Είδε και σχολιάζει ο Ματθαίος Οικονόμου.
Αν και λάτρεις των τηλεοπτικών σειρών, κάποιες φορές -και για τους δικούς του λόγους ο καθένας- επιθυμούμε να ξεκινήσουμε μια νέα αλλά να μην επενδύσουμε πολύ χρόνο σε αυτή. Θέλουμε δηλαδή κάτι παραπάνω από μία δίωρη ταινία αλλά να μη χρειαστούν 22 σαραντάλεπτα για να ολοκληρωθεί μια σεζόν. Οι μίνι σειρές αποτελούν ιδανική λύση για όσους δεν γουστάρουν τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις και σε αυτό το κλίμα το “Bodyguard (Ιδιωτική Προστασία)” αποδεικνύεται μια ασφαλής επιλογή.
Λίγα λόγια για τη σειρά
Ο βετεράνος Ντέιβιντ Μπαντ, μετά από μια δύσκολη θητεία στο Αφγανιστάν, αποτρέπει τρομοκρατικό χτύπημα σε τρένο και επιβραβεύεται αναλαμβάνοντας καθήκοντα προσωπικού φρουρού της Υπουργού Εσωτερικών, η οποία ωστόσο πρεσβεύει όλα όσα εκείνος απεχθάνεται. Πρόκειται για μια παραγωγή του BBC, η οποία απέφερε τεράστια ποσοστά τηλεθέασης τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 2018 σημειώνοντας ρεκόρ δεκαετίας. Αποτελείται από έξι επεισόδια με διάρκεια από 50 ως 75 λεπτά (φινάλε) και πρωταγωνιστούν ο γνωστός από το “Game Of Thrones” Ρίτσαρντ Μάντεν και η Κίλι Χοζ (“The Missing”, “Line of Duty”). Το “Bodyguard” ήταν υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Σειράς ενώ ο Μάντεν τιμήθηκε για την ερμηνεία του με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού στην αντίστοιχη κατηγορία.
.
.
Υπέρ
Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της συγκεκριμένης σειράς είναι η ύπαρξη υπέροχα δομημένων σκηνών αγωνίας και έντασης, με κλιμακούμενο σασπένς στο οποίο δίνεται όλος ο απαιτούμενος χρόνος προκειμένου αυτό να δημιουργηθεί και να αναπτυχθεί με μια μαεστρία που σε κάνει να παρακολουθείς όσα διαδραματίζονται με κομμένη την ανάσα. Είναι κάτι που διαπιστώνεις από το πρώτο κιόλας επεισόδιο με την τρομοκρατική απόπειρα στο τρένο, προσφέροντας ένα δυναμικό ξεκίνημα, ενώ το ξαναβιώνεις στον υπερθετικό βαθμό στη μεγαλύτερη διάρκεια του τελευταίου εβδομηνταπεντάλεπτου επεισοδίου. Και όλο αυτό επιτυγχάνεται δίχως να επιστρατεύονται φαντασμαγορικές εκρήξεις, γραμμωμένα μπράτσα και ξύλο. Επίσης, το “Bodyguard” βασίζεται σε ένα αξιόλογο σενάριο που φλερτάρει με τον χώρο της πολιτικής, τη διαφθορά και την τρομοκρατία δημιουργώντας ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από τους υπαίτιους των όσων διαδραματίζονται και τα κίνητρα τους. Έχουμε να κάνουμε με ένα κουβάρι βρετανικών υπηρεσιών και χαρακτήρων που ξετυλίγεται σταδιακά επιφυλάσσοντας και μια ανατροπή στο τέλος, η οποία είναι πάντοτε καλοδεχούμενη στα προϊόντα μυθοπλασίας (παραμένω σε γενικότητες έτσι ώστε να αποφύγω τα spoilers). Ακόμη, το επίπεδο παραγωγής εναρμονίζεται με τα υψηλά standards των παραγωγών του BBC και οι αντίστοιχες ερμηνείες είναι απολύτως ικανοποιητικές με τον Μάντεν να αποδεικνύεται ιδανικός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του βετεράνου με μετατραυματικό στρες που προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του από εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες.
.
.
Κατά
Σε αντιδιαστολή με την προαναφερόμενη ένταση και αγωνία, δε μπορεί να αγνοηθεί η προβολή αρκετών υποτονικών στιγμών με μπόλικο “μπλα μπλα”, ονόματα και εμπλεκόμενες υπηρεσίες, σκηνές ικανές να προκαλέσουν μια κάποια υπνηλία (μου συνέβη για να είμαι ειλικρινής) καθώς ο τηλεθεατής έρχεται αντιμέτωπος με πληροφορίες που δεν είναι βέβαιο κατά πόσο τον αφορούν ή χρειάζεται να συγκρατήσει (μπορεί βέβαια οι Άγγλοι να έχουν διαφορετική άποψη επί τούτου). Αυτό παρατηρείται κυρίως στα ενδιάμεσα επεισόδια καθιστώντας το “Bodyguard” ελαφρώς διπολικό ή και κυκλοθυμικό.
.
.
Επιπλέον, δεδομένου του τίτλου της σειράς που παραπέμπει αυτόματα στην κλασική ταινία του 1992 με τους Κέβιν Κόστνερ και Γουίτνεϊ Χιούστον και το ειδύλλιο που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη star και το σωματοφύλακά της, θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να αποφευχθεί η ερωτικοσεξουαλική περιπέτεια μεταξύ των πρωταγωνιστών (spoiler αλλά είμαι σίγουρος πως δεν πέφτετε από τα σύννεφα) και να αποφευχθεί με τη σειρά της η αξιοποίηση ενός χολιγουντιανού κλισέ, ευτυχώς όχι ιδιαίτερα εκτεταμένου σε διάρκεια εδώ.
.
.
Εν κατακλείδι,
Μην πέσεις στην παγίδα να ξεγελαστείς από τον τίτλο του θεωρώντας πως πρόκειται για κάποιο ριμέικ της ταινίας του 1992. Το “Bodyguard” μοιάζει περισσότερο στο “Homeland” αλλά καταφέρνει παράλληλα να διατηρήσει τη δική του ταυτότητα προσφέροντας γενναιόδωρες δόσεις καλοστημένης έντασης και ένα αξιόλογο συνολικά αποτέλεσμα χάρις στο οποίο υπομένεις πρόθυμα τις όποιες αδυναμίες ενδεχομένως εντοπίσεις.
Φωτογραφικό υλικό