Γράφει o Γιώργος Μπαστουνάς για την Κουλτουρόσουπα
Είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα του 2005, το «Στο Παρά Πέντε» επέστρεψε όχι απλώς ως μια ανάμνηση, αλλά ως ένα ζωντανό τηλεοπτικό γεγονός. Το επετειακό reunion διάρκειας τεσσάρων ωρών εξελίχθηκε σε μια σπάνια στιγμή για την ελληνική τηλεόραση: μια συνάντηση ανθρώπων, χαρακτήρων και θεατών που μεγάλωσαν μαζί. Και από το πρώτο λεπτό, η αίσθηση ήταν αφοπλιστική: σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Ο Γιώργος Καπουτζίδης άνοιξε τη βραδιά φανερά συγκινημένος, όχι με διάθεση αυτοαναφορική, αλλά με ευγνωμοσύνη. Θύμισε ότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, στα γυρίσματα, πως αυτό το «ιδιαίτερο σύμπαν» θα παρέμενε ζωντανό δύο δεκαετίες μετά. Και εκεί τέθηκε ο πυρήνας του reunion: ότι αυτή η επιστροφή έγινε χάρη στο κοινό που κράτησε τη σειρά ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια.
Από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της βραδιάς ήταν ότι δόθηκε σε όλους χώρος να μιλήσουν. Δεν υπήρχαν ρόλοι πρώτου και δεύτερου πλάνου. Ο Καπουτζίδης τους αγκάλιασε και τους έδωσε βήμα, συστήνοντας έναν προς έναν τους συντελεστές που βρίσκονταν στο κοινό και επιτρέποντας στις αφηγήσεις να ξεδιπλωθούν χωρίς βιασύνη. Το reunion δεν είχε τη λογική της «εκπομπής», αλλά της παρέας — και αυτό το ένιωθες σε κάθε του λεπτό.
Καθοριστικό ρόλο στη συνολική αίσθηση έπαιξαν οι νέες σκηνές που γράφτηκαν ειδικά για το επετειακό σόου. Σκηνές που δεν προσπάθησαν να αναπαράγουν μηχανικά το παρελθόν, αλλά να το συνεχίσουν. Η πεντάδα επέστρεψε με τον ίδιο ρυθμό, το ίδιο χιούμορ και την ίδια χημεία, αποδεικνύοντας ότι τότε υπήρχε αληθινή κωμωδία — βασισμένη σε χαρακτήρες με διάρκεια και όχι σε πρόσκαιρα ευρήματα.
Η σκηνή με τα capital controls, μέσα από το φίλτρο της Ντάλιας, λειτούργησε ως ιδανικό παράδειγμα του πώς το «Παρά Πέντε» μπορεί να σχολιάζει την πραγματικότητα ακόμα και σήμερα, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του. Το χιούμορ δεν έμοιαζε παρωχημένο· έμοιαζε οικείο. Και εκεί η αίσθηση ότι το παρελθόν δεν απέχει τόσο πολύ έγινε σχεδόν απόλυτη.
Στις νέες σκηνές, το «Παρά Πέντε» σατιρίζει με τον γνώριμο τρόπο του δύο απολύτως σύγχρονα φαινόμενα. Από τη μία, τις δραματικές σειρές εποχής που έχουν κατακλύσει την τηλεόραση, μέσα από τη σκηνή του γάμου της Ντάλιας και του Αλέξη στη δεκαετία του ’50. Από την άλλη, όσους αρνούνται τις νέες ταυτότητες λόγω «τσιπς», με τη Ζουμπουλία να παραμένει πιστή στις φοβίες της και τη Ντάλια να αναλαμβάνει –όπως πάντα– να «λύσει» το πρόβλημα με τις γνωριμίες της. Απλό, ευθύ και απολύτως Παρά Πέντε χιούμορ.
Ανάμεσα σε αυτές τις νέες στιγμές, ξεχώρισε και μια από τις πιο δυνατές σκηνές του reunion: η απρόσμενη επιστροφή της Αμαλίας, η οποία τους σώζει. Μια σκηνή λιτή, ουσιαστική και βαθιά συναισθηματική. Όχι για τον εντυπωσιασμό, αλλά γιατί λειτούργησε σαν υπενθύμιση του πόσο καλά δομημένο ήταν το σύμπαν της σειράς. Η Αμαλία δεν εμφανίστηκε ως εύρημα· εμφανίστηκε ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας. Η παρουσία της έφερε μαζί της μνήμη, συνέχεια και συγκίνηση, επιβεβαιώνοντας ότι οι χαρακτήρες του «Παρά Πέντε» δεν ξεχάστηκαν ποτέ πραγματικά.
Η σκηνή αυτή λειτούργησε και συμβολικά: ως γέφυρα ανάμεσα στο τότε και το τώρα, ως απόδειξη ότι ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια, οι ιστορίες μπορούν να συνεχιστούν με σεβασμό και ουσία. Για πολλούς θεατές, ήταν μια από τις στιγμές που συμπύκνωσαν όλο το συναίσθημα του reunion.
Η επιστροφή της Ζουμπουλίας σε μια από τις πιο εμβληματικές σκηνές της, με το τραγούδι και τη σκάλα, πρόσθεσε έναν τόνο καθαρής χαράς και αυτοσαρκασμού. Δεν ήταν απλώς αναπαράσταση, ήταν γιορτή. Όπως και η μουσική, η ζωντανή ορχήστρα και τα τραγούδια που συνδέθηκαν άρρηκτα με τη σειρά και με τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς.
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε και η ενεργή συμμετοχή του κοινού. Οι θεατές ανέδειξαν αγαπημένες ατάκες, σκηνές και στιγμιότυπα, αποδεικνύοντας ότι το «Στο Παρά Πέντε» δεν ανήκει μόνο στους δημιουργούς του, αλλά και σε εκείνους που το κράτησαν ζωντανό μέσα στα χρόνια. Το reunion δεν αφηγήθηκε απλώς την ιστορία της σειράς — την αφηγήθηκε μαζί με το κοινό της.
Ξεχωριστή θέση στο reunion κατείχε και το αφιέρωμα σε εκείνους που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Χωρίς δραματοποιήσεις και εύκολες συναισθηματικές κορώνες, η εκπομπή επέλεξε έναν ήσυχο, αξιοπρεπή τόνο, αφήνοντας τη μνήμη να μιλήσει από μόνη της. Οι αναφορές έγιναν με σεβασμό και αλήθεια, υπενθυμίζοντας πως το «Στο Παρά Πέντε» δεν ήταν μόνο μια επιτυχημένη σειρά, αλλά ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράστηκαν χρόνο, δημιουργία και ζωή.
Αυτές οι στιγμές λειτούργησαν σαν παύση μέσα στη γιορτή — όχι για να βαραίνουν τη διάθεση, αλλά για να της δώσουν βάθος. Για να θυμίσουν ότι πίσω από το γέλιο και τις ατάκες υπήρχαν άνθρωποι που άφησαν το αποτύπωμά τους στη σειρά και στην τηλεοπτική μνήμη. Το reunion τούς τίμησε χωρίς εκβιασμό συγκίνησης, εντάσσοντάς τους φυσικά στην αφήγηση, σαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας ιστορίας που συνεχίζει να ζει.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα γέλια και τη συγκίνηση, αναδύθηκε αναπόφευκτα και η σύγκριση. Ένα μεγάλο κενό 20 χρόνια μετά. Όχι μόνο του «Παρά Πέντε», αλλά μιας εποχής όπου η τηλεόραση επένδυε στη γραφή, στους χαρακτήρες και στον χρόνο που χρειάζεται μια ιστορία για να αγαπηθεί.
Το «Στο Παρά Πέντε – 20 Χρόνια Μετά» δεν προσπάθησε να αποδείξει ότι μπορεί να επιστρέψει μόνιμα. Δεν το χρειαζόταν. Απέδειξε κάτι πιο σημαντικό: ότι δεν έφυγε ποτέ. Για τέσσερις ώρες, η τηλεόραση ξαναβρήκε τη ζεστασιά της. Και το «Παρά Πέντε» μας θύμισε γιατί το αγαπήσαμε τόσο — κάνοντάς μας να νιώσουμε, με τον πιο απλό και αληθινό τρόπο, πως σαν να μην πέρασε μια μέρα.






