Το Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλων Μουσικής Ennio Morricone Eλλάδας διοργανώνουν ανοικτή εκδήλωση προβολής του ντοκιμαντέρ του Τζιουζέπε Τορνατόρε «Ennio: The Maestro», την Παρασκευή 9 Μαΐου 2025 και ώρα 20.00, στην Aίθουσα Τελετών του ΑΠΘ.
Το ντοκιμαντέρ «Ennio: The Maestro» (2021) του βραβευμένου με Όσκαρ δημιουργού του «Σινεμά ο Παράδεισος», Giuseppe Tornatore, παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Ennio Morricone μέσα από συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό και προσωπικές αφηγήσεις του ίδιου του συνθέτη.
Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Αναγνωρίζεις ένα κομμάτι του από την πρώτη νότα – Hans Zimmer.
Έσπασε τα όρια, ένας αληθινός επαναστάτης – James Hetfield – Metallica
Όταν ακούς τη μουσική του, δεν μπορείς να την ξεχάσεις – Won Kar Wai
Καινοτόμος από τότε μέχρι και σήμερα– Clint Eastwood
Δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος κινηματογραφικός συνθέτης, είναι ένας σπουδαίος συνθέτης – Giuseppe Tornatore
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Μορικόνε, ένας Μαέστρος που άλλαξε την έννοια και το κύρος της κινηματογραφικής μουσικής, αφηγείται τη ζωή του από την αρχή μέχρι το τέλος, συγκινεί και συγκινείται. Μουσικοί και σκηνοθέτες μιλούν στο ντοκιμαντέρ για το φαινόμενο Μορικόνε, για το πόσο επηρέασε τους ίδιους και την εξέλιξη της μουσικής.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Giuseppe Tornatore ΣΕΝΑΡΙΟ: Giuseppe Tornatore ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Giancarlo Leggeri, Fabio Zamarion
ΜΟΥΣΙΚΗ: Ennio Morricone ΜΟΝΤΑΖ: Massimo Quaglia, Annalisa Schillaci
ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ: Τζουζέπε Τορνατόρε, Κλιντ Ίστγουντ, Κουέντιν Ταραντίνο, Χανς Ζίμερ, Μπάρι Λέβινσον, Ντάριο Αρτζέντο, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Κουίνσι Τζόουνς, Μπρους Σπρίνγκστιν, Ρόλαντ Τζοφέ, Τζέιμς Χέτφιλντ.
ΧΩΡΕΣ: Ιταλία, Βέλγιο, Ιαπωνία ΕΤΟΣ: 2021 μ- Έγχρωμο/Ασπρόμαυρο ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 156’ ΓΛΩΣΣΕΣ: Ιταλικά, Αγγλικά, Μανδαρινικά, Πορτογαλικά
ENNIO MORICONE – Μια Αριστοτεχνική Καριέρα
Όπως ο Bernard Herrmann είναι για τον Hitchcock, ο Nino Rota για τον Fellini, ο John Barry για τον James Bond και ο John Williams για τον Spielberg, ο Ennio Morricone είναι για τον Sergio Leone. Είναι αδύνατο να θυμηθούμε τις ταινίες του Λεόνε στο μυαλό ή στο αυτί – από το A Fistful of Dollars (1964) μέσω του The Good, The Bad and The Ugly (1966) μέχρι τις πολύ διαφορετικές Once Upon a Time in the West (1968) και Once Upon a Time in America (1984) – χωρίς τη μουσική του Morricone.
Τόσο στενή ήταν η δημιουργική συνεργασία του συνθέτη και του σκηνοθέτη που ο Λεόνε την περιέγραψε κάποτε ως «έναν γάμο σαν τους Καθολικούς πριν από τους νόμους του διαζυγίου». Ο Morricone συμπλήρωσε λέγοντας: «Ο Leone ήθελε περισσότερα από τη μουσική από άλλους σκηνοθέτες – της έδινε πάντα περισσότερο χώρο». Οι ταινίες που προέκυψαν ήταν μυθικά μελοδράματα, με τον Μορικόνε να προμηθεύει το «μελό».
Από κουδούνια, σφυρίχτρες, ιταλικά λαϊκά όργανα, ακατανόητους στίχους και τα ριφάκια από μια Fender Stratocaster – που μπορεί να ήταν μακρινά spin-off από τις έρευνες του Morricone στον John Cage και την ιδέα ότι όλοι οι ήχοι μπορούν να ανήκουν στο βασίλειο της μουσικής – εώς τη ρομαντική Αμερική με λυσσαλέους ανατολικοευρωπαϊκά αυλούς και τις πυκνές ορχηστρικές υφές, η δουλειά αυτών των δύο καλλιτεχνών έτρεξε σε παράλληλες γραμμές.
Οι λωρίδες έναρξης του The Good, The Bad and The Ugly, με το ουρλιαχτό κογιότ «Ay-ee-ay-ee-ay», είναι από τα πιο άμεσα αναγνωρίσιμα στην ιστορία των ταινιών. Αλλά ο Μορικόνε δυσκολεύεται συχνά να επισημάνει ότι ακόμη και κατά τη διάρκεια της πιο παραγωγικής του περιόδου στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 – όταν όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι είπε κάποτε αστειευόμενος «ελάχιστα είδατε μια μεγάλη ιταλική ταινία χωρίς μουσική από τον Ένιο» – υπέγραψε μόνο τριάντα πέντε γουέστερν από τετρακόσιες πενήντα ταινίες, λίγο πάνω από το οκτώ τοις εκατό της εκπληκτικής παραγωγής του. Μόνο τριάντα πέντε! Αυτό είναι περισσότερο από τον Έλμερ Μπέρνσταϊν, τον Ντιμίτρι Τιόμκιν και τον Τζερόμ Μορός μαζί.
Κανείς δεν είναι σίγουρος πόσες ακριβώς ταινίες έχει επενδύσει ο Μορικόνε συνολικά, από την πρώτη του ταινία το 1961. Σίγουρα πάνω από 400, ίσως και 450. Δεδομένου ότι πάντα σημειώνει ο ίδιος κάθε νότα (σε αντίθεση με ορισμένους συνθέτες ταινιών που θα μπορούσα να αναφέρω) και βλέπει τη σύνθεση και την ενορχήστρωση ως μέρος μιας ενιαίας διαδικασίας, το επίτευγμα είναι πραγματικά εκπληκτικό – πιο mainstream ταινίες από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη, ποτέ.
Εκτός από τα γουέστερν, υπήρξαν επαναστατικοί ύμνοι για τους Queimada (1969) και Novecento (1976), τρόμος για τους Argento και Carpenter, ταινίες γκάνγκστερ από το The Sicilian Clan (1969) έως τους Untouchables (1987), καθώς και αμέτρητα ερωτικά θέματα που τείνουν να πηγαίνετε για μπαρόκ, σεκάνς ατονικής δράσης, νοσταλγικές ελεγείες, λυρικούς ύμνους, δυσοίωνα έγχορδα, περιπέτειες και μια ιταλική παρέλαση με τα κύρια τραγούδια του τίτλου. Φαίνεται εξίσου οικείος με τις ταινίες του είδους (allgenres) όπως και με τα μικρότερης κλίμακας, πιο προσωπικά έργα. Στο The Mission (1986), δημιούργησε μια υπεροχη σύνθεση, που αφορά στη δύναμη της ίδιας της μουσικής – ως μέσο σωτηρίας από τη μια και της αποικιακής καταπίεσης από την άλλη: η ταινία τελειώνει με ένα σπασμένο βιολί να επιπλέει στο ποτάμι.
Κατά τη διάρκεια της σχεδόν 50χρονης καριέρας του ως συνθέτης κινηματιγραφικής μουσικής, σε γενικές γραμμές, οι βασικές ιδέες του περιελάμβαναν απλές ιδέες (εύκολες στο βουητό) σε περίπλοκες διασκευές, ασυνήθιστη ενορχήστρωση, συγκεκριμένους ήχους, τη χρήση της ανθρώπινης φωνής ως μέρος της ορχήστρας, μακρές σιωπές, μουσικά gags και μονές νότες που διατηρούνται για πάντα.
Ο Τζουζέπε Τορνατόρε, του Cinema Paradiso, έχει πει γι ‘αυτόν «δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος συνθέτης ταινιών, είναι ένας σπουδαίος συνθέτης».
Sir Christopher Frayling, Former Chairman, Arts Council England
GIANNI RUSSO – ΠΑΡΑΓΩΓΌΣ
«Το πρώτο ντοκιμαντέρ πάνω στο οποίο δουλέψαμε αφορούσε τον Giuseppe Tornatore. Μετά από αυτό, διατηρήσαμε μια πολύ καλή σχέση με τον σκηνοθέτη και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό το πολύ δύσκολο ντοκιμαντέρ για τον Ennio Morricone.
»Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το φιλμ το 2015, ο Tornatore μας είπε ότι ήταν αδύνατο ο Morricone –με τον οποίο ήταν πολύ καλοί φίλοι– να συμφωνήσει να κάνουν ένα τέτοιο φιλμ για τον εαυτό του. Μας παρότρυνε ωστόσο να ρωτήσουμε τον ίδιο. Ο Morricone μας είπε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν το σκηνοθετούσε ο Tornatore. Και έτσι και έγινε».
Από τη συμφωνία με τον Ennio Morricone, στα γυρίσματα και το post-production, χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια. «Όταν τελείωσε το ντοκιμαντέρ ένιωσα λες και απελευθερωνόμουν (γέλια). Το post production διήρκησε αρκετά. Ξεκίνησε χρονικά την ίδια περίοδο με την πανδημία στην Ιταλία (σ.σ. Φεβρουάριος 2020) και αντιμετωπίσαμε τις δυσκολίες της εποχής, δηλαδή το μοντάζ γινόταν από απόσταση. Το πρώτο edit που είδαμε ήταν ένα φιλμ με διάρκεια πάνω από 6 ώρες. Ήταν τέλειο και σε εκείνη τη μορφή, αλλά έπρεπε να κόψουμε, όποτε αυτό μας πήρε μερικούς ακόμα μήνες. Η συνέντευξη που με έκανε να ανακαλύψω τα περισσότερα πράγματα για το σύμπαν του μεγάλου μαέστρου δεν ήταν άλλη από αυτή με τον ίδιο τον Morricone. Ήταν μια μεγάλη σε διάρκεια συνέντευξη, κράτησε πάνω από 50 ώρες. Ήταν πολύ ιδιαίτερο γιατί όλες αυτές τις ώρες ήμασταν μόνοι μας», και συνεχίζει λέγοντας πως «στην αρχή ο Morricone ήταν πολύ συνεσταλμένος. Το γεγονός όμως ότι οι κάμερες ήταν εκτός του δωματίου, βοήθησε να αναπτύξουμε μια προσωπική σχέση, να μου εμπιστευτεί και να μου εκμυστηρευτεί πράγματα. Έτσι ανακάλυψα τον χαρακτήρα του Morricone που, για μένα, είναι συγκλονιστικός. Συνήθως όταν μιλούσε στον κόσμο, δεν αποκάλυπτε πράγματα για την προσωπική του ζωή. Οπότε αυτή η συνέντευξη ήταν κάτι σαν εξομολόγηση».
Ο Ένιο Μορικόνε, παρόλο που κανείς θα περίμενε, ότι το βασικό του όργανο θα ήταν το πιάνο, ξεκίνησε την καριέρα του ως τρομπετίστας. Οι συνθέσεις του ήταν μοναδικές, γιατί μέσα στις κλασικές συγχορδίες αντιπαρέβαλε πάντα φυσικούς ήχους. Ποιος θα ξεχάσει το σφύριγμα στο «Ο καλός, ο Κακός και ο ‘Άσχημος»; Ακόμα και ήχους ζώων, στην συγκεκριμένη ταινία, επέλεξε για μουσική επένδυση την κραυγή ενός κογιότ, αλλά και πιο σύγχρονα όργανα, όπως ηλεκτρικές κιθάρες, δημιουργώντας το δικό του προσωπικό στυλ. Ο κατάλογος της επαγγελματικής επιτυχίας του Morricone είναι ατελείωτος. Ανάμεσα στις διακρίσεις του, είναι :
- 3 Χρυσές Σφαίρες για The Mission (1987), The Legend of 1900 (2000, σε σκηνοθεσία Giuseppe Tornatore) και The Hateful Eight (2015).
- 1 Ιταλική Χρυσή Σφαίρα για τον Il Lungo Silenzio (1993)
- 4 Βραβεία Γκράμι για The Untouchables (1988, σκηνοθεσία Brian De Palma), Once Upon a Time is the West (γιατην καλύτερη ορχηστρική παράσταση, το 2007), The Good, the Bad and the Ugly (το Grammy Hall of Fame, το 2009 ) και ένα για τα επιτεύγματα σταδιοδρομίας του το 2014.
- 11 Nastri d’ Argento (η Ασημένια Κορδέλα είναι ένα Ιταλικό Βραβείο Κινηματογράφου που απονέμεται από την Ιταλική Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων Κινηματογράφου κι έχει ιδρυθεί το 1946, λέγεται ότι είναι το παλαιότερο βραβείο ταινίας στην Ευρώπη) για το A Fistful of Dollars (1964), Mettiuna Sera a Cena (1970), Saccoe Vanzetti (1972), Once Upon a Time inAmerica (1985), The Untouchables (1988), TheLegend of 1900 (1999), CanoneInverso (2000), LaSconosicuta (2007), IDemonidi San Pietroburgo (2008), Baarìa (2010)και η καλύτερη προσφορά (2013).
- 6 Βραβεία BAFTA γιατιςΗμέρες του Ουρανού (1980), Once Upon a Time inAmerica (1985), The Mission (1987), TheUntouchables (1988), Cinema Paradiso (1991)και The Hateful Eight (2016).
- 10 David di Donatello (ένα άλλο σημαντικό βραβείο ιταλικής ταινίας, που θεωρείται ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά στην Ευρώπη) για τουςGli Occhiali d’ Oro (1988), CinemaParadiso (1989), Stanno Tutti Bene (1990), JonaChe Vissenella Balena (1993) ), The Legend of1900 (1999), CanoneInverso (2000), για την καριέρα του (2006), La Sconosciuta (2007), Baarìa (2010)και The Best Offer (2013).
- Τέλος, μετά από 6 υποψηφιότητες, το 2016 σε ηλικία 87 ετών κέρδισε το βραβείο Oscar για την μουσική της ταινίας <<The Hateful Eight>> του Κουέντιν Ταραντίνο, που το αφιέρωσε στη γυναίκα του.
Ο Ενιο Μορικόνε, έχοντας συνθέσει γύρω στα 500 σάουντρακ μέσα σε περίπου έξι δεκαετίες, έχει συνεργαστεί με πληθώρα σκηνοθετών, με πολλούς από τους οποίους είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Φυσικά, η αρχή έγινε με τον Σέρτζιο Λεόνε με τον οποίο ήταν και συμμαθητές στην τρίτη δημοτικού,πράγμα που του το θύμισε ο Mορικόνε, στην πρώτη τους συνάντηση, πριν ακόμακαταλήξουν στο ότι θα έγραφε τη μουσική στο «Per unpugno di dollari». Το ίδιο έχει συμβεί και τις τελευταίες δεκαετίες με τον Τζουζέπε Τορνατόρε. Η σχέση τους υπήρξε επίσης άκρωςδημιουργική. Το μουσικό του εύρος συνιστούσε πηγή έμπνευσης σε μουσικά είδη που απείχαν κατά πολύ από τις δικές του δημιουργίες. Σημείο αναφοράς για τον κιθαρίστα The edge των U2 ενώ xαρντ ροκ, ροκ και πανκ συγκροτήματα μεταξύ οι Metallica και οι Ramones ξεκινούσαν τις συναυλίες τους με Ennio Merricone.
Στα πρώτα χρόνια του ’60 θα κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα κάποια τραγούδια, στα οποία ο Morricone με την ορχήστρα του, θα αναλαμβάνει την διεκπεραίωσή τους (όπως του Edoardo Vianello, το κλασικό «O mio signore») πριν ξεκινήσει το 1965, όλη αυτή η ιστορία με τα spaghetti western, μέσα από το οποίο ο Ennio Morricone, θα αποκτήσει αμέσως παγκόσμιο στάτους. Ο Μαέστρος για πρώτη φορά ήρθε στην Αθήνα, για να δώσει συναυλίες, προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Αθηνών το 2005 και το 2008, 28 και 29 Σεπτεμβρίου, ο Ennio Morricone θα ερχόταν για δεύτερη φορά στην Ελλάδα και πάλι σ’ ένα κατάμεστο Ηρώδειο, αυτή τη φορά για να παρουσιάσει ακόμη ένα ελληνικό έργο του, το “Sicilo e altri frammenti“, που ήταν εμπνευσμένο από τον «Επιτάφιο» του Σεικίλου, η αρχαιότερη ολοκληρωμένη σύνθεση που έχει σωθεί από την αρχαιότητα.