα: «Μα, που πήγε το σεξ στον κινηματογράφο;». Η απάντηση έρχεται από την «Ανόρα» που ακόμα το θυμάται και το υποστηρίζει.
Θα έβαζα με ένα 6,8/10 για την έκπληξη από το πουθενά, αλλά και τα σχόλια που βρίσκονται στον πυρήνα της ταινίας.
Διάρκεια: 2 ώρες και 19 λεπτά Είδος: Ρομαντική Κωμωδία Δράματος Σκηνοθεσία: Σόν Μπέϊκερ Πρωταγωνιστές: Μίκι Μάντισον, Μάρκ Άϊντελστιν, Βας Τοβμάσιαν, Άντον Μπίτερ, ΚάρενΚαραγκούλιαν.