Το masterclass της Σουζάνα Πέριτς με τίτλο «Το ταξίδι της μουσικής σε μια κινηματογραφική ταινία» πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης Meet the Future του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που έχει ως στόχο να αναδείξει νέους Έλληνες επαγγελματίες από διαφορετικούς κλάδους του κινηματογράφου. Το φετινό Meet the Future του 65ου ΦΚΘ φέρνει στο προσκήνιο την τέχνη του film scoring μέσα από το αφιέρωμα «Μουσική σε κίνηση: Η τέχνη του film scoring» και υποδέχεται συνθέτριες και συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής της νεότερης γενιάς από την Ελλάδα.
H Σουζάνα Πέριτς, η οποία εργάζεται ως μοντέζ μουσικής από το 1986, ανέλυσε πώς εδραιώνει η μουσική τη θέση της στο χρονοδιάγραμμα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού έργου, αλλά και στο πώς μετατρέπεται σε κομβικό σκέλος μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο Θοδωρής Παπαδημητρίου, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ.
Ο Θοδωρής Παπαδημητρίου έκανε μια σύντομη παρουσίαση της Σουζάνα Πέριτς: «Eίναι μεγάλη μου χαρά να σας συστήνω τη Σουζάνα Πέριτς, μια μοντέζ ήχου με τεράστια εμπειρία, η οποία έχει δουλέψει σε πολλές παραγωγές. Αν κάνετε μια αναζήτηση του ονόματός της στο iMDB, θα βρείτε 178 ταινίες στις οποίες έχει κάνει το ηχητικό μοντάζ. Δούλεψε, μεταξύ άλλων, στις ταινίες Η σιωπή των αμνών του Τζόναθαν Ντέμι, στην τριλογία Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών του Πίτερ Τζάκσον, Μπάρμπι της Γκρέτα Γκέργουιγκ και Ο πιανίστας του Ρόμαν Πολάνσκι. Επίσης, έχει συνεργαστεί με τεράστιους σκηνοθέτες, όπως ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και ο Μάρτιν Σκορσέζε, αλλά και με μυθικούς συνθέτες, όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Ένιο Μορικόνε και ο Αλεξάντρ Ντεσπλά. Ωστόσο, το σημαντικότερο όλων είναι πως πρόκειται για έναν υπέροχο άνθρωπο».
Η Σουζάνα Πέριτς ξεκίνησε το masterclass λέγοντας μερικές φράσεις στα ελληνικά: «Mαθαίνω τη γλώσσα σας, αλλά είναι πολύ δύσκολη. Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε». Η Σουζάνα Πέρτις εξέφρασε τη μεγάλη της χαρά για το γεγονός ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. «Είμαι μια μοντέζ μουσικής, ένα επάγγελμα που συναντάται κυρίως στις ΗΠΑ. Δουλεύω και στην Ευρώπη ορισμένες φορές. Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω ποιος είναι ρόλος μου και γιατί επέλεξα αυτό το επάγγελμα. Θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω το πάθος μου γι’ αυτή τη δουλειά, και ίσως να καταφέρω να εμπνεύσω μερικούς από εσάς, σε μια συζήτηση για την κατασκευή του ηχητικού τοπίου στον κινηματογράφο», ανέφερε αρχικά.
Στη συνέχεια, προβλήθηκε ένα απόσπασμα από ένα επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ Music for the Movies: The Hollywood Sound (1995), σε σκηνοθεσία Τζόσουα Βαλέτζκι. Στο ντοκιμαντέρ ακούστηκαν ιστορικά κινηματογραφικά soundtracks, από τη μουσική του Φραντς Γουάξμαν στην ταινία Η νύφη του Φρανκενστάιν, μέχρι τις συνθέσεις του Μαξ Στάινερ στο Όσα παίρνει ο άνεμος. Μετά την προβολή του αποσπασματος, η Σουζάνα Πέριτς ανέφερε πως οι αποφάσεις του Μαξ Στάινερ σ’ αυτή την ταινία του 1939 είναι πρωτοποριακές. Είναι, επίσης, από τα πρώτα δείγματα όπου η μουσική χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ψυχολογική κατάσταση ενός ήρωα.
«Όπως και σε κάθε επάγγελμα, αναπτύσσουμε το δικό μας ύφος και ανοίγουμε τους δικούς μας δρόμους, ανάλογα με τις επαγγελματικές σχέσεις στις οποίες επενδύουμε. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσει κανείς τη δουλειά του ηχητικού μοντάζ. Στην Αμερική, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ ανατολικής και δυτικής ακτής. Είναι τελείως διαφορετικά οργανωμένα συστήματα. Το Χόλιγουντ έχει πολλούς περισσότερους συνθέτες που αναζητούν σχέσεις με ηχητικούς μοντέρ. Έχει πολυπληθείς ομάδες που είναι φοβερά οργανωμένες. Αντιθέτως, η Νέα Υόρκη έχει πολλούς ανεξάρτητους κινηματογραφιστές που δουλεύουν πιο συγκεντρωτικά. Η δουλειά μας έχει εξελιχθεί διαφορετικά στις δύο πλευρές της αμερικανικής ηπείρου», ανέφερε σχετικά.
Αμέσως μετά, τόνισε πως η δουλειά του ηχητικού μοντέρ ξεκινά στα τελευταία στάδια της κινηματογραφικής παραγωγής: «Αν δεν πρόκειται για μιούζικαλ, η δουλειά μας ξεκινά στο τέλος των γυρισμάτων. Είναι μια δουλειά που απαιτεί πολλή προετοιμασία. Διαβάζω προσεκτικά το σενάριο. Αν είναι βασισμένο σε κάποιο μυθιστόρημα, διήγημα ή άρθρο, εννοείται πως διαβάζω και αυτό. Αν δεν γνωρίζω τον σκηνοθέτη, διενεργώ αναλυτική έρευνα γύρω το έργο του. Βλέπω όλες τις ταινίες και εξοικειώνομαι με το ύφος του δημιουργού».
Η Σουζάνα Πέριτς συνέχισε κάνοντας μνεία σε μια ρήση του σκηνοθέτη Ρόμαν Πολάνσκι: «Ο Πολάνσκι είχε πει κάποτε πως ο κινηματογράφος είναι η μοναδική μορφή τέχνης που ξεκινά με κάτι ολόκληρο, το οποίο αργότερα σπάει σε μικρά κομμάτια. Έτσι κι εμείς, το μωσαϊκό των ανθρώπων που εργαζόμαστε σε μια κινηματογραφική παραγωγή, ελπίζουμε να καταφέρουμε να μαζέψουμε όλα αυτά τα κομμάτια και να τα συναρμολογήσουμε ξανά, ώστε να δώσουμε στο κινηματογραφικό έργο την αρχική του, ιδεατή μορφή».
Ακολούθως, αναφέρθηκε στην πρώτη επαφή του ηχητικού μοντέρ με ένα καινούργιο κινηματογραφικό πρότζεκτ: «Η πρώτη συνάντηση είναι συνήθως μια προβολή της ταινίας, καλώς εχόντων των πραγμάτων σε κινηματογραφική αίθουσα, για να δούμε την ταινία όπως πρέπει. Εκεί ξεκινάμε να χτίζουμε το λεξιλόγιο μιας νέας μουσικής γλώσσας. Στην συνάντηση αυτή είναι παρόντες ο σκηνοθέτης, οι παραγωγοί και ο συνθέτης, στην περίπτωση που έχει επιλεγεί και προσληφθεί κάποιος σε αυτό το στάδιο. Συνήθως δεν έχει προσληφθεί κάποιος και αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του μοντέρ μουσικής: να είναι τα μάτια και τα αυτιά του συνθέτη μέσα στην αίθουσα, ένα είδος αντιπροσώπου. Σε αυτό το σημείο ενδέχεται να υπάρχει κάποια προσωρινή μουσική στην ταινία, γιατί είναι πιο εύκολο να την παρακολουθήσεις, αλλά μπορεί να μην υπάρχει και απολύτως τίποτα».
Η Σουζάνα Πέριτς προσέθεσε σε αυτό το σημείο ότι προτιμά να βρίσκεται σε μία κινηματογραφική παραγωγή καθόλη τη διάρκειά της, από την αρχή ως το τέλος: «Με τον τρόπο αυτό μπορείς να αφουγκραστείς καλύτερα την κινηματογραφική γλώσσα, να κατανοήσεις καλύτερα τον πυρήνα και το μήνυμα του έργου, αλλά και τον λόγο που επιλέγει ο δημιουργός να γυρίσει την ταινία του. Μόνο μέσω της γνώσης και της εμπειρίας αυτής μπορώ ως μοντέζ μουσικής να προτείνω οποιαδήποτε μουσική επένδυση».
Σχετικά με την ταινία του Τζέι Σι Τσάντορ Όλα χάθηκαν, ως παράδειγμα απουσίας μουσικής, σχολίασε: «Η υπέροχη αυτή ταινία του Τζέι Σι Τσάντορ είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο χαμένο στη θάλασσα, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει. Ένα σενάριο εμποτισμένο με βαθιά υπαρξιακή αγωνία, χωρίς να ειπωθεί ούτε μία λέξη! Παρακολουθήσαμε αυτή την ταινία χωρίς μουσική. Οι συνθήκες μάς υποχρέωσαν να σεβαστούμε τη σιωπή και τη μοναξιά. Μετά την προβολή είχαμε μια μεγάλη συνάντηση με όλους τους συντελεστές, όπου συζητήσαμε τον ρόλο που θα διαδραματίσει η μουσική σε αυτή την ταινία, η οποία σε εκείνο το στάδιο βρισκόταν σε μια διαρκή κινητικότητα, με το σενάριο να αλλάζει συνεχώς».
Στη συνέχεια, η Σουζάνα Πέριτς ανέφερε πως συνήθως βάσει συμβολαίου υπάρχει διάστημα δέκα εβδομάδων αφού παραδώσουν οι δημιουργοί το πρώτο rough cut της ταινίας, στο οποίο απολαμβάνουν απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία: «Στο διάστημα αυτό, οι δημιουργοί επενδύουν τον χρόνο τους στη δημιουργία ενός τελικού σχεδίου, το οποίο θα δώσει στην ταινία το τελικό της σχήμα. Το τελικό αυτό σχέδιο είναι φοβερά σημαντικό για τον σκηνοθέτη, διότι θα το δουν οι παραγωγοί και θα αποφασίσουν αν είναι άξιο επένδυσης».
Αναφορικά με τα λεγόμενα temp scores, δηλαδή τις προσωρινές μουσικές επενδύσεις, σχολίασε: «Ακριβώς επειδή οι σκηνοθέτες δεν θέλουν να παρουσιάζουν την ταινία τους εντελώς απογυμνωμένη, υπάρχουν τα temp scores, τα οποία έχουν κακή φήμη και μπορούν πράγματι να βλάψουν την ταινία στην περίπτωση που οι ίδιοι οι σκηνοθέτες τα συνηθίσουν. Προσωπικά τα βλέπω ως μια εκπαιδευτική διαδικασία και προτιμώ να κρατώ τον συνθέτη μακριά τους. Ο ρόλος τους είναι ξεκάθαρα εμπορικός και χρησιμοποιούνται στις δοκιμαστικές προβολές σε κοινό, όταν ολοκληρωθεί το director’s cut. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι πολύ σημαντικά για τον προϋπολογισμό μιας ταινίας και για τον τρόπο προώθησής της. Όλα αυτά ισχύουν φυσικά για τις ταινίες που γυρίζονται στο Χόλιγουντ».
«Στη διάρκεια των δέκα αυτών εβδομάδων», συνέχισε η Σουζάνα Πέριτς, «χτίζουμε το συντακτικό μιας νέας μουσικής γλώσσας. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι μορφή θα έχει, αν θα είναι συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου ή οτιδήποτε άλλο. Στο διάστημα αυτό αποφασίζουμε αν θα συνδυάσουμε ακουστικά με ηλεκτρονικά μουσικά ακούσματα και αναρωτιόμαστε ποια είναι τα στοιχεία που μπορεί να ανήκουν σε αυτό το κινηματογραφικό έργο. Εγώ προσωπικά, όταν αναζητώ temp music για μια ταινία, ερευνώ τη δουλειά του συνθέτη (σε περίπτωση που αυτός έχει ήδη προσληφθεί) ή έστω τη δουλειά κάποιου συνθέτη με παρόμοιο ύφος και ευαισθησίες. Δεν ακούω αποκλειστικά και μόνο soundtracks, αλλά και σύγχρονη κλασική μουσική. Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε μπορεί να με εμπνεύσει, ίσως να έχει θέση σε αυτή την ταινία. Φυσικά, στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο μοντέρ μουσικής βρίσκεται σε στενή συνεννόηση με τον σκηνοθέτη και τον μοντέρ».
«Την πρώτη εβδομάδα δεν τολμώ να προτείνω ή να επεξεργαστώ τίποτα σχετικά με τη μουσική», δήλωσε η Σουζάνα Πέριτς σχετικά με τον τρόπο εργασίας της στα πρώτα στάδια επεξεργασίας του μουσικού αποτυπώματος μιας ταινίας. «Ανακύπτουν πολλά ερωτήματα. Εγώ μελετώ, παρακολουθώ και ξαναβλέπω την ταινία όσες φορές χρειαστεί. Θέτω πολλά ερωτήματα σε συναντήσεις με τους δημιουργούς. Κάθε φορά που με πιάνει ένας ενθουσιασμός, φαντάζομαι πως κάποιος άνθρωπος έχει επενδύσει πέντε χρόνια από τη ζωή του στη δημιουργία αυτής της ταινίας. Καταλαβαίνετε πως χρειάζομαι αρκετό χρόνο για να συντονιστώ μαζί τους. Ίσως αυτή μου η πρώτη αίσθηση να είναι λανθασμένη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα προτείνω δυο-τρεις ιδέες και θα τις εξετάσω με τον σκηνοθέτη. Σιγά σιγά ανακαλύπτουμε τα βασικά στοιχεία από τα οποία θα πρέπει να αποτελείται η μουσική επένδυση. Φυσικά, αν ο συνθέτης έχει προσληφθεί, μοιραζόμαστε όλες μας τις ιδέες μαζί του. Με τη συνδιαλλαγή αυτή, είναι πιθανό να συγκεντρώσουμε πολύτιμες πληροφορίες, οι οποίες θα εξελίξουν τη δραματουργία και τους ίδιους τους χαρακτήρες».
Στο σημείο αυτό, υπήρξε μια ερώτηση από το ακροατήριο σχετικά με τη δύσκολη θέση στην οποία μπορεί να βρεθεί ένας μοντέρ ήχου, στην περίπτωση που ο συνθέτης επιλεγεί από την παραγωγή και έχει δημιουργικές διαφωνίες με τον σκηνοθέτη για τη μουσική της ταινίας: «Έχω βρεθεί σε παρόμοια συνθήκη σχετικά πρόσφατα», απάντησε η Σουζάνα Πέριτς. «Ήταν μάλιστα τόσο προχωρημένες οι μουσικές εργασίες που ήταν αδύνατο να εγκαταλείψουμε το πρότζεκτ. Έτσι, προσλάβαμε μια νέα ομάδα, αναλύσαμε τη δραματουργία, βρήκαμε τις κατευθυντήριες θεματικές γραμμές της ταινίας και προσπαθήσαμε να μην παρεκκλίνουμε πολύ από την πορεία που είχαμε ήδη χαράξει».
Ακολούθως, η Σουζάνα Πέριτς αναφέρθηκε σε έναν από τους μέντορές της, τον μεγάλο ιταλό συνθέτη και ενορχηστρωτή Ένιο Μορικόνε: «Στην αρχή της καριέρας μου, ο Ένιο Μορικόνε μού δίδαξε ένα μάθημα, το οποίο ακόμη κουβαλώ μαζί μου. Φαίνεται πολύ απλό, αλλά όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ βάθος ανακαλύπτω στα λόγια του. Μου είχε πει: “Ο ρόλος της μουσικής σε μια ταινία έχει επιτευχθεί αν η μουσική καταφέρει να ξεσκεπάσει μια σκηνή και όχι να την υπερκαλύψει”. Η φράση αυτή με οδήγησε στην έρευνα και την ανάλυσή μου στη μουσική. Όποτε διδάσκω, πάντοτε επιμένω στο πόση σημασία έχει η ιστορία και να εξερευνούμε τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Με ενδιαφέρει τι συμβαίνει στο μυαλό των πρωταγωνιστών και προσπαθώ να το φέρω στο προσκήνιο με τη χρήση της μουσικής, υποσυνείδητα. Αν ακολουθούμε το πλάνο αυτό με συνέπεια, θα καταφέρνουμε να λύνουμε τον γρίφο που παρουσιάζει κάθε ταινία στα τελευταία στάδια της εξέλιξής της».
Σχετικά με μία από τις πιο πρόσφατες συνεργασίες της στην Μπάρμπι, την τεράστια εμπορική επιτυχία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, η Σουζάνα Πέριτς ανέφερε: «Η Γκρέτα είναι μια φανταστικά διαισθητική σκηνοθέτης με καλπάζουσα φαντασία που κοιτάει μόνο μπροστά. Προσπαθεί να εμψυχώσει κάθε μικρό κορίτσι, σε κάθε άκρη της γης, να εξελιχθεί σε αυτό που θέλει πραγματικά να είναι. Η Μπάρμπι πέρασε από δεκάδες αλλαγές, αλλά κατάφερε να διατηρήσει τη γοητεία της. Ήταν μια υπέροχη ιστορία που χόρευε πάνω στο χαρτί του σεναρίου».
Ακολούθως, σχετικά με μία άλλη συνεργασία της με μια ακόμη σκηνοθέτιδα, τη Σκάρλετ Τζοχάνσον στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, δήλωσε: «Το Eleanor the Great, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σκάρλετ Τζοχάνσον, είναι μια φανταστική ταινία χαμηλού προϋπολογισμού για το πένθος και το πώς να το αντιμετωπίσουμε. Είναι ένα υπέροχο φιλμ, στο οποίο συνθέτης είναι ο Ντάστιν Ο’ Χάλοραν, ο οποίος έγραφε τη μουσική κι εγώ προοδευτικά αντικαθιστούσα το temp score με την μουσική του, για να μη φανεί απότομη η αλλαγή στον σκηνοθέτη. Κάθε ταινία ακολουθεί το δικό της ταξίδι, είναι μια ολόκληρη μηχανή που προχωρά και χτίζεται στην πορεία».
Αναφορικά με τη συνεργασία της με τον Τζόναθαν Ντέμι στη θρυλική ταινία Η σιωπή των αμνών, σχολίασε: «Η έμπνευσή μου για τη μουσική αυτής της ταινίας ήταν Οι διχασμένοι του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Θυμάμαι πως η μοναδική σκηνοθετική οδηγία του Τζόναθαν στον Χάουαρντ Σορ ήταν πως η μουσική ακούγεται από την οπτική της πρωταγωνίστριας, γι’ αυτό πρέπει να την ακολουθεί πάντα».
Αναφέρθηκε, επίσης, στη συνήθεια ορισμένων μοντέρ μουσικής να οργανώνουν τη μουσική τους κατά είδος ή κατά συναίσθημα: «Τα έχω όλα μπερδεμένα: δεν μου αρέσει να κατηγοριοποιώ κανένα έργο τέχνης. Το να βλέπεις έναν πίνακα σε ένα μουσείο, να παρακολουθείς μια ταινία για τέταρτη φορά και να διαβάζεις ένα βιβλίο από την αρχή, σου δίνει την ευκαιρία να βρεις κάτι καινούριο και να ανακαλύψεις μια νέα ερμηνεία. Αν κατηγοριοποιείς εκ προοιμίου, εκμηδενίζεις την πιθανότητα αυτής της νέας έμπνευσης». Σχετικά με το πόσο μπορεί να καθυστερήσει ο μοντέρ μουσικής να παραδώσει τις μουσικές του προτάσεις, απάντησε πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: «Η διαδικασία παραμένει η ίδια, σε οποιοδήποτε σημείο του χρονοδιαγράμματος. Όταν προσεγγίσεις με επιτυχία το θέμα και τη μουσική γλώσσα της ταινίας, η ροή της επεξεργασίας θα είναι πολύ περισσότερο διαφανής από το να ξεκινήσεις κατευθείαν χωρίς ιδιαίτερη γνώση και προορισμό».
Προκειμένου να βοηθήσει έναν συνθέτη που δυσκολεύεται στη γραφή του μουσικού θέματος, η Σουζάνα Πέριτς μελετά παλιές του συνθέσεις και προσαρμόζοντάς τες καταλλήλως στην παρούσα συνθήκη: «Ίσως εκεί να υπάρχει ο σπόρος από τον οποίο θα ανθίσει το νέο μουσικό έργο», δήλωσε.
Στη συνέχεια, η Σουζάνα Πέριτς έδειξε μία συγκεκριμένη σκηνή από την ταινία Η σιωπή των αμνών του Τζόναθαν Ντέμι, με διαφορετική μουσική επένδυση. Αναφέρθηκε στον μοντέρ μουσικής ως τον αστυνόμο ανάμεσα στην εικόνα και τη σύνθεση. Αναφορικά με τις δυσκολίες του επαγγέλματος, ανέλυσε: «Επειδή είμαι ελεύθερος επαγγελματίας, ζω μια ζωή μέσα στην αβεβαιότητα. Συχνά, στη διάρκεια της ηχητικής επεξεργασίας, οι απαντήσεις δεν μου παρουσιάζονται καθόλου εύκολα. Είναι μια τρομακτική συνθήκη, αλλά είμαι φοβερά πεισματάρα και ανθεκτική. Δεν τα παρατάω ποτέ».
Τέλος, εξιστόρησε την εμπειρία της από τα πρώτα της βήματα ως μοντέζ μουσικής και έδωσε συμβουλές στα μέλη του ακροατηρίου που επιθυμούν να ακολουθήσουν την ίδια επαγγελματική πορεία: «Η αλήθεια είναι πως έγινα μοντέζ μουσικής χωρίς καν να ξέρω τι ακριβώς είναι αυτή η δουλειά, επειδή στα νιάτα μου κάποιος με προσέλαβε ως βοηθό και αποδέχτηκα. Μετακόμισα στις ΗΠΑ από την Κροατία και ασχολήθηκα πάλι με τη μουσική μετά από πολλά χρόνια. Με έναν τρόπο, ένωσα τον παλιό με τον νέο κόσμο. Στην αρχή προσφέρθηκα να το κάνω δωρεάν σε ταινίες μικρού μήκους ή σπουδαστικές ταινίες. Αν θέλετε να κάνετε το ίδιο, σας προτείνω να αναρωτηθείτε αν θέλετε πράγματι να κάνετε αυτή τη δουλειά και αν είναι στα αλήθεια το πάθος σας: ως μοντέρ μουσικής θα δουλεύετε πάντα με τη μουσική κάποιου άλλου, και αν δεν σας αρέσει αυτή η προοπτική, τότε δε θα περάσετε καθόλου καλά», ολοκλήρωσε.