Γράφει ο Ιωάννης Κυφωνίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Η πρώτη επαφή των Ελλήνων με τον καφέ χρονολογείται από τα χρόνια που η Ελλάδα αποτελούσε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως και στις υπόλοιπες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι και στην Ελλάδα η παραδοσιακή παρασκευή του καφέ στο μπρίκι (αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως «ελληνικό καφέ») διαδόθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα, ίσως και παλαιότερα. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, ο συγκεκριμένος καφές παρέμεινε πρωταγωνιστής της καφελατρείας για δεκαετίες, σχεδόν μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και ήδη από τότε, ολοένα και συχνότερα παραγγέλνονταν ως «ελληνικός» και όχι ως «τούρκικος», η εισβολή στην Κύπρο και οι τεταμένες, εχθρικές σχέσεις με τους γείτονες συντέλεσαν καταλυτικά στην υιοθέτηση της ονομασίας «ελληνικός», κάτι που ολοκληρώθηκε μέσα από στοχευμένες διαφημιστικές καμπάνιες.
Σύμφωνα με το coffees.gr ο ελληνικός καφές, με τις 48 διαφορετικές παρασκευές του, το ξεχωριστό του άρωμα αλλά και τις… μαντικές του ιδιότητες, αποτέλεσε το πιο δημοφιλές ρόφημα από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε άρχισε, αργά και σταδιακά, να παραγκωνίζεται, έχοντας όμως στο μεταξύ βάλει τα θεμέλια για την ανάπτυξη του πρώτου πυλώνα της ελληνικής κουλτούρας του καφέ : του καφενείου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ένας εύκολος, στιγμιαίος καφές ήρθε να συναγωνιστεί σε μαζικότητα τον ελληνικό καφέ. Ο Δημήτρης Βακόνδιος στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1957 ανακατεύει στιγμιαίο καφέ με κρύο νερό, παγάκια, ζάχαρη και γάλα και δημιουργεί το φραπέ, που θα μονοπωλήσει τις προτιμήσεις του ανδρικού κυρίως, αλλά και γενικότερα του νεανικού κοινού μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αν και η εισαγωγή του εσπρέσο στην Ελλάδα έγινε αρκετά νωρίς, αφού υπήρχαν στέκια καλλιτεχνών, κοσμικών και διανοούμενων που σέρβιραν εσπρέσο ήδη από τη δεκαετία του ’50, αυτό που καθυστέρησε αρκετά στην Ελλάδα ήταν η ευρεία διάδοσή του. Μέχρι την δεκαετία του 1990, ο εσπρέσο και ο καπουτσίνο στην Ελλάδα ήταν υπόθεση μιας περιορισμένης ομάδας ανθρώπων, ωστόσο το τοπίο άλλαξε απότομα και γρήγορα ο εσπρέσο και ο καπουτσίνο γνώρισαν μεγάλη δημοφιλία στο ευρύ κοινό.
Και κάπου ενδιάμεσα μπήκε στις ζωές μας ο καφές φίλτρου, γαλλικός ή αμερικάνικος που προσωπικά είναι ο αγαπημένος μου καφές. Όλα αυτά τα χαρμάνια, οι γεύσεις και οι μυρωδιές, όπως και οι κούπες και τα φλυτζάνια εμπεριέχουν μία κουλτούρα, έναν πολιτισμό, που αφηγείται τη δική του ιστορία.
Ο καφές είναι ένα ρόφημα το οποίο κατασκευάζεται από τα καβουρδισμένα και αλεσμένα σπόρια της καφέας (καφεόδεντρο). Ο καφές έχει αναζωογονητική δράση, η οποία οφείλεται στο βασικό του συστατικό, την καφεΐνη, ένα αλκαλοειδές συστατικό που υπάρχει στους σπόρους των καρπών του. Υπολογίζεται ότι η διαδικασία ετοιμασίας του ροφήματος επαναλαμβάνεται παγκοσμίως πάνω από 400 δισεκατομμύρια φορές τον χρόνο. Ημερησίως παράγονται και πωλούνται στην αγορά 7 εκατομμύρια τόνοι καφέ ανά τον κόσμο.
Η ιστορία του καφέ ξεκίνησε στην Αιθιοπία, όπου η καφέα η αραβική (Coffea arabica) μεγάλωνε ως θάμνος. Αρχικά ο καρπός χρησιμοποιείτο αυτούσιος από τους τοπικούς πληθυσμούς, που είτε τον μασούσαν είτε τον άλεθαν σε μικρούς σβόλους. Η παλαιότερη αξιόπιστη αναφορά στην κατανάλωση καφέ ή στη γνώση καφεόδεντρων εμφανίζεται στα μέσα του 15ου αιώνα, στα μοναστήρια των Σούφι της Υεμένης
Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία , το όνομα του καφέ προέρχεται από την αραβική λέξη قهوة (qahwa) που είναι παραφθορά τμήματος της αρχικής αραβικής ονομασίας του καφέ, qahwat al-būnn, δηλαδή «κρασί του κόκκου», που αναφέρεται στο γεγονός ότι ο καφές χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του κρασιού, καθώς το Κοράνι απαγορεύει το αλκοόλ. Όταν ο καφές πρωτοήρθε στην Ευρώπη ήταν γνωστός ως «αραβικό κρασί». Μια άλλη εκδοχή αποδίδει το όνομα του καφέ στο Βασίλειο της Κάφφα, την περιοχή της Αιθιοπίας όπου άρχισε να χρησιμοποιείται ο καφές. Η προέλευση του καφέ και η ανακάλυψη των ιδιοτήτων του έδωσε τροφή και σε αρκετούς μύθους. Οι σημαντικότεροι είναι αυτός που αποδίδει την ανακάλυψη των ιδιοτήτων του καφέ σε έναν Αιθίοπα γιδοβοσκό, τον Καλντί, που παρατήρησε ότι τα ζώα του γίνονταν πιο δραστήρια όταν έτρωγαν τους καρπούς του φυτού του καφέ (μύθος των κατσικών που χορεύουν) και αυτός που λέει ότι ο καφές δόθηκε στον Μωάμεθ από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ προκειμένου να του χαρίσει δύναμη και αντοχή. Ο καφές (ως έτοιμο προϊόν, καθώς οι Άραβες απαγόρευαν αυστηρά την εξαγωγή σπόρων) πέρασε στην Ευρώπη από τη Βενετία, που διατηρούσε ισχυρές εμπορικές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, στα τέλη του 16ου αιώνα. Διατέθηκε αρχικά από τους Βενετούς εμπόρους στους πλούσιους, σαν εξωτικό είδος. Η δημοτικότητά του μεγάλωσε αφότου ο Πάπας Κλήμης Η΄, παρά τις συμβουλές του περιγύρου του να αφορίσει τον καφέ σαν ισλαμική απειλή προς τον χριστιανισμό, δοκίμασε στα 1600 καφέ, τον βρήκε εξαίσιο και τον «βάπτισε» χριστιανικό ρόφημα. Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι η εξάπλωση του καφέ σε όλη την Ευρώπη κατά τον επόμενο αιώνα ενθαρρύνθηκε από αυτή την παπική έγκριση. Το πρώτο καφενείο άνοιξε στην Ιταλία το 1645. Οι Ολλανδοί ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να πάρουν σπόρους καφέ και να τον καλλιεργήσουν αρχικά στις αποικίες τους στην Ινδονησία. Την ίδια εποχή μάλιστα το φυτό του καφέ πέρασε και στην Ινδία, όπου μετέφερε σπόρους λαθραία ο Μπάμπα Μπουντάν κρύβοντας τους στις πτυχές των ρούχων του επιστρέφοντας από τη Μέκκα. Η δημοτικότητα του καφέ αυξήθηκε ραγδαία στην Ευρώπη· στην Αγγλία υπήρχαν 3.000 καφεποτεία το έτος 1675. Ο καφές έφτασε στη Γαλλία το 1657 και το 1669 το δώρο που έφερε στο Παρίσι ο απεσταλμένος του Σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄ ήταν μια μεγάλη ποσότητα καφέ. Ένα από τα λάφυρα Πολωνών, Αυστριακών και Γερμανών μετά τη νίκη τους στη Βιέννη το 1683 ήταν τα πολλά σακιά με καφέ που άφησε πίσω του ο ηττημένος οθωμανικός στρατός. Ο Φραντσίζεκ Κουλτζίτσκι, Πολωνός αξιωματικός στον οποίο χαρίστηκαν τα σακιά του καφέ ως δώρο για τη γενναιότητά του, άνοιξε ένα καφεποτείο, ενώ πρωτοτύπησε και με την προσθήκη ζάχαρης και γάλακτος στον καφέ. Έτσι, η νίκη αυτή έγινε και αφορμή για τη διάδοση του καφέ στην Αυστρία, την Πολωνία και τη Γερμανία.Τον καφέ έφεραν στην αμερικανική ήπειρο οι Γάλλοι, μέσω των αποικιών τους στη Μαρτινίκα, τη Γαλλική Γουιάνα και αλλού. Τα πρώτα φυτά έφερε ο Γκαμπριέλ ντε Κλιού στη Μαρτινίκα το 1714. Από εκεί πέρασε στη Γαλλική Γουιάνα. Το 1727 ο Φρανσίσκο Παλιέτα στάλθηκε από τον βασιλιά της Βραζιλίας στη Γουιάνα, προκειμένου να φέρει σπόρους καφέ για να καλλιεργηθούν στη χώρα του. Καθώς η απόσπαση των σπόρων αποδείχτηκε δύσκολη, ο Παλιέτα έλυσε το πρόβλημα σαγηνεύοντας τη γυναίκα του Γάλλου κυβερνήτη, η οποία του έδωσε σπόρους και φύτρα καφέ, και έτσι το φυτό πέρασε στη Βραζιλία, η οποία σήμερα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή καφέ στον κόσμο. Την ίδια περίπου εποχή ο καφές καλλιεργήθηκε στην Τζαμάικα, το 1740 στο Μεξικό, το 1784 στη Βενεζουέλα και στα τέλη του αιώνα στην Κολομβία. Το 1893 ο καφές πέρασε από τη Βραζιλία στην Κένυα και την Τανζανία, ολοκληρώνοντας έτσι το διηπειρωτικό του ταξίδι που ξεκίνησε λίγο βορειότερα, στην Αιθιοπία, 900 χρόνια πριν.