.
Από την Π. Στασινοπούλου.
.
Όταν επιλέγεις να ασχοληθείς με το κιτς κατά οποιαδήποτε έννοια και έχεις μπροστά σου – σχεδόν καθημερινά στους δέκτες- μια αυθεντική «κάλτ» φιγούρα σαν τον Τόνυ Σφήνο, είναι δεδομένο ότι αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης. Ακόμα κι αν θέλεις να τον προσπεράσεις… κομματάκι δύσκολο για τον τύπο που λάνσαρε ένα εντελώς ιδιαίτερο στυλάκι και τούτο το καλοκαίρι το έφερε «υπό δοκιμήν» και στους δέκτες σε ρόλο παρουσιαστή. Αφού προηγουμένως το αξιοποίησαν οι διαφημιστές, «επιβάλλοντας» και «υποβάλλοντας» στο κοινό την παρουσία ενός σώουμαν περιορισμένου βεληνεκούς, που έτσι κατόρθωσε να μπει «από το παράθυρο» σε κάθε σπίτι – όπως σωρεία άλλων με καριέρα που ξεκίνησε από τη διαφήμιση. Το ξεχωριστό «πακέτο» που λανσάρει, μέσω της καθημερινής επανάληψης και ανεξαρτήτως αισθητικής, έγινε οικείο και ενίοτε συμπαθές για το ευρύτατο κοινό, έναντι του (προφανώς) περιορισμένου των φανς του…
Βεβαίως ως περσόνα ήταν γνωστός γενικά, και προσωπικά έτυχε – κυριολεκτικό εδώ το ρήμα- να παρακολουθήσω καλοκαιρινή συναυλία του πριν 3-4 χρόνια. Αυτά που κράτησα από τότε, ήταν ο πολύς και φανατικός κόσμος που ουδέποτε περίμενα… ο απίστευτος χαβαλές τόσο από τον ίδιο όσο και από το νεανικό κοινό, που μπροστά στη σκηνή χαλούσαν τον κόσμο… η κιτσάτη φαντασμαγορία στο έπακρο – ειδικά στο ενδυματολογικό κομμάτι όπου λαμέ και στρας έδωσαν ρέστα, ενώ εμφανίστηκε με χρυσαφί μηχανάκι σε «παιδικό» μέγεθος να κάνει το γύρο του θριάμβου με τρελές φωταψίες… το χιούμορ του με πετυχημένες ατάκες παίζοντας διαρκώς με το κοινό… και βέβαια η κακοφωνία του! Στο δίωρο περίπου (με προσωπικό ρεκόρ αντοχής), στάθηκε αδύνατο να «πατήσει» σε νότα με τη μουσική έννοια. Μιλώντας όμως κυριολεκτικά, όντως τις… ξενύχιασε μία προς μία! Καμιά παραπονεμένη! Και να θες να το κάνεις, απαιτεί… ειδικό ταλέντο και έξτρα μουσικό αυτί! Όσο για τα αυτιά των μουσικόφιλων, η παρούσα δοκιμασία αντενδείκνυται δια ροπάλου, ούτε καν με ωτοασπίδες από μπετόν, λόγω κινδύνου για μόνιμη βλάβη….
Ωστόσο, αυτό που με «τσίγκλισε» εξαρχής στην περίπτωση Σφήνου και το βρήκα ξεχωριστό, ήταν αυτό ακριβώς: ότι ενώ βεβαίως έχει γνώση της ανύπαρκτης φωνής ως τραγουδιστής, με κάποιο έξυπνο τρόπο «υπονομεύει» συνειδητά τον εαυτό του – χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ ή χωρίς να επιδιώξει βελτίωση, και έχει εντάξει το παρόν μειονέκτημα ως κομμάτι του συνολικού πακέτου που πουλά. Χωρίς επιπλέον να καταφεύγει ούτε καν στον αυτοσαρκασμό, αστεϊζόμενος με την αδυναμία του, ώστε να την απομυθοποιήσει και να την κάνει αποδεκτή μέσω του χιούμορ. Την πλασάρει απλά και φυσικά σαν «δικό» του αυθεντικό κομμάτι, γνωρίζοντας βέβαια ότι δεν απευθύνεται σε μουσικόφιλους ως τραγουδιστής, αλλά σε ένα χαλαρό ποικιλόμορφο κοινό ως περφόρμερ, με στόχο την ελαφρά ψυχαγωγία- όπως κι αν τη μεταφράζει κανείς, πάντως από τη πλευρά του με έντιμη πρόθεση χωρίς να κοροϊδεύει κανέναν πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Έχτισε έξυπνα έναν ρόλο με καθαρά προσωπικό στίγμα, βασισμένο στο κιτς των ‘70ς με όλα τα σχετικά συνακόλουθα… από τα ανούσια σαχλοτραγουδάκια της εγχώριας ποπ για κέφι, ρυθμό και νοσταλγία, μέχρι το άκρως κιτσάτο στυλ σε ρούχα, μαλλιά, αξεσουάρ- που μπορεί σήμερα να χαρακτηρίζεται τέτοιο με απαξίωση και γελάκια, «τότε» όμως αποτελούσε την… επιτομή της μοντερνιάς, μη πω κομψότητας! Και μπορεί το όλο θέαμα- ακρόαμα ως πρώτη εντύπωση και σε επίπεδο αισθητικής- είτε μουσικά, είτε εικαστικά- να αγγίζει ενίοτε τη σαχλαμάρα, χαρακτηρισμένη συχνά με τον αμφιλεγόμενο όρο «cult», όμως δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει κάποια χαρακτηριστικά ή σκέψεις. Όπως ας πούμε ότι ξυπνά, έστω και άτεχνα. ένα νοσταλγικό κομμάτι για τους «θιασώτες» της εποχής… ότι πρόκειται για μια επιλογή, όπως τόσες άλλες, με τη δική της ιδιαιτερότητα κι όποιος γουστάρει ακολουθεί ελεύθερα… ότι η παρούσα επιλογή και ο εμπνευστής της δεν παριστάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που (θέλουν να) είναι… ότι όλο αυτό «απενοχοποιείται» τρόπον τινά, με το αυθεντικό χιουμοριστικό πλαίσιο που το συνοδεύει, χάρη στον επικοινωνιακό Τόνυ με την περούκα, την καμπάνα, τις πλουμιστές πουκαμίσες…
Όταν είδα στο σχετικό τρέιλερ ότι αναλαμβάνει παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού, το πρώτο που μου ξέφυγε αυθόρμητα ήταν «Επιτέλους, ένα καινούργιο, άκαυτο πρόσωπο στο γυαλί! Επιτέλους κάτι διαφορετικό από τους κατσικωμένους δεινόσαυρους, που πήραν την τιβι εργολαβία! Επιτέλους να δοθεί βρε αδερφέ η ευκαιρία να δοκιμαστούν κι άλλοι- ακόμα και στην αποτυχία!» Παρά ταύτα μια καχυποψία για τον συγκεκριμένο ρόλο την είχα, πέραν του γεγονότος ότι το εν λόγω τηλεπαιχνίδι με τα «ταίρια» – πριν το δω – μια… οσμή γελοιότητας την έβγαζε. Αφού το είδα, η οσμή έγινε μπόχα και η γελοιότητα αθλιότητα, και μάλιστα εις διπλούν, καθότι τόσο εμπνευσμένες ιδέες είναι κρίμα να περιοριστούν σε μία μόνο εκδοχή και ένα κανάλι, διότι προφανώς οι εγκέφαλοι έκριναν ότι είχαν στα χέρια ένα καταπληκτικό προϊόν που θα πουλούσε τρελά και τσακίστηκαν ποιος θα αντιγράψει ποιον… αναθέτοντας πανομοιότυπη εκπομπή σε αντίπαλο κανάλι με παρουσιαστή τον άχρουν- άοσμο- άγευστο Γ. Λιανό, το «χαζό παιδί χαρά γεμάτο, για όλα τα θελήματα»…
.
Αγνοώντας το βλακώδες έως άθλιο περιεχόμενο του παιχνιδιού, εστίασα από καθαρή περιέργεια στον Τόνυ Σφήνο, σε ρόλο διαφορετικό για τα δεδομένα του και με την αναμενόμενη καχυποψία… Μετά τις πρώτες θεάσεις, ομολογώ ότι με εξέπληξε θετικά, με την έννοια ότι όχι μόνο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους «επαγγελματίες» (λέμε τώρα) του είδους με χιλιόμετρα στα πλατώ, αλλά επιπλέον έφερε στην οθόνη τη δική του προσωπική σφραγίδα, που αν μη τι άλλο διαφοροποιείται χαριτωμένα από το βαρετό συρφετό που μπουχτίσαμε. Με το μοναδικό ‘70ς στυλάκι του και ανεξάντλητη ενδυματολογική φαντασία, υπηρετώντας με συνέπεια και καθαρή θεατρικότητα έναν ρόλο που τον καθιέρωσε… με έξυπνο, αβίαστο, απολαυστικό χιούμορ, αλλά ταυτόχρονα με αίσθηση του μέτρου και χωρίς ποτέ να υπερβαίνει τα «εσκαμμένα», χάρη σε ένα είδος σεμνότητας και συστολής που διαπίστωσα ότι διαθέτει, καθιστώντας τον ακόμα πιο συμπαθή… με χαλαρό ρυθμό, ιδιαίτερο σεξαπήλ, άνεση, φυσική ευγένεια, σωστά ελληνικά με αστείο αξάν και βέβαια θαυμάσια χορευτική κίνηση πάνω σε ντίσκο μουσικές επιλογές- δικαιώνοντας το «δικό» του κομμάτι ως περφόρμερ… Αρκεί να μην επιχειρεί (σπανίως ευτυχώς) να τραγουδήσει, κυνηγώντας μάταια τον τόνο!
Από όσο τον είδα, σκέφτομαι πόσο αποτελεσματικός θα ήταν σε κατάλληλο σώου στα μέτρα του ή έστω σε ένα κόνσεπτ της προκοπής, χωρίς βλακώδεις εκπτώσεις, παιδιαρίσματα, γελοιότητες… Και επίσης σκέφτομαι, πόσο ανόητοι είναι οι καναλάρχες με την πεισματική εμμονή στα ίδια πολυφορεμένα- καμένα πρόσωπα, μη τολμώντας διαφορετικές επιλογές, έστω για την έκπληξη, που μπορεί καλή ώρα να δικαιώσει τις προσδοκίες… Κι όσο για τον αντίλογο, κι αυτός μέσα στο παιχνίδι είναι, αρκεί να «μη χορταριάζουν οι πέτρες»!
Φωτογραφικό υλικό